Δήλωση Εξόφλησης – Παραίτησης – Άφεσης Χρέους από Εργαζόμενο
Κατά τη λύση μιας εργασιακής σχέσης συνηθίζεται να ζητείται από τον εργαζόμενο να υπογράψει δήλωση προς τον εργοδότη ότι «δεν έχει πλέον καμία άλλη αξίωση από την εργασιακή σχέση» ή «ουδεμία αξίωση διατηρεί κατά του εργοδότη». Η δήλωση αυτή κατά την κρατούσα άποψη αποτελεί οιονεί δικαιοπραξία και συγκεκριμένα ανακοίνωση παράστασης. Αποτελεί αποδεικτικό τύπο και δύναται να χαρακτηριστεί ως εξώδικη ομολογία η οποία εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο.
Η εξοφλητική απόδειξη είναι πιθανόν να αποτελέσει θεμέλιο ένστασης εξόφλησης από πλευράς του εργοδότη κατά του εργαζομένου σε περίπτωση έγερσης αγωγής από τον δεύτερο κατά του πρώτου για τη διεκδίκηση οφειλομένων. Περαιτέρω, ως περιέχουσα δήλωση του εργαζομένου η ίδια απόδειξη μπορεί να θεωρηθεί είτε σύμβαση άφεσης χρέους, όταν υπάρχουν απαιτήσεις οι οποίες κατά τη λήξη της εργασιακής σχέσης δεν έχουν εκκαθαριστεί, είτε συμβιβασμός (με την έννοια του άρθρου 871 ΑΚ), όταν οι συμβαλλόμενοι διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις μια φιλονικίας τους ή αβεβαιότητα για κάποια έννομη σχέση), προτεινόμενη και πάλι για την απόκρουση αξιώσεων του εργαζομένου. Σχετικώς:
- Η ένσταση εξόφλησης:
α. Η ένσταση εξόφλησης πρέπει να είναι σαφής και ορισμένη. Θα πρέπει να αναφέρεται το ποσό που καταβλήθηκε, καθώς και η αιτία και ο τρόπος και χρόνος καταβολής. Επί περισσοτέρων αξιώσεων του ενάγοντος-εργαζομένου θα πρέπει να γίνεται ανάλυση του καταβληθέντος ποσού ανά επιμέρους αιτία/αξίωση ποσού (π.χ. μισθός, επιδόματα, υπερωρίες) 1 και περίοδο, διότι δεν αποκλείεται το φερόμενο ως καταβληθέν ποσόν να καταβλήθηκε σε εξόφληση άλλων απαιτήσεων του εργαζομένου (π.χ. για άλλη μισθολογική περίοδο).
β. Η ανωτέρω ανάλυση θα πρέπει να αποτυπώνεται και στην επικαλούμενη με την ένσταση εξόφλησης απόδειξη. Σε αυτήν πρέπει να εξειδικεύονται οι επιμέρους εξοφλούμενες αξιώσεις (π.χ. μισθός, επιδόματα, υπερωρίες κ.λπ.). Άλλωστε, το άρθρο 18§1 ν. 1082/1980 επιβάλλει στον εργοδότη να χορηγεί στον εργαζόμενο κατά την εξόφληση των αποδοχών του εκκαθαριστικό σημείωμα ή, σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος, ανάλυση της μισθοδοσίας, που απεικονίζει διεξοδικά τις κάθε φύσεως αποδοχές του προσωπικού και τις κρατήσεις επ’ αυτών.
- Παραίτηση:
Περαιτέρω, η γενική δήλωση περί εξοφλήσεως του συνόλου των απαιτήσεων του εργαζομένου από της σύμβασης εργασίας και/ή η παραίτηση του εργαζομένου από τυχόν αξιώσεις, δεν συνεπάγεται από μόνη της αδυναμία διεκδίκησης οφειλομένων. Ειδικότερα:
α. Καταρχάς, η δήλωση παραίτησης, ερμηνευόμενη ως άφεση χρέους, θα μπορούσε να γίνει και σιωπηρά, όπως με την παράδοση εξοφλητικής απόδειξης 2, εφόσον, βεβαίως από τις περιστάσεις συνάγεται πρόθεση απεμπόλησης συγκεκριμένων δικαιωμάτων-αξιώσεων. Η χωρίς επιφύλαξη υπογραφή της απόδειξης δεν αρκεί για να στοιχειοθετηθεί παραίτηση 3. Ομοίως, δεν αρκεί η αναγραφή στην απόδειξη ότι ο μισθωτός δεν διατηρεί γενικώς αξίωση κατά του εργοδότη 4(γίνεται δεκτό πως η δήλωση του μισθωτού ότι πληρώθηκαν όλες οι αξιώσεις του και ότι δεν έχει άλλη αξίωση κατά του εργοδότη του, δεν συνιστά σιωπηρή άφεση χρέους ως προς τις τυχόν αξιώσεις του 5, πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για άλλες αξιώσεις 6). Αυτονόητο, ότι η διατύπωση επιφύλαξης στην απόδειξη δεν επιτρέπει να συναχθεί συμπέρασμα περί αφέσεως χρέους 7. 8
β. Αλλά και η ρητή, σαφής και συγκεκριμένη δήλωση περί παραίτησης ή άφεσης χρέους ή συμβιβασμού είναι ισχυρά υπό προϋποθέσεις μόνον. Στο εργατικό δίκαιο κατά γενική αρχή δεν αναγνωρίζεται η ρητή ή σιωπηρή παραίτηση των εργαζομένων από αξιώσεις που πηγάζουν από διατάξεις δημόσιας τάξης, είτε έχουν τη μορφή άφεσης χρέους είτε συμβιβασμού. Κατά τη διάταξη του άρθρου 8 ν. 2112/1920, όπως ερμηνεύθηκε με το άρθρο 11 α.ν. 537/1936, είναι άκυρη οποιαδήποτε σύμβαση που καταρτίζεται πριν ή ύστερα από τη λύση της σύμβασης εργασίας, και αντίκειται στις προστατευτικές για τον εργαζόμενο προβλέψεις του νόμου. 9 Μάλιστα, η εν λόγω ακυρότητα (της παραίτησης ή άφεσης χρέους ή του συμβιβασμού) δεν περιορίζεται στις μελλοντικές μόνον αξιώσεις, αλλά και σε εκείνες που είναι ήδη (κατά το χρόνο της παραίτησης, άφεσης, κ.λπ.) απαιτητές. 10
Σε ό,τι αφορά, όμως, αξιώσεις που ξεπερνούν τα κατώτατα όρια της προστασίας που παρέχει ο νόμος ή άλλες κανονιστικές διατάξεις (π.χ. συλλογικές συμβάσεις εργασίας) 11 επιτρέπεται παραίτηση. Έτσι, μια δήλωση παραίτηση μπορεί να είναι ανίσχυρη σε ό,τι αφορά στα ελάχιστα νόμιμα όρια αποδχών, έγκυρη, όμως, για τυχόν υπερβάλλον ποσό.
γ. Τα ανωτέρω ισχύουν και για αξιώσεις που δεν έχουν τον χαρακτήρα του μισθού, αλλά αποζημίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, όπως οι αξιώσεις από την παράνομη υπερωριακή εργασία, καθώς και σε ό,τι αφορά στην αμοιβή, η οποία οφείλεται για πρόσθετη εργασία (659§2 ΑΚ – εργασία για επί πλέον της συμφωνημένης εργασία, έστω και αν παρασχέθηκε παρασχέθηκε μέσα στο νόμιμο ωράριο εργασίας, π.χ. εργασία καθαριότητας από εργαζόμενο σε κουζίνα εστιατορίου), γιατί και η περίπτωση αυτή προβλέπεται από το άρθρο 679 ΑΚ 12.
δ. Τέλος, η ένσταση της παραίτησης ή άφεσης χρέους, σε όσες περιπτώσεις αυτή επιτρέπεται, πρέπει να είναι σαφής και να αναφέρεται σ΄ αυτήν ο τρόπος και ο χρόνος της σχετικής δήλωσης βούλησης του εργαζομένου, η αποδοχή από τον εργοδότη και η ύπαρξη του χρέους κατά το χρόνο της δήλωσης.
Συμπέρασμα:
α. Στην ένσταση εξόφλησης που προβάλλει ο εργοδότης σε απόκρουση απαιτήσεων του εργαζομένου και στην απόδειξη που συνοδεύει την ένσταση αυτήν θα πρέπει να προσδιορίζονται με σαφήνεια οι απαιτήσεις που εξοφλούνται (κατά την αίτια, το ύψος και τον χρόνο στον οποίον αφορούν) και ο χρόνος και τρόπος εξόφλησης αυτών.
β. Παραίτηση εργαζομένου από γεγεννημένες ή μέλλουσες αξιώσεις έναντι του εργοδότη είναι επιτρεπτή μόνο στο μέτρο που δεν πλήττει τα ελάχιστα όρια προστασίας που ορίζει ο νόμος και υπό την προϋπόθεση ότι από το περιεχόμενο της σχετικής δηλώσεως και των περιστάσεων προκύπτει με σαφήνεια η βούληση του εργαζομένου να απεμπολήσει τα δικαιώματά του και η με επαρκή ακρίβεια η αιτία, το είδος και το ύψος των αξιώσεων που καταλαμβάνει η παραίτηση. Επομένως, η υπογραφή εξοφλητικής απόδειξης κατά τη λήξη της εργασιακής σχέσης, στην οποία ο εργαζόμενος δηλώνει ότι ουδέν του οφείλεται από τον εργδοότη και ότι έχει εξοφληθεί για όλες γενικώς τις απαιτήσεις του, δεν συνεπάγεται από μόνη της αδυναμία διεκδίκησης τυχόν οφειλομένων.
Βασίλης Οικονόμου
20.02.2015
- ΕΑ 3879/2012 Α δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 178/2010 ΔΕΕ 2010 831 Δ/νη 2010 743, ΑΠ 1320/2008 ΔΕΝ 2008, 1446 ↩
- ΑΠ 934/2014 Α Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1396/1991 Δ/νη 1992 1447, ΜΠΑΘ 1600/1973 ΕΕΔ 32 1113 ↩
- ΕφΠειραιά 572/2009 ΠειρΝομ 2010 141,ΜΠρΑθ 97/1990 ΕΝΔ 1991 238, ΑΠ 978/1975 ΕΕΔ 35 88, ΑΠ 187/1970 ΝοΒ 18 927 ↩
- ΜΠρΑθ 1728/2011 Α Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕΦΑΘ 1856/1980 ΕΕΔ 39 454 ↩
- ΕφΑθ 996/2014 Δ/νη 201 1049, ΑΠ 167/2013 ΔΕΕ 2014 408, 4ΕΦΑΘ 5191/1983 ΕΕΔ 42 51, ΕΦΑΘ 1856/1980 ΕΕΔ 39 454 ↩
- ΕΦΑΘ 5192/1983 ΕΕΔ 42 53 ↩
- ΕΦΑΘ 121/1975 ΕΕΔ 34 718 ↩
- Λεων. Ντάσιου Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο τόμ. Α/1 σελ. 613-617 ↩
- Αντιθέτως, συμβάσεις το περιεχόμενο των οποίων είναι ευνοϊκότερο για τον εργαζόμενο είναι καθ’ όλα ισχυρές. ↩
- ΑΠ 553/2008 Α Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 453/1981 ΕΕΔ 40 538, ΑΠ 163/1971 ΕΕΔ20 531, ΑΠ 254/1961 ΕΕΔ 20 720, ΑΠ 304/1964 ΕΕΔ 23 648, ΑΠ 307/1967 ΕΕΔ 36 537 ↩
- ΑΠ 843/2002 Α Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 42/1972 ΕΕΔ 31 587, ΕΦΑΘ 5191/1982 ΕΕΔ42 51 ↩
- ΑΠ 1208/2013 Α Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕΦΛΑΡ 2/1975 ΕΕΔ 34 1532 ↩