ΑΝΑΛΗΨΗ ΚΙΝΗΤΩΝ EYΡΙΣΚΟΜΕΝΩΝ ΣΕ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΘΥΡΙΔΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΟΜΙΜΟ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟ ΑΝΙΚΑΝΟΥ ΠΡΟΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ
Αποσύνδεση της υλικής πράξης από τον περαιτέρω σκοπό της
I. Η στάση της νομολογίας σχετικά με τις τραπεζικές καταθέσεις
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1510, 1615, 1682 εδ. α και 1624 περ. 4 ΑΚ προκύπτει ότι, οι ασκούντες την γονική μέριμνα ανήλικου τέκνου, καθώς και ο επίτροπος και ο δικαστικός συμπαραστάτης ανικάνου οφείλουν να λάβουν δικαστική άδεια προτού επιχειρήσουν την εκποίηση τίτλων και πολύτιμων αντικειμένων, τα οποία υπάρχουν στην περιουσία του ανηλίκου και τα οποία έχουν τοποθετηθεί σε πιστωτικό ίδρυμα [ΑΚ 1614].
Ειδικότερα παρέχεται άδεια ανάληψης χρημάτων με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1526, 1666 επ. σε συνδυασμό με 1623 και 1624 περ. 1 ΑΚ, εφόσον διαπιστωθεί ότι συντρέχει έκτακτη ανάγκη των αιτούντων [ήτοι των γονέων ή του δικαστικού συμπαραστάτη], λόγω οικονομικής στενότητας αυτών, αλλά και προφανής ωφέλεια για το ανήλικο τέκνο ή τον συμπαραστατούμενο, προκειμένου να καλυφθούν οι βασικές βιοτικές και εκπαιδευτικές του ανάγκες, καθώς και οι αντίστοιχες δαπάνες 1. Η περιουσία, λοιπόν, του τέκνου ή του συμπαραστατούμενου καταρχήν δεν αναλώνεται παρά μόνο σε περιπτώσεις εξαιρετικής ανάγκης ύστερα από σχετική δικαστική άδεια και με την προϋπόθεση ότι η περιουσιακή κατάσταση των γονέων ή των δικαστικών συμπαραστατών δεν επιτρέπει την κάλυψη των αναγκαίων εξόδων διαβίωσης, χωρίς να διακινδυνεύσουν τη δική τους διατροφή 2.
ΙI. Η ανάληψη των κινητών πραγμάτων από την θυρίδα δεν συνιστά εκποίηση.
Ωστόσο, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη στη θεωρία 3, η ανάληψη κινητών από τραπεζική θυρίδα δεν συνιστά από μόνη της εκποίηση. Ανεξάρτητα, δηλαδή, από τον αληθή, τελικό προορισμό χρησιμοποίησής των αναλαμβανομένων πραγμάτων, η ανάληψη αυτών αποτελεί υλική πράξη που διενεργείται μέσα στα πλαίσια της διαχειριστικής εξουσίας των νομίμων αντιπροσώπων του ανικάνου και πρέπει να αποσυνδέεται από την τυχόν επακολουθούσα επιχείρηση πράξης για την οποία απαιτείται άδεια δικαστηρίου.
Συνακόλουθα, στο ζήτημα της χρήσης της θυρίδας από τους ασκούντες την γονική μέριμνα ή από τον επίτροπο ή από τον δικαστικό συμπαραστάτη, θα πρέπει να χορηγείται δικαστική άδεια όχι γι’ αυτή καθ’ αυτήν την πρόσβαση στη θυρίδα και στην ανάληψη του περιεχομένου της, αλλά για την περαιτέρω διάθεση αυτού.
ΙII. Η ανεμπόδιστη άσκηση του δικαιώματος της χρήσης της θυρίδας από τον δικαιούχο και τους νομίμους αντιπροσώπους του.
Η δικαιολογητική βάση της παραπάνω άποψης στηρίζεται στη νομική φύση της συμβατικής σχέσης μεταξύ της Τράπεζας και του κατόχου της θυρίδας. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το γράμμα της ρύθμισης των άρθρων 93§§9 και 3 ν.δ. 17.7/1923, η εν λόγω σύμβαση είναι σύμβαση μίσθωσης πράγματος [παρόλο που η Τράπεζα – εκμισθώτρια αναλαμβάνει ως παρεπόμενη υποχρέωσή της και τη φύλαξη της μισθωμένης θυρίδας]. Ο δικαιούχος της θυρίδας που είναι ανίκανος προς δικαιοπραξία, δεν παύει να είναι μισθωτής αυτής, πλην, οι εξουσίες εκ της μισθωτικής σχέσεως ασκούνται μέσω του νομίμου αντιπροσώπου του, ο οποίος αντλεί το σχετικό δικαίωμα είτε απευθείας από τον νόμο [λ.χ.1510 ΑΚ] είτε δυνάμει απόφασης δικαστηρίου [λ.χ. 1592, 1676 ΑΚ]. Με βάση αυτήν τη διαπίστωση και δεδομένου ότι στο πλαίσιο της διοίκησης της περιουσίας του ανικάνου περιλαμβάνονται και διαχειριστικές πράξεις πέραν της συντήρησης, βελτίωσης και επαύξησης της περιουσίας του, συνάγεται ότι ο νόμιμος αντιπρόσωπος έχει δικαίωμα να έχει πρόσβαση στη θυρίδα θησαυροφυλακείου [άσχετα από τον ειδικότερο σκοπό στον οποίο αποβλέπει, ήτοι την τοποθέτηση, τον έλεγχο ή και την ανάληψη ευρισκόμων σ’ αυτήν πραγμάτων], στο πλαίσιο της άσκησης κατά το ουσιαστικό δίκαιο του δικαιώματος χρήσης του μισθίου.
Στο σημείο αυτό σκόπιμο είναι να οριοθετηθεί η έκταση της εξουσίας της Τράπεζας – εκμισθώτριας της θυρίδας, η οποία, κατά τη γενική διάταξη [575 ΑΚ], υποχρεούται να ενεργεί διαρκώς για την ανεμπόδιστη χρήση του μισθίου εκ μέρους του μισθωτή [ή του αντιπροσώπου του] καθ’ όλη τη διάρκεια της μίσθωσης. Πουθενά δεν προβλέπεται, ρητώς ή σιωπηρώς, υποχρέωση προσκόμισης στην Τράπεζα ειδικής νομιμοποίησης από τον μισθωτή [ή τον αντιπρόσωπό του], στην οποία να γνωστοποιείται ο λόγος για τον οποίο γίνεται χρήση της θυρίδας 4. Συμπερασματικά, η Τράπεζα δεν μπορεί να υποκατασταθεί αυτόκλητα σε προστάτη των συμφερόντων του ανικάνου από την στιγμή που ο νόμος έχει καθορίσει ρητά ποιοι είναι επιφορτισμένοι με αυτό το καθήκον 5.
Συμπέρασμα:
Συνάγεται εκ των ανωτέρω ότι η πρόσβαση του νομίμου αντιπροσώπου ανικάνου σε τραπεζική θυρίδα του τελευταίου και η ανάληψη των σε αυτήν ευρισκομένων πράγματων δεν προϋποθέτει άδεια του δικαστηρίου. Επομένως, δεν νομιποιείται η Τράπεζα να ζητεί τοιαύτη άδεια. Άδεια απαιτείται για την εκποίηση των πραγμάτων αυτών, ενέργεια, όμως, που έπεται της ανάληψής τους και δεν μπορεί να ελέγχεται από την Τράπεζα. Τυχόν δε εκποίηση από τον νόμιμο αντιπρόσωπο δίχως δικαστική άδεια ελέγχεται στο πλαίσιο των διατάξεων πέρι λογοδοσίας αυτού και επιφέρει τις νόμιμες κυρώσεις ως προς το κύρος της συναλλαγής και ως προς τον ίδιο τον νόμιμο αντιπρόσωπο του ανικάνου.
Αναστασία Κρητικού
11.12.2015
- ΕιρΚαλμν 23/2013ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 738/2004 ΔΙΚΗ 2004/1129 ↩
- ΜΠΡ ΑΜΦ 88/2006 ΑΡΜ 2008/561 ↩
- βλ. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, (2004), τ. Ε΄, σ. 1293-1294 ↩
- Διακρίνεται ο έλεγχος της γενικής νομιμοποίησης του γονέα, του επιτρόπου ή του δικαστικού συμπαραστάτη ως νομίμου αντιπροσώπου του ανίκανου – μισθωτή της θυρίδας, τον οποίο δικαιούται και έχει υποχρέωση να πραγματοποιήσει η Τράπεζα [βλ. 288 συνδ. 593 ΑΚ] ↩
- Δ/νη 29/197, Σχόλιο του Αχχιλέα Γ. Κουτουράδη στην απόφαση υπ’ αρ. 4237/1987 ΜΠρΑθ [Δ/νη 29/196]. ↩