Ενεχύραση Επιταγής (εις Διαταγήν)
Το επιτρεπτό ή όχι της ενεχυρικής οπισθογράφησης της επιταγής εις διαταγήν αποτελεί ζήτημα εριζόμενο τόσο στη θεωρία, όσο και στη νομολογία. Από τη σύγκρουση των δύο απόψεων προκύπτει η ακόλουθη αντιπαράθεση επιχειρημάτων.
Οι θιασώτες του αποκλεισμού της δυνατότητας σύστασης ενεχύρου επί της επιταγής με οπισθογράφηση θέτουν ως αφετηρία της επιχειρηματολογίας τους το γεγονός ότι η επιταγή δεν αποτελεί μέσο πίστεως, αλλά πληρωμής, όπως προκύπτει από το όλο ρυθμιστικό πλαίσιο του εν λόγω αξιογράφου και τη σύγκρισή του με τις διατάξεις που αφορούν στη συναλλαγματική, ένα κατεξοχήν πιστωτικό δικαιόγραφο. Ο χαρακτήρας αυτός της επιταγής αποδεικνύεται, κατά κύριο λόγο, από τη συντομότατη προθεσμία εμφάνισής της [άρθρο 29 ν. 5960/1933], αλλά και από πλήθος άλλων διαφοροποιήσεων νομοθετικής αντιμετώπισής της σε σχέση προς τη συναλλαγματική [π.χ. αποκλεισμός αποδοχής, πληρωμή πάντα εν όψει, μόνο τράπεζα μπορεί να είναι πληρωτής, δεν υποβάλλεται σε χαρτοσήμανση]. Η άρνηση της πιστωτικής λειτουργίας της επιταγής καθιστά σαφή την έλλειψη της χρησιμότητάς της ως μέσου εξασφάλισης απαιτήσεων.
Επιπροσθέτως, ενώ για τη συναλλαγματική προβλέπεται ρητά η οπισθογράφηση λόγω ενεχύρου στο άρ.19 ν.5325/1932 [με την προσθήκη σχετικής ρήτρας], ανάλογη ρύθμιση δεν υφίσταται στον ν.5960/1933. Εξ αυτού συνάγεται a contrario πως ο νομοθέτης δεν ήθελε να αναγνωρίσει την ίδια δυνατότητα και για την επιταγή. Μάλιστα, ούτε κατ’αναλογίαν θα μπορούσε να εφαρμοσθει σε αυτή το αρ.19 του νόμου για τη συναλλαγματική, αφού όπου ο νομοθέτης επιθυμούσε την όμοια μεταχείριση των δύο αξιογράφων εκφράστηκε ρητά, εξαλείφοντας τη δυνατότητα εξεύρεσης κενών και κάλυψής τους με τέτοιες ερμηνευτικές μεθόδους [π.χ. όπως και για τη συναλλαγματική έτσι και για την επιταγή υπάρχει ειδική, σαφής ρύθμιση για την πληρεξουσιοδοτική οπισθογράφηση στο αρ.23]. Τέλος, ούτε η 1251 του Α.Κ. τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω, ούσα διάταξη γενικότερης φύσεως έναντι των ειδικών για την επιταγή διατάξεων του ν.5960/1933, που δια της σιωπής τους την παραμερίζουν. 1
Τα ανωτέρω επιχειρήματα αντικρούονται με μια σειρά σκέψεων, που εκκινούν από την κατάδειξη της σύγχρονης πρακτικής σημασίας της επιταγής και ως μέσου πίστεως. Ήδη από το βασικό νόμο προβλέπεται η ύπαρξη έγκυρων μεταχρονολογημένων επιταγών [αρ.28 ν.5960/1933], των οποίων αυτονόητη λειτουργία είναι η πιστωτική. Εξ άλλου, η επισήμανση των διαφορών της από τη συναλλαγματική μένει σε καθαρά επιφανειακό επίπεδο, στο βαθμό που παραβλέπει και την πληθώρα ομοιοτήτων των δύο αξιογράφων, που έιναι έκδηλη στους οικείους θεμελιώδεις νόμους τους. Μάλιστα, αυτή η σύγκλιση των δύο νομοθετικών πλαισίων είναι που επιτρέπει την αναλογική εφαρμογή του 19 ν. 5325/1932 στην επιταγή, καθώς η σιωπή του ν.5960/1933 δεν συνιστά από μόνη της επαρκές έρεισμα περί του αντιθέτου.
Και η μεταγενέστερη, όμως, διάταξη του 1251 Α.Κ. για την ενεχύραση τίτλων σε διαταγή με απλή οπισθογράφηση [χωρίς καν την προσθήκη ειδικής ρήτρας], εκτείνεται σαφώς και επί της επιταγής, λόγω του ότι και ειδικότητα διαθέτει, αφορώσα μόνο στα εις διαταγήν αξιόγραφα, αλλά και δεν προσκρούει σε προγενέστερη αντίθετη ειδική, αφού τέτοια δεν υπάρχει, αλλά συνάγεται ερμηνευτικώς κατ’αυθαίρετο [όπως ελέχθη] τρόπο. Δεν πρέπει, επίσης, να λησμονείται η ρύθμιση του 38 του ν.δ. 17.7/13.8/1923 [που δεν εθίγη από το 41 του Εισαγ.Ν.Α.Κ., αν και υποχώρησε η σημασία της λόγω της επικαλύψεως από το 1251 Α.Κ.], η οποία προβλέπει για τις ανώνυμες εταιρείες τη δυνατότητα ενεχυρικής οπισθογράφησης των εις διαταγήν αξιογράφων αδιακρίτως. Τέλος, με το αρ. 11 του ν.1957/1911, που επιβάλλει τέλος χαρτοσήμου εκ 2,5% επί του ποσού του πινακίου στο οποίο οι τράπεζες υποχρεούνται να καταχωρίζουν τις επιταγές που προσκομίζονται σε αυτές λόγω ενεχύρου, επιβεβαιώνεται η άποψη που τάσσεται υπέρ της ενεχύρασης επιταγής με μόνη την οπισθογράφησή της. 2
Από τη συνοπτική αυτή έκθεση των επιχειρημάτων των δύο απόψεων διαφαίνεται η υπεροχή εκείνης που αναγνωρίζει τη δυνατότητα σύστασης ενεχύρου επί επιταγής εις διαταγήν με οπισθογράφηση. Αφενός, προσαρμόζεται ομαλότερα στην εν τοις πράγμασι χρήση του εν λόγω αξιογράφου [ειδικά του μεταχρονολογημένου], ενισχύοντας την εμπορευσιμότητά του, αφετέρου δε, δεν αρκείται στην εξαγωγή συμπερασμάτων εκ τη σιωπής του νόμου, αλλά επικαλείται ρητές διατάξεις. Κρίνεται, λοιπόν, θεμιτή η επέκταση της ισχύος του 19 ν.5325/1932. Ανεξαρτήτως αυτού, ενεχυρική οπισθογράφηση μπορεί να λάβει χώρα με βάση το 1251 Α.Κ [όπου δεν απαιτείται και αναγραφή ρήτρας ενεχύρου], χωρίς την ανάγκη επίκλησης αναλογίας, γεγονός που γίνεται δεκτό και από ορισμένους πολέμιους της προσφυγής στις διατάξεις του νόμου περί συναλλαγματικής [ΑΠ 208/2000]. Σε κάθε περίπτωση πάντως, χωρεί σύσταση ενεχύρου βάσει των γενικών διατάξεων ενεχύρασης απαιτήσεων [Α.Κ. 1247,1248, συμφωνία ενεχύρασης με συμβολαιογραφικό ή ιδιωτικό έγγραφο βέβαιης χρονολογίας, παράδοση του τίτλου στην οιονεί νομή του δανειστή και γνωστοποίηση στον οφειλέτη].
Νίκος Καλαμίτσης
30.07.2004
_________________________________
- Για την πρώτη αυτήν άποψη: Ρόκκας Ν., Αξιόγραφα, εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλα, 1992,σ.142 – Μάρκου, Δίκαιο της Επιταγής, εκδ. Π.Ν.Σάκκουλα, αρ.23, σ.68 – ΜΠρΑ. 721/2001 ΕΤΡΑΞΧΡΔ 2002, 900 – ΜΠρΚαβάλας 630/2001 ΑρχΝ 2001, 8941 – ΕφΠατρ 68/1999 ΔΕΕ 199, 1157 – ΠΠρΠειρ 4239/2000 ΝοΒ 2000, 1616 ↩
- Για την αναπτυχθείσα δεύτερη άποψη βλ. Μάζη, Εμπράγματη Εξασφάλιση Τραπεζών και Α.Ε., 1983,παρ.18,σ.90, σημ.9 – Τσαντίνη Σπ., Ζητήματα από την ενεχυρική οπισθογράφηση επιταγής, Δ.Ε.Ε.2000, 832 – ΑΠ 270/2001 ΕΕμπΔ 2001, 730 – ΑΠ 248/2001 ΔΕΕ 2001, 888 – ΑΠ269/2001 ΔΕΕ 2002, 308 – Μ.Π.Λευκ. 572/2000 Δνη 2001, 829 ↩