Σωτήριος Καλαμίτσης

Εταιρεία Δικηγόρων

Αναστολή της Σύμβασης Εργασίας

Αναστολή της σύμβασης εργασίας επέρχεται όταν είτε αμφότερα είτε ένα από τα δύο μέρη της σχέσης εργασίας (μισθωτός και εργοδότης) δεν υποχρεούνται για ορισμένο χρονικό να εκπληρώνουν όλες ή μέρος των κύριων συμβατικών υποχρεώσεών τους, χωρίς, όμως, να λύεται σύμβαση εργασίας. Έτσι, η αναστολή της σύμβασης εργασίας συνεπάγεται «είτε την άρση των αμοιβαίων υποχρεώσεων μισθωτού και εργοδότη προς παροχή εργασίας και αντίστοιχα καταβολής του μισθού, ολοσχερώς ή εν μέρει, είτε την άρση μόνο της υποχρέωσης προς παροχή εργασίας του μισθωτού, χωρίς την αντίστοιχη άρση ή την πλήρη άρση της υποχρέωσης καταβολής του μισθού εκ μέρους του εργοδότη» 1. Ακόμη, όμως, και επί ολικής άρσης των αμοιβαίων κύριων συμβατικών υποχρεώσεων παροχής εργασίας και καταβολής μισθού, η σύμβαση εργασίας εξακολουθεί ισχύουσα για όλη την περίοδο της αναστολής και επαναλειτουργεί με το που παύει να υφίσταται ο λόγος αυτής. 2

Aναστολή της σύμβασης εργασίας επιτρέπεται σε ορισμένες περιπτώσεις βάσει ειδικών προβλέψεων της κείμενης νομοθεσίας όπως επί συμμετοχής του μισθωτού σε απεργία 3, επί λήψεως ετήσιας άδειας ανάπαυσης 4 ή αδείας κύησης και λοχείας 5, σε περίπτωση απουσίας λόγω ασθένειας του μισθωτού (657 ΑΚ) ή λόγω στράτευσης 6, όταν τίθεται ο μισθωτός σε διαθεσιμότητα 7 κλπ.

Αναστολή, όμως, δύναται να επέλθει και με συμφωνία των μερών της εργασιακής σχέσης στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων. Στην περίπτωση αυτή η διάρκεια και οι επιμέρους πτυχές της αναστολής προσδιορίζονται από τα μέρη, ενώ ο λόγος που τα ωθεί στη συγκεκριμένη συμφωνία μπορεί να ανάγεται στο πρόσωπο του μισθωτού (π.χ. λόγοι οικογενειακοί, σπουδών, αναψυχής), στο πρόσωπο του εργοδότη (π.χ. οικονομική δυσχέρεια της επιχείρησης που τον υποχρεώνει σε αναδιάρθρωση και περιορισμό κόστους, ενώ, όμως, επιθυμεί να εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα να απασχολήσει τον μισθωτό) ή σε αμφότερους (π.χ. όταν συντρέχουν ταυτόχρονα λόγοι που καθιστούν επιθυμητή την αναστολή και για τις δύο πλευρές ή στην περίπτωση της οικονομικής δυσχέρειας της επιχείρησης, όπου, όμως, και ο μισθωτός προτιμά αντί της απολύσεως με αποζημίωση να διατηρήσει τη θέση εργασίας, με την ελπίδα να επανέλθει σε αυτήν 8) 9.

Συχνά η αναστολή της εργασιακής σύμβασης με συμφωνία εργοδότη – μισθωτού παίρνει τη μορφή της αδείας άνευ αποδοχών του εργαζομένου 10. Κατά τη διάρκεια της αδείας άνευ αποδοχών ο μισθωτός δεν παρέχει εργασία και ο εργοδότης δεν καταβάλλει σε αυτόν αποδοχές (ή δεν καταβάλλει το σύνολο αυτών, αναλόγως του τι έχει συμφωνηθεί). Ο χρόνος, όμως, της αδείας άνευ αποδοχών λογίζεται χρόνος υπηρεσίας (π.χ. για τον υπολογισμό αποζημίωσης απόλυσης, επιδομάτων τριετιών – πολυετίας 11 κ.λπ.), εκτός αν άλλως ορίζει ο νόμος (π.χ. δώρο Χριστουγέννων και Πάσχα 12). Ειδικώς, ως προς τη λήψη αδείας ανάπαυσης μετά την επάνοδο του εργαζομένου που απουσίαζε από την εργασία του με άδεια άνευ αποδοχών, έχει υποστηριχθεί τόσον η άποψη ότι η άδεια άνευ αποδοχών δεν επηρεάζει το δικαίωμα λήψεως και κανονικής αδείας, με το σκεπτικό ότι ο εργαζόμενος εξακολουθεί να έχει ανάγκη ανάπαυσης (δοθέντος ότι και στην άδεια άνευ αποδοχών αναλώνονται δυνάμεις σε άλλες, πλην της εργασίας δραστηριότητες) 13, όσο και η αντίθετη, ότι, δηλαδή, ο επανερχόμενος στην εργασία του εργαζόμενος δεν δικαιούται και κανονικής αδείας, καθόσον δεν συντρέχει ανάγκη ανάκτησης δυνάμεων, στην οποία αποσκοπεί η νομοθεσία περί αδείας αναπαύσεως 14. Η μέση οδός έχει υποστηριχθεί από τη Διοίκηση και φαντάζει ορθή: πρέπει να ερευνάται κατά περίπτωση κατά πόσον υφίσταται πράγματι ανάγκη ανάλωσης δυνάμεων, όπερ συχνά συνδέεται και με τον λόγο λήψεως της αδείας άνευ αποδοχών (π.χ. για αναψυχή ή για εκπαίδευση, προς διευκόλυνση του εργοδότη με απασχόληση σε άλλη εργασία ή σε εξυπηρέτηση των αναγκών του μισθωτού), ενώ το ιδανικόν είναι με τη συμφωνία για την αναστολή της σύμβασης εργασίας τα μέρη να ρυθμίζουν και το ειδικό αυτό ζήτημα. 15

Εφιστάται, πάντως η προσοχή στο ότι η μονομερής αναστολή της σύμβασης εργασίας χωρίς σχετική πρόβλεψη νόμου (π.χ. η χορήγηση από τον εργοδότη αναγκαστική «άδειας» άνευ αποδοχών) δεν είναι νόμιμη. Αλλά και η συμφωνία για αναστολή της σύμβασης εργασίας, επειδή ακριβώς επιτρέπεται ακριβώς στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων, προϋποθέτει γνήσια και ελεύθερη βούληση των μερών. Τυχόν εξαναγκασμός του ασθενέστερου μέρους (του εργαζομένου) και εκμετάλλευση της αδυναμίας του από πλευράς του ετέρου μέρους (του εργοδότη) με σκοπό την καταστρατήγηση της εργατικής νομοθεσίας και την επιβολή της αναστολής καθιστά τη συμφωνία μη νόμιμη ως καταχρηστική και αντίθετη στα χρηστά ήθη (ΑΚ 178, 179, 281), ενδεχομένως δε και σε ρυθμίσεις της εργατικής νομοθεσίας (π.χ. καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος) 16, 17.

 

ΣΩΚΕΔ 24.07.2015

 

  1. βλ. Ιωάννη Ληξουριώτη, Εργατικό Δίκαιο-Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, Νομική Βιβλιοθήκη 2015, σ. 537
  2. Φυσικά, είναι δυνατόν να λυθεί η σύμβαση για κάποιον από τους επιτρεπόμενους στο νόμο λόγους (λήξη σύμβασης ορισμένου χρόνου, απόλυση, παραίτηση κ.λπ.).
  3. η οποία ρυθμίζεται κατά βάση, αλλά όχι αποκλειστικά, από το νόμο 1264/1982 («περί εκδημοκρατισμού του συνδικαλιστικού κινήματος»). Κατά τη διάρκεια της απεργίας ο εργοδότης δεν υποχρεούται να καταβάλλει μισθό, ενώ ο χρόνος συμμετοχής στην απεργία συμψηφίζεται με τις ημέρες της άδειας ανάπαυσης στην περίπτωση που η απεργία έχει κηρυχθεί μη νόμιμη.
  4. η οποία διέπεται κυρίως από τις διατάξεις του αναγκαστικού νόμου 539/1945 και κατά τη διάρκεια της οποίας ο μισθωτός δικαιούται λαμβάνειν τις συνήθεις αποδοχές του, ήτοι εκείνες που θα ελάμβανε εάν εργαζόταν κανονικά.
  5. δικαίωμα που θεσπίστηκε με το άρθρο 103 της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας και κυρώθηκε με τον ν. 1302/1982. Κατά διάρκεια της άδειας κύησης/λοχείας η εργαζομένη δικαιούται παροχές από εργοδότη, ΙΚΑ και ΟΑΕΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην οικεία νομοθεσία.
  6. ν. 3514/1928. Ο εργαζόμενος που διακόπτει την εργασία του λόγω στρατεύσεώς, δικαιούται να επιστρέψει σε αυτήν εφόσον δηλώσει τούτο στον εργοδότη του εντός μηνός από την απόλυσή του από το στράτευμα. Κατά τη διάρκεια της θητείας του ο μεν εργαζόμενος δεν παρέχει εργασία, ο δε εργοδότης δεν υποχρεούται σε καταβολή αποδοχών.
  7. άρθρο 10 ν. 3198/1955. Κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας – την οποία ενεργοποιεί υπό προϋποθέσεις ο εργοδότης, του οποίου η οικονομική δραστηριότητα έχει περιορισθεί, και η οποία δεν μπορεί να διαρκέσει για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο τριών μηνών ετησίως – ο μισθωτός λαμβάνει το ήμισυ των τακτικών αποδοχών των δυο τελευταίων μηνών υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης.
  8. ΕφΛάρισας 178/2004 Δικογραφία 2005 16
  9. Ιωάννη Ληξουριώτη, ο.π., σ. 542 επ
  10. η οποία, αν και απαντάται στην πράξη, δεν ρυθμίζεται ειδικώς από την εργατική νομοθεσία.
  11. ΑΠ 751/1987 ΔΕΝ 1988, 178
  12. βλ. έγγραφο ΙΚΑ Ε40/211/25-6-2008
  13. ΝΣΚ 557/1963
  14. ΑΠ 161/1947 – ΠρωτΑθ 6298/1964 – Εγκύκλιος 1896/28-08-1997 Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης [«Δικαίωμα λήψεως κανονικής άδειας, μετά από άδεια άνευ αποδοχών.»].
  15. Εγκύκλιος 1896/28-08-1997 Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης [«Δικαίωμα λήψεως κανονικής άδειας, μετά από άδεια άνευ αποδοχών.»].
  16. ΕΑ 1918/1971 ΔΕΝ 27 831
  17. Κωνσταντίνος Μαρκόπουλος, Άδεια Άνευ Αποδοχών, ΔΕΝ 1986 492