Διαταγή πληρωμής επί ατελών ενοχών εξ αξιογράφων
(η ακολουθούσα ανάπτυξη αναφέρεται κυρίως στη συναλλαγματική, καταλαμβάνει, όμως, και άλλα αξιόγραφα εις διαταγήν, ιδίως δε την επιταγή)
Τα αξιόγραφα αποτελούν μία από τις πλέον συνηθισμένες βάσεις για την έκδοση διαταγής πληρωμής, καθώς συνιστούν ιδιωτικά έγγραφα που βεβαιώνουν απαιτήσεις χρηματικές ή χρεωγράφων. Πέραν, μάλιστα, των εγκύρων αξιογράφων είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής και επί ακύρων, κατά μετατροπή τους σε άλλη συγγενή δικαιοπραξία, που υπηρετεί τον ίδιο σκοπό.
Ειδικότερα, συναλλαγματική πάσχουσα ακυρότητα λόγω ελλείψεως κάποιου εκ των απαιτούμενων εκ του νόμου τυπικών στοιχείων είτε λόγω ανεπαρκούς χαρτοσημάνσεώς της είναι δυνατόν να ισχύσει ως εμπορική εντολή πληρωμής (αρ.76αν.δ. 17.7/13.8.1923), εφόσον ιδρύει τριπρόσωπη σχέση (με εκδότη και αποδέκτη εμπόρους), ως απλή έκταξη, ή και ως εμπορικό χρεωστικό ομόλογο (επί διπρόσωπης σχέσεως με τον αποδέκτη τουλάχιστον να διαθέτει την εμπορική ιδιότητα, ανάλογα και η επιταγή, το γραμμάτιο εις διαταγήν). Μεγαλύτερο ενδιαφέρον, πάντως, παρουσιάζει η δυνατότητα μετατροπής ενός αξιογράφου σε αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους (873 Α.Κ.) εκ μέρους του εκδότη ή αποδέκτη του προς τον λήπτη ή εκδότη του. Επί του τελευταίου αυτού ζητήματος σύσσωμη η θεωρία και η νομολογία δέχονται τη λειτουργία του άκυρου αξιογράφου ως αφηρημένης αναγνωρίσεως χρέους.[1] Διαφωνίες ανακύπτουν επί μερικότερων μεν παραμέτρων, υψηλής, ωστόσο, σημασίας.
Καταρχάς στασιάζεται το αν ένα αξιόγραφο λογίζεται σε περίπτωση ακυρότητας ως αναγνώριση χρέους κατά μετατροπή, υπό τις προϋποθέσεις του 182 Α.Κ. (Ολ.Α.Π. 2088/1986, Ε.Εμπ.Δ. 1988/70 – Εφ.Θες. 881/1979, Αρμ. 34/661) ή έχει (και) αυτό τον χαρακτήρα εξ αρχής, κατά συρροή, δηλαδή, προς την αξιογραφική του λειτουργία (Μ.Π.Αθ. 5319/1989, Αρχ.Νομ. 42/142 – Μ.Π.Αθ. 5467/1990, Ελ.Δ. 32/847, με την οποία διαφωνεί ο Μάρκου[2] [3]). Η πρώτη άποψη προβάλλει τη λογική σκέψη πως ένα έγκυρο αξιόγραφο δεν μπορεί παρά να λειτουργεί ως τέτοιο, κατά την δηλωθείσα με αυτό βούληση των ενεχομένων, έτσι ώστε μόνο επί ακυρότητάς του να τίθεται θέμα διασώσεώς του και ανασύρσεως τυχούσας κεκαλυμμένης δευτερευούσης επιθυμίας των μερών (επιθυμίας για λειτουργία του ως εγγράφου άλλης δικαιοπραξίας, της οποίας τα στοιχεία πληροί). Εντούτοις, σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη μόνη η αποδοχή της συναλλαγματικής (ή η έκδοση της επιταγής) εξομοιούται με έγγραφη αφηρημένη υπόσχεση χρέους, έχοντας επικουρικό, φυσικά, ρόλο έναντι του πρωτεύοντος αξιογραφικού, τον οποίο και με κανέναν τρόπο δεν παρεμποδίζει.[4] Έτσι εντείνεται η προστασία του δανειστή, γεγονός που σε καμία περίπτωση δεν αποδοκιμάζει το δίκαιό μας.
Εφόσον δεχθούμε την περί εφαρμογής του 182 Α.Κ. άποψη (η οποία, μάλλον, απαντά συχνότερα στη νομολογία), είναι αυτονόητο πως για την τροπή του ελαττωματικού αξιογράφου σε έγγραφη αφηρημένη υπόσχεση χρέους θα πρέπει να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που το άρθρο αυτό θέτει. Απαιτείται, δηλαδή, το δικαιόγραφο να πληροί όλα τα τυπικά στοιχεία της εν λόγω δικαιοπραξίας (βλ. 873 Α.Κ.), να αγνοούσαν τα μέρη την ύπαρξη λόγου ακυρότητας του και να διαγιγνώσκεται επιθυμία τους να ισχύσει αυτό ως αναγνώριση χρέους. Μερίδα της επιστήμης και της νομολογίας θεωρούν επιβεβλημένη την επίκληση της συνδρομής των προϋποθέσεων αυτών στην αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής (Μ.Π.Αγρ. 53/1987, Αρμ. 41/510 –Α.Π. 1108/80, ΝοΒ 29/508 και Μάρκου[5]). Υποστηρίζεται, όμως, και μάλλον κρατεί και νομολογιακά μετά την Ολ.Α.Π. 2088/1986 (ο.π.), πως κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο, αρκετής ούσης της μνείας της ισχύος του ακύρου αξιογράφου ως αφηρημένης αναγνωρίσεως χρέους, αφού η σχετική βούληση των μερών εικάζεται (τεκμαίρεται) ασφαλώς εκ του τύπου που επέλεξαν («όπως είναι εκείνος της συναλλαγματικής η οποία κατεξοχήν ιδρύει αναιτιώδη σχέση», Α.Π. 2088/1986, βλ. και Εφ.Θεσ. 2837/1987, Ε.Εμπ.Δ. 1989/245).
Έτερο μείζον ζήτημα, εριζόμενο νομολογιακά και θεωρητικά, είναι εκείνο της επέκτασης όλων όσων αναφέρθηκαν και επί αξιογράφων, που ναι μεν δεν πάσχουν ακυρότητα, οι απαιτήσεις, όμως, εξ αυτών έχουν παραγραφεί ή ο κομιστής τους έχει εκπέσει των αναγωγικών του δικαιωμάτων (διαδικαστικά ανενεργείς ενοχές). Και εδώ υποστηρίζονται περισσότερες απόψεις. Η μία δεν δέχεται τέτοια επέκταση θεωρώντας πως για τη μετατροπή δικαιοπραξίας ενός είδους σε άλλου (είδους) το 182 Α.Κ. ορίζει πως αυτή πρέπει να είναι άκυρη[6]. Η άλλη δεν προβαίνει στη διάκριση αυτή, θεωρώντας πως και στις περιπτώσεις αυτές χωρεί έκδοση διαταγής πληρωμής επί τη βάσει της συναγόμενης αναγνώρισης χρέους (Μ.Π.Αθ. 5467/1997,ο.π. -.Μ.Π.Αθ. 5319/1989,ο.π.). Δεν είναι, βέβαια, τυχαίο το ότι θιασώτες της τελευταίας απόψεως είναι εκείνοι που ομιλούν περί της κατά συρροήν και όχι κατά μετατροπή ισχύος ενός αξιογράφου εις διαταγήν ως αφηρημένης αναγνωρίσεως χρέους (καθώς για αυτούς δεν τίθεται ζήτημα πλήρωσης των όρων του 182 Α.Κ.). Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί και μία τρίτη θέση, που δέχεται την επέκταση της μετατροπής και επί παραγεγραμμένων απαιτήσεων εξ αξιογράφων, όχι, όμως και όταν έχουν απολεσθεί τα αναγωγικά δικαιώματα του κομιστή[7] [8].
Συνεχίζοντας την απαρίθμηση των «προβληματικών» ζητημάτων της μετατροπής ενός άκυρου ή διαδικαστικά ανενεργού αξιογράφου σε αφηρημένη αναγνώριση χρέους φθάνουμε στο πλέον ακανθώδες, αυτό της ανάγκης συνδρομής των προϋποθέσεων της κοινής εκχωρήσεως σε περίπτωση που αιτών την έκδοση διαταγής πληρωμής είναι κομιστής του εξ οπισθογραφήσεως. Πιο συγκεκριμένα, εφόσον γίνεται επίκληση ως βάσεως της διαταγής πληρωμής της συμβάσεως αναγνώρισης χρέους, προκειμένου να εκδοθεί αυτή σε όφελος τρίτου κομιστή του άκυρου αξιογράφου, ο τελευταίος οφείλει να αποδείξει πως είναι δικαιούχος της απαίτησης εκ της συμβάσεως αυτής. Καθώς, λοιπόν, η εν λόγω απαίτηση δεν είναι αξιογραφική για να μεταβιβασθεί από τον αρχικό δανειστή σε άλλον πρέπει να μεσολαβήσει εκχώρησή της κατά τα 455 επ. Α.Κ. Κατά την κρατούσα γνώμη ως τέτοια εκχώρηση μπορεί υπό προϋποθέσεις να λογισθεί και η άκυρη (ως συμπαρασυρόμενη από την ακυρότητα του όλου αξιογράφου) οπισθογράφηση με την οποία ο κομιστής ανέλαβε την αξίωση εκ του αξιογράφου. Η οπισθογράφηση εμπεριέχει πρόταση του εκδότη ή λήπτη για τη σύναψη της εκχωρητικής δικαιοπραξίας, η δε παραλαβή του εγγράφου από τον προς ον αυτή γίνεται ή η δικαστική διεκδίκηση από αυτόν των απαιτήσεών του συνιστά αποδοχή (Μ.Π.Αρτ. 20/1996, Αρμ. 96/875). Ιδιαίτερος τύπος δεν απαιτείται εκ του νόμου (αρκεί που η οπισθογράφηση γίνεται πάνω στο αξιόγραφο για να υπάρχει έγγραφο κατά το 623 Κ.Πολ.Δ.).
Κατά τη νομολογία στην οπισθογράφηση είναι αναγκαίο να κατονομάζεται και αυτός προς τον οποίον γίνεται, ώστε να μην υφίστανται αμφιβολίες για το πρόσωπο του εκδοχέως. (ΜΠ.Αρτ. 20/1996,ο.π. –Εφ.Αθ. 11036/1990,ο.π. – Εφ.Αθ. 6428/1994, Ελλ.Δ. 30/1547). Έτσι επί λευκής οπισθογραφήσεως δεν χωρεί μετατροπή της σε εκχώρηση. Η θέση αυτή, όμως, έρχεται σε αντίθεση προς τη γενική αναγνώριση της δυνατότητας εκχωρήσεως εν λευκώ. Όταν η εκχώρηση γίνεται εγγράφως είναι δυνατόν να μην αναγράφεται σε αυτή το όνομα του εκδοχέως, εξουσιοδοτουμένου του λήπτη να το συμπληρώσει (με το δικό του ή τρίτου) εκ των υστέρων[9]. Τούτου λαμβανομένου υπ’όψιν, διερωτώμεθα γιατί να μην μπορεί να ισχύσει η εν λευκώ οπισθογράφηση ως εν λευκώ εκχώρηση, που συμπληρώνεται με τη μεταγενέστερη προσθήκη ονόματος ή και ερμηνευτικά εκ μόνου του γεγονότος ότι εμφανίζεται κάποιος ως κομιστής-εκδοχέας. Η αντίκρουση της πρότασης αυτής δεν είναι δυνατόν να βασισθεί στο αφαιρετικό επιχείρημα ότι απαιτείται βεβαιότητα ως προς το πρόσωπο του εκδοχέως, διότι από πουθενά δεν προκύπτει λόγος αξίωσης μεγαλύτερου βαθμού βεβαιότητος επί εκχωρήσεως ενοχής εξ αξιογράφου εν σχέσει προς τις λοιπές περιπτώσεις εκχωρήσεων. Μόνο για τη διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής, συγκεκριμένα, μπορεί να υποστηριχθεί πως αν το όνομα του εκδοχέως δεν προκύπτει από το ίδιο το αξιόγραφο (ή άλλο έγγραφο) δεν αποδεικνύεται επαρκώς η απαίτηση κατά το 623 Κ.Πολ.Δ. (βλ. σχόλιο Μάρκου, στην Εφ.Αθ. 6428/1994,ο.π.).
Περαιτέρω, είναι αμφισβητούμενο το κατά πόσον η (μη πάσχουσα από κάποιο ελάττωμα) οπισθογράφηση έγκυρου, αλλά διαδικαστικά ανενεργού αξιογράφου μπορεί να θεωρηθεί ως εκχώρηση. Εν προκειμένω, έγκυρης ούσης της οπισθογραφήσεως[10], δεν τυγχάνει εφαρμογής το 182 Α.Κ. (που προϋποθέτει άκυρη δικαιοπραξία). Όμως, με την παραδοχή αυτή δημιουργείται το άτοπο ο δι’ εγκύρου οπισθογραφήσεως κομιστής, στην περίπτωση που η εκ του αξιογράφου απαίτησή του παραγραφεί, να απολαμβάνει πιο περιορισμένη προστασία από τον κομιστή δι’ ακύρου οπισθογραφήσεως. Και οι δύο θα έχουν στα χέρια τους από ένα έγκυρο, αλλά διαδικαστικά ανενεργό αξιόγραφο, τραπέν (κατά τα ανωτέρω) σε αφηρημένη αναγνώριση χρέους. Της απαιτήσεως, όμως, από την κατά μετατροπή σύμβαση δεν θα μπορεί να αποδείξει πως είναι δικαιούχος ο πρώτος, αφού η προς αυτόν οπισθογράφηση ως έγκυρη δε θα μετατρέπεται κατά το 182 Α.Κ. σε εκχώρηση, σε αντίθεση με τον δεύτερο που θα λογίζεται ως εκδοχέας της κρίσιμης απαίτησης, κατόπιν της μετατροπής της ακύρου προς αυτόν οπισθογραφήσεως σε εκχώρηση, και θα μπορεί να προχωρήσει στην έκδοση διαταγής.
Τελειώνοντας, τονίζεται πως στην αίτηση τυχόν τρίτου κομιστή για την έκδοση διαταγής πληρωμής εξ αξιογράφου που ισχύει ως αφηρημένη αναγνώριση χρέους πρέπει να γίνεται και επίκληση του γεγονότος της μετατροπής της οπισθογραφήσεως σε εκχώρηση και της συνδρομής των προϋποθέσεων του 182 Α.Κ. (Εφ.Αθ. 11036/1990,ο.π., Εφ.Αθ. 6428/1994, ο.π., δεν αρκεί, δηλαδή, γενική αναφορά στην ισχύ της οπισθογράφησης ως εκχώρησης, καθώς πρόκειται για δικαιοπραξίες αναφερόμενες σε διαφορετικές απαιτήσεις, η μεν πρώτη στην αξιογραφική, η δε δεύτερη σε εκείνην εκ της αναγνωρίσεως χρέους).
Νίκος Καλαμίτσης
03.03.2005
[1] Η ΕφΛαρ. 233/1999 [ΑρχΝ 2000/523] αντιδιαστέλλει την επιταγή προς τη συναλλαγματική, καταλήγοντας στο ότι η πρώτη μπορεί να μετατραπεί σε αφηρημένη αναγνώριση χρέους μόνον εάν υπάρχει άλλο έγγραφο που περιέχει τη δήλωση αναγνώρισης χρέους ή τέτοια σημείωση βρίσκεται εγγεγραμμένη επί του σώματος της επιταγής. Η άποψη αυτή αναχωρεί από το χαρακτήρα της επιταγής ως εντολής πληρωμής και όχι ως υπόσχεσης πληρωμής (όπως είναι η συναλλαγματική).
[2] Μάρκου Ι.,Δικαιο της Συναλλαγματικής,Εκδ. Κ&Π Σμπίλιας Α.Ε.Β.Ε.,1991,σ.83
[3] Ειδικά για την επιταγή στην Μ.Π.Λαμίας 310/1993, Ε.Εμπ.Δ. 1995/259.
[4] Μπέη Κ., Πολιτική Δικονομία, Εκδ.Αφοί Π.Σάκκουλα,Αθήνα,197,τ.4,σ.173
[5] Μάρκου Ι.,ο.π.,σ.82
[6] Ποδηματά, σε Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Εκδ.Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη,τ.1, σ.1159 και Ρόκκα Ν., Αξιόγραφα, Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1992, σ.67
[7] Μάρκου Ι.,ο.π.,σ.399, όπου ο συγγραφέας μεταβάλλει την προ 316 σελίδων (στο ίδιο πάντα σύγγραμμα) εκφρασθείσα άποψη του, δεχόμενος πλέον τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής και επί παραγεγραμμένων απαιτήσεων εκ συναλλαγματικών.
[8] Ειδικά για την αναγωγική ευθύνη του εκδότη και των οπισθογράφων συναλλαγματικής, όταν έχουν παρέλθει οι σχετικές προθεσμίες, ο Ρόκκας (ο.π.,σ.67) αναφέρει πως δεν μπορεί να αναβιώσει εμμέσως δια της τροπής της σε αναγνώριση-εκ μέρους τους- χρέους, διότι έτσι θα υπερέβαινε τα προβλεπόμενα από το ρυθμιστικό πλαίσιο της συναλλαγματικής όρια και η θέση τους θα καθίστατο δυσχερέστερη.
[9] Κρητικός, εις Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, Αφοι Π. Σάκκουλα, Αθήνα, 1979, σ.574 και Σούρλας, στην Ερμ.Α.Κ., Αθήνα, 1954, τ2β, αρ.455, παρ.35
[10] Προσοχή στο ότι μέχρι το σημείο αυτό αναφερόμενοι σε άκυρο αξιόγραφο ευρισκόμεθα ενώπιον αυτοδικαίως ακύρου οπισθογραφήσεώς του.