Η Κληρονομική Μερίδα του Ετεροθαλούς Αδελφού
Σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα, όταν δεν υπάρχει διαθήκη, ο αποβιώσας κληρονομείται από τη σύζυγο και τους κατιόντες του (τέκνα, εγγόνια, δισέγγονα κ.ο.κ. – πρώτη τάξη εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής). Η σύζυγος (εφόσον υπάρχει) λαμβάνει το ¼ της κληρονομίας και το υπόλοιπο μοιράζεται στους κατιόντες κατά τα οριζόμενα στο νόμο. Αν δεν υπάρχουν κατιόντες (κληρονόμοι πρώτης τάξης), καλούνται στην κληρονομία οι γονείς και οι αδελφοί του κληρονομουμένου (ή τα τέκνα και/ή τα εγγόνια των αδελφών που έχουν ήδη αποβιώσει ή εκπέσει του δικαιώματος στην κληρονομία – δεύτερη τάξη εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής), με τους οποίους η σύζυγος συντρέχει στο ½ πια της κληρονομίας.
Κατά το άρθρο άρθρο 1814 του Αστικού Κώδικα:
«Στη δεύτερη τάξη καλούνται μαζί οι γονείς του κληρονομουμένου, οι αδελφοί, καθώς και τέκνα και έγγονοι αδελφών που έχουν πεθάνει πριν απ’ αυτόν. Οι γονείς και οι αδελφοί κληρονομούν κατ` ισομοιρία και τα τέκνα ή οι έγγονοι αδελφών που έχουν πεθάνει πριν από τον κληρονομούμενο κληρονομούν κατά ρίζες. Τα τέκνα αδελφού του κληρονομουμένοι που έχει πεθάνει πριν απ` αυτόν αποκλείουν τους εγγόνους της ίδιας ρίζας.»
Οι γονείς, λοιπόν, και οι αδελφοί του κληρονομούμενου (ή τα τέκνα και εγγόνια των προαποβιωσάντων ή εκπεσόντων αδελφών) κληρονομούν κατά ίσα μέρη. Ωστόσο, διαφοροποίηση υπάρχει, όταν κάποιος ή κάποιοι των αδελφών είναι ετεροθαλείς (ή τέκνα ή εγγόνια προαποβιωσάντων ή εκπεσόντων ετεροθαλών αδελφών), ήτοι έχουν μόνον έναν κοινό γονέα με τον κληρονομούμενο. Στην περίπτωση αυτή, το άρθρο 1815 του Αστικού Κώδικα ορίζει ότι:
«Ετεροθαλείς αδελφοί, αν συντρέχουν με γονείς ή με αμφιθαλείς ή με τέκνα ή εγγόνους αμφιθαλών αδελφών, παίρνουν το μισό της μερίδας που ανήκει στους αμφιθαλείς. Το μισό επίσης παίρνουν και τα τέκνα ή οι έγγονοι ετεροθαλών αδελφών που έχουν πεθάνει πριν από τον κληρονομούμενο.»
Καταρχάς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 1815 ΑΚ εφαρμόζεται μόνον όταν στην κληρονομία συντρέχουν ετεροθαλείς αδελφοί με γονείς και/ή αμφιθαλείς αδελφούς (ή τέκνα ή εγγόνια αυτών). Αν κληρονομεί μόνον ετεροθαλής αδελφός (ή περισσότεροι ετεροθαλείς αδελφοί), δεν τίθεται θέμα εφαρμογής της 1815 ΑΚ, καθώς σε αυτόν/αυτούς περιέρχεται το σύνολο της κληρονομίας (πλην αν υπάρχει και σύζυγος, οπότε σε αυτόν/αυτούς καταλήγει το ½ αυτής), επιμεριζόμενο μεταξύ των περισσοτέρων ετεροθαλών αδελφών σε ίσα μέρη. 1
Πέραν τούτου, νομολογία και θεωρία έχουν προβληματισθεί για τον ορθό τρόπο υπολογισμού της κληρονομικής μερίδας του ετεροθαλούς αδελφού, όταν αυτός συντρέχει με γονείς ή αμφιθαλείς αδελφούς (ή τέκνα ή εγγόνια αυτών). Πιο συγκεκριμένα, έχουν υποστηριχθεί δύο θεωρίες:
α. Υποθετικός ή αφηρημένος υπολογισμός: Σύμφωνα με αυτόν, ο ετεροθαλής αδελφός λαμβάνει το ήμισυ της μερίδας που θα έπαιρνε αν ήταν αμφιθαλής. Ειδικότερα, επειδή κατά την 1815 ΑΚ βάση του υπολογισμού της κληρονομικής μερίδας του ετεροθαλούς αδελφού είναι η μερίδα του αμφιθαλούς, η οποία προσδιορίζεται στην 1814 ΑΚ, υποστηρίζεται ότι πρώτα θα πρέπει να προσδιορισθεί η μερίδα που θα έπαιρνε (θεωτηρικώς) ο ετεροθαλής αδελφός, αν ήταν και αυτός αμφιθαλής, και ακολούθως να περιορισθεί αυτή στο μισό. Διαιρείται, δηλαδή, η κληρονομία σε τόσα ίσα μέρη, όσα και οι συντρέχοντες κληρονόμοι της δεύτερης τάξης, ήτοι οι γονείς και οι αδελφοί (είτε αμφιθαλείς είτε ετεροθαλείς). Ακολούθως, το ½ της μερίδας που προκύπτει λογίζεται ως κληρονομική μερίδα του ετεροθαλούς αδελφού. 2
Π.χ. αποβιώνει ο Α χωρίς να αφήσει διαθήκη και καταλείπει εγγύτερους συγγενείς τον αμφιθαλή αδελφό του Β και τον ετεροθαλή αδελφό του Γ. Τα πρόσωπα αυτά καλούνται στην κληρονομία του Α. Διαιρώντας την κληρονομία με τον αριθμό των κληρονόμων προκύπτει κλάσμα 1/2, οπότε η μερίδα του ετεροθαλούς αδελφού Γ ανέρχεται στο ήμισυ αυτού, δηλαδή στο 1/4. Το υπόλοιπο των ¾ ανήκει στον αμφιθαλή αδελφό.
Διαπιστώνουμε πως με τον τρόπο αυτόν ο ετεροθαλής αδελφός λαμβάνει τελικώς ποσοστό υπολειπόμενο του ημίσεος εκείνου που λαμβάνει ο αμφιθαλής (1/4 έναντι 3/4). Τούτο φαντάζει αντίθετο προς τη νομοθετική επιταγή ότι οι ετεροθαλείς αδελφοί λαμβάνουν «το μισό της μερίδας που ανήκει στους αμφιθαλείς». Ωστόσο, οι υποστηρικτές της άποψης αυτής υπογραμμίζουν ότι σκοπός του νομοθέτη ήταν να περιορίσει τη μερίδα των ετεροθαλών αδελφών προς όφελος των αμφιθαλών αδελφών και των γονέων του κληρονομουμένου και όχι να αποδώσει στον πρώτο ακριβώς το μισό εκείνου που λαμβάνει ο αμφιθαλής αδελφός. 3
β. Πραγματικός υπολογισμός: Η δεύτερη θεωρία εκκινεί από τη σκέψη ότι η νομοθετική επιλογή τού περιορισμού της μερίδας του ετεροθαλούς αδελφού στο ήμισυ εκείνης του αμφιθαλούς βασίζεται στο ότι ακριβώς ο πρώτος συνδέεται με τον κληρονομούμενο μέσω ενός μόνον γονέως («μονή» ή «μισή» συγγένεια), ενώ ο δεύτερος μέσω αμφοτέρων των γονέων («διπλή» συγγένεια). 4 Επελέγη, λοιπόν, μια αναλογία 2 (ο αμφιθαλής) προς 1 (ο ετεροθαλής), η οποία αντικατοπτρίζει και τον διπλό ή μονό συγγενικό δεσμό κληρονόμου –κληρονομουμένου, έτσι ώστε ο αμφιθαλής αδελφός να λαμβάνει πάντα το διπλάσιο εκείνου που θα λάβει ο ετεροθαλής και όχι παραπάνω (αφού, άλλωστε, ο ίδιος ο κληρονομούμενος δεν όρισε διαφορετικά με διαθήκη). Για να βρεθεί η κληρονομική μερίδα του κάθε κληρονόμου στην περίπτωση αυτή θέτουμε ως αριθμητή τον αριθμό 1 για κάθε ετεροθαλή αδελφό και 2 για κάθε αμφιθαλή αδελφό ή γονέα και ως παρονομαστή το άθροισμα του διπλασίου του αριθμού των γονέων και αμφιθαλών αδελφών που κληρονομούν και του αριθμού των ετεροθαλών αδελφών (ή με πολύ απλά λόγια για κάθε ετεροθαλή αδελφό προσθέτουμε 1 και για κάθε αμφιθαλή ή γονέα 2) 5.
Στο απλουστευμένο παράδειγμα που παρατίθεται ανωτέρω προκύπτει παρανομαστής: 2 (αμφιθαλής αδελφός Β) + 1 (ετεροθαλής αδελφός Γ) = 3, οπότε ο αμφιθαλής αδελφός λαμβάνει 2/3 και ο ετεροθαλής το 1/3 της κληρονομίας.
Ο τρόπος αυτός υπολογισμού πέραν του ότι αποτελεί εφαρμογή της ανωτέρω παρατιθέμενης σκέψης για το δίκαιο της κατανομής, έχει και το πλεονέκτημα ότι καταλήγει σε μερισμό του συνόλου της κληρονομίας σε ένα μόνο στάδιο υπολογισμών επί πραγματικών δεδομένων και όχι σε περισσότερα στάδια με αναγωγή σε υποθετικό μέγεθος (υποθετική μερίδα αμφιθαλούς) και κυκλική εφαρμογή των διατάξεων του ΑΚ (petitio principii) 6. Δηλαδή, κατά τον υποθετικό ή αφηρημένο τρόπο, αναχωρούμε από την 1814 ΑΚ και τον ίσο μερισμό μεταξύ των εγγυτέρων συγγενών (χωρίς να διακρίνουμε μεταξύ αμφιθαλών και ετεροθαλών αδελφών), για να προχωρήσουμε σε περιορισμό κατά την 1815 ΑΚ του εξαγομένου αποτελέσματος (κλάσματος) ως προς τους ετεροθαλείς αδελφούς και εν συνεχεία να ξαναδιαιρέσουμε το υπόλοιπο με τον αριθμό των λοιπών (πλην ετεροθαλών αδελφών) κληρονόμων προκειμένου να υπολογίσουμε την τελική πραγματική μερίδα του κάθε αμφιθαλούς αδελφού και του κάθε γονέως. Με δυο λόγια, ξεκινάμε από μια αρχική υποθετική κληρονομική μερίδα αμφιθαλούς αδελφού, την οποία ανάγουμε σε βάση υπολογισμού, καίτοι στο τέλος ουδείς θα λάβει αυτήν, καθώς ο μεν ετεροθαλής θα λάβει το μισό αυτής, ο δε αμφιθαλής θα λάβει τη μερίδα εκείνη που θα προκύψει από νέο υπολογισμό (διαίρεση), μετά την αφαίρεση της προσδιορισθείσης μερίδος του ετεροθαλούς. 7 Αντιθέτως, με τον πραγματικό τρόπο υπολογισμού, οι διατάξεις των 1814 και 1815 ΑΚ εφαρμόζονται ταυτοχρόνως σε έναν ενιαίο μαθηματικό υπολογισμό, που εξαρχής οδηγεί στον προσδιορισμό της τελικής, πραγματικής μερίδας εκάστου και εξάντληση της κληρονομίας. Επιπροσθέτως, ενώ με τον υποθετικό τρόπο υπολογισμού ή αναλογία των μερίδων αμφιθαλών – ετεροθαλών αδελφών διαφοροποιείται κατά περίπτωση (αναλόγως του πόσοι συγκληρονόμοι υπάρχουν 8) χωρίς αντικειμενικώς πειστική αιτιολογία, με τη μέθοδο του πραγματικού υπολογισμού καταλήγουμε πάντα σε σταθερή σχέση 2 προς 1 της μερίδας κάθε αμφιθαλούς και κάθε ετεροθαλούς αδελφού, γεγονός που ενισχύει την ασφάλεια δικαίου και διευκολύνει την κατανόηση και εφαρμογή του μερισμού 9. Άλλωστε, αν ο νομοθέτης πράγματι ήθελε ο ετεροθαλής αδελφός να πάρει το μισό αυτού που θα ελάμβανε αν ήταν αμφιθαλής, μπορούσε και όφειλε να διατυπώσει αυτό ξεκάθαρα χρησιμοποιώντας φράση αναλόγου νοήματος (π.χ. «ετεροθαλείς … λαμβάνουσι το ήμισυ της μερίδος αν ήσαν αμφιθαλείς» 10).
Η νομολογία 11 και – ουχί ανεξαιρέτως – η Διοίκηση (φορολογικές αρχές) τάσσονται υπέρ του υποθετικού/αφηρημένου υπολογισμού. Τούτο οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι ο συντάκτης του Αστικού Κώδικα Γεώργιος Μπαλής ερμήνευσε τοιουτοτρόπως την 1815 ΑΚ κατά τα πρώτα χρόνια εφαρμογής του Κώδικα 12. Ωστόσο, οι περισσότεροι θεωρητικοί προκρίνουν τον δεύτερο, πραγματικό τρόπο υπολογισμού, ως δικαιότερο και πλέον σύμφωνο με το πλέγμα των διατάξεων 1814 και 1815 ΑΚ. 13 Αναλογιζόμενοι το ότι η συνύπαρξη αμφιθαλών και ετεροθαλών αδελφών είναι όλο και πιο συχνή στις ημέρες μας από ό,τι στη δεκαετία του ‘40 (όταν υφίστατο, άλλωστε, και η υποτιμητική έννοια του μη γνησίου τέκνου), αλλά και ότι η θεωρία του πραγματικού υπολογισμού φαντάζει πιο εύληπτη και δίκαια στον μέσο κοινωνό 14 (ο οποίος κατανοεί ως απλούστερο τον κανόνα ότι ετεροθαλής παίρνει σε κάθε περίπτωση τα μισά από όσα παίρνει ο αμφιθαλής, και όχι τα μισά από όσα θα έπαιρνε βάσει ενός υποθετικού, νομικίστικου υπολογισμού, με την αναλογία, μάλιστα, να μεταβάλλεται αναλόγως του πόσοι συγκληρονόμοι υπάρχουν), είναι ώριμες οι συνθήκες για μεταστροφή της νομολογίας, ή, ακόμη καλύτερα, για τη ρητή νομοθετική διευκρίνιση του ζητήματος.
Νίκος Καλαμίτσης
20.07.2016
- βλ. Λιβάνης σε Αστικό Κώδικα Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, Κληρονομικό Δίκαιο, τ.9, άρθρο 1815 σ. 407 – Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, τ. Στ΄, ημίτ. Α΄, Αθήνα 2009, άρθρο 1815, σ. 416 ↩
- βλ. Γέωργιο Μπαλή, Κληρονομικόν Δίκαιον, Αφοί Π. Σάκκουλα, Αθήνα 1965, 5η έκδ., §126, σ. 185επ. ↩
- βλ. Βαθρακοκοίλη, ο.π., άρθρο 1815, σ. 416 ↩
- βλ. Λιτζερόπουλο, «Ο τρόπος υπολογισμού της εξ αδιαθέτου κληρονομικής μερίδας των ετεροθαλών αδελφών» εις ΝοΒ 1961, 129 επ., ειδικότερα σ. 137 – Παύλο Φίλιο, Κληρονομικό Δίκαιο: Ειδικό Μέρος, Αντ. Ν. Σακκουλα, 4η έκδ. αναθεωρημένη, Αθήνα-Κομοτηνή 1998, σ. 23 (όπου αναφέρεται «μισή συγγένεια, μισή μερίδα»). ↩
- βλ. Νικ. Παπαντωνίου, Κληρονομικό Δίκαιο, Αφοί Π. Σάκκουλα, Αθήνα 1989, 5η έκδ. αναθεωρημένη, σ. 375 επ. ↩
- βλ. Παπαντωνίου, ο.π., §93 σ. 377 – Ταμπάκη, Αστικός Κώδιξ και αθηματικός Λογισμός, , διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1971, §§17 επ. ↩
- βλ. Λιβάνη, ο.π., άρθρο 1815 σ. 406 ↩
- π.χ., ενώ στο παράδειγμά μας, σύμφωνα με τον υποθετικό υπολογισμό ο αμφιθαλής αδελφός Β λαμβάνει ¾ και ετεροθαλής Γ ¼, σχέση 3 προς 1, αν οι αμφιθαλείς αδελφοί ήταν δύο, θα ελάμβανε έκαστος από 5/12 και ο ετεροθαλής 2/12, σχέση 2,5 προς 1, ενώ αν υπήρχε ένας αμφιθαλής και δύο ετεροθαλείς αδελφοί, ο αμφιθαλής θα ελάμβανε 8/12 και ο κάθε ετεροθαλής από 2/12, σχέση 4 προς 1. Κι αν στα παραδείγματα αυτά η αναλογία διακυμαίνεται με μόνη της προσθαφαίρεση ετεροθαλών και/ή αμφιθαλών αδελφών, αξιοσημείωτο είναι ότι αρκεί να καλείται στην κληρονομία ένας ή και οι δύο γονείς, για να αλλάξει η αναλογία, ακόμη και αν διατηρήσουμε ίδιο τον αριθμό κάθε κατηγορίας αδελφών. ↩
- βλ. Αστ. Γεωργιάδη, ΕρμΑΚ 1814-1815, αρ. 67 και 68 – Παπαντωνίου, ο.π., §93 σ. 377 ↩
- βλ. Εμμανουήλ Λιαδάκη, «Η διάταξη του άρθρου 1815 του Α.Κ. που η νομολογία την καθιστά άδικη», Νοτάριος σ. 41. – Χαρακτηριστικό είναι ότι ο ίδιος ο Γεώργιος Μπαλής, θεμελιωτής της κρατούσας στη νομολογία ερμηνευτικής εκδοχής, χρησιμοποιεί χηρσιμοποιεί όμοια φράση («εάν ήτο αμφιθαλής») για να υποστηρίξει τη θέση του, καίτοι αυτή δεν απαντάται στο νόμο (βλ. Γεώργιο Μπαλή, ο.π., §126, σ. 186). ↩
- ΟλΑΠ 492/1960 ΝοΒ 9, 169 – ΑΠ 82/1969 ΝοΒ 17, 662 – ΕφΑΘ 2752/1998 ΕλλΔνη 1998, 643 – ΕφΑΘ 9459/1979 ΝοΒ 28, 1181 – ΜΠρΠειρ 2202/2013 Δνη 2014, 259. Αλλιώς ΑΠ 15/1947 Θ ΝΗ΄, 55 που δέχεται τον πραγματικό υπολογισμό. ↩
- βλ. Γέωργιο Μπαλή, ο.π., §126, σ. 185 επ. ↩
- βλ. Λιτζερόπουλο, ο.π. – Παπαντωνίου, ο.π., §93 σ. 376 – Αστ. Γεωργιάδη, ΕρμΑΚ 1814-1815 – Φίλιος, ο.π. σ. 23 ↩
- βλ. Λιαδάκη, ο.π. ↩