Σωτήριος Καλαμίτσης

Εταιρεία Δικηγόρων

Κήρυξη Αξιογράφου Ανίσχυρου

  1. Η διαδικασία κήρυξης αξιογράφου ανίσχυρου κατά τον ΚΠολΔ

Η δικαστική διαδικασία κήρυξης αξιογράφου 1 ως ανίσχυρου υπάγεται στην εκούσια δικαιοδοσία, καθώς δεν πρόκειται περί ιδιωτικής διαφοράς. 2 Ρυθμίζεται από τα  843 επ. και 850 επ. ΚΠολΔ. Η διαδικασία αυτή έχει θεσπιστεί συλλήβδην για όλα 3 τα αξιόγραφα, με εξαίρεση τα τοκομερίδια και τα μερισματόγραφα (895 ΑΚ), και όχι για μη αξιογραφικά έγγραφα 4. Κατά την πάγια διατύπωση της νομολογίας 5 «ως αντικείμενο της δίκης  που ανοίγεται κατ’ άρθρον 850 επ. είναι η δικαστική λήψη των αναγκαίων μέτρων για να αποτραπεί η παροχή σε μη δικαιούχο της αξίας που έχει ενσωματωθεί σε αξιόγραφο, το οποίο κλάπηκε, χάθηκε ή καταστράφηκε ή αντιστρόφως, να υποχρεωθεί ο οφειλέτης να εκδώσει νέο αξιόγραφο, σε αντικατάσταση εκείνου που τυχαίως καταστράφηκε». Νομιμοποιούμενος να κινήσει την όλη διαδικασία είναι σε κάθε περίπτωση ο δικαιούχος εκ του αξιογράφου (851 ΚΠολΔ), δηλαδή 6:

  • στα ονομαστικά αξιόγραφα ο κατονομαζόμενος στο κείμενο του εγγράφου δικαιούχος 7,
  • στα αξιόγραφα στον κομιστή ο τελευταίος νόμιμος κομιστής – κάτοχος που νομιμοποιείτο από αδιάκοπη σειρά τυπικά έγκυρων οπισθογραφήσεων
  • στα ανώνυμα αξιόγραφα ο τελευταίος νόμιμος κομιστής – κάτοχος.

  1. Το πρώτο στάδιο: πρόσκληση για αναγγελία δικαιώματος

Η διαδικασία αναπτύσσεται σε δύο διακριτά στάδια. Στο πρώτο, ο δικαιούχος υποβάλλει αίτηση στο δικαστήριο για την κίνηση της διαδικασίας. Στην αίτησή του ο δικαιούχος θα πρέπει, πέραν των υποχρεωτικών στοιχείων που απαιτούνται για κάθε δικόγραφο (118 ΚΠολΔ), να αναφέρει 8:

  • το ουσιώδες περιεχόμενο του απολεσθέντος αξιογράφου 9, δηλαδή τα τυπικά εκείνα στοιχεία που καθιστούν το αξιόγραφο έγκυρο (852 ΚΠολΔ),
  • τα πραγματικά περιστατικά απώλειας, κλοπής ή καταστροφής του αξιογράφου (τα οποία πιθανολογούνται, 853 ΚΠολΔ),
  • επίκληση της αδυναμίας ανάκτησης του εγγράφου και
  • την νομιμοποίηση και το έννομο συμφέρον.

Η αίτηση υποβάλλεται στο Ειρηνοδικείο του τόπου πληρωμής ή αν δεν προβλεπόταν τέτοιος στον τόπο της κατοικίας ή της έδρας του εκδότη, και αν δεν έχει κατοικία στον τόπο διαμονής (851§1 ΚΠολΔ). Ο αιτών φέρει το βάρος απόδειξης 10 της κλοπής, απώλειας ή καταστροφής του αξιογράφου, χωρίς, όμως, να απαιτείται πλήρης απόδειξη, καθώς αρκεί  πιθανολόγηση (853 ΚΠολΔ). Στην περίπτωση που το δικαστήριο κάνει δεκτή την αίτηση, εκδίδει απόφαση προσκλήσεως για αναγγελία δικαιώματος (854§1 ΚΠολΔ) Καλεί, δηλαδή, όποιον κατέχει το αξιόγραφο να το καταθέσει στη γραμματεία του δικαστηρίου και παράλληλα προβλέπει στο κείμενο της απόφασης τις δυσμενείς συνέπειες που θα επέλθουν εφόσον ο κάτοχος δεν αναγγείλει εγκαίρως το δικαίωμά του (στην προκειμένη περίπτωση η μη αναγγελία συνεπάγεται αυτοδίκαιη απώλεια της ισχύος του εγγράφου). Η απόφαση 11 αυτή δημοσιεύεται στον τύπο – και συγκεκριμένα σε μια ή περισσότερες εφημερίδες – ή όπου αλλού ορίσει το δικαστήριο , καθώς και στο τεύχος ΑΕ & ΕΠΕ & ΓΕΜΗ της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως 12 (854§2 ΚΠολΔ). Η προθεσμία για την αναγγελία εκκινεί από την τελευταία χρονικά δημοσίευση και η διάρκειά της, η οποία καθορίζεται από το δικαστήριο, δεν δύναται να είναι μικρότερη των εξήντα [60] ημερών.

  1. Το δεύτερο στάδιο: ακύρωση του αξιογράφου

Σε περίπτωση που κάποιος αναγγελθεί εντός της ταχθείσης προθεσμίας ως δικαιούχος του αξιογράφου και το καταθέσει στη γραμματεία του δικαστηρίου, γεννιέται ιδιωτική διαφορά και το δικαστήριο αναβάλλει τη διαδικασία μέχρι την επίλυση της διαφοράς μέσω της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας (856 και 848.1 ΚΠολΔ).

Εάν η προθεσμία που έταξε το δικαστήριο παρέλθει χωρίς να πραγματοποιηθεί αναγγελία, ο αιτών πρέπει να υποβάλει νέα αίτηση εντός τριάντα (30) ημερών από την πάροδο της προθεσμίας, ώστε να εκδοθεί οριστική απόφαση που θα κηρύσσει τον απολεσθέντα τίτλο ανίσχυρο. (847.1 ΚΠολΔ) Σε περίπτωση μη αναγγελίας το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να εκδώσει απόφαση που να κηρύσσει το αξιόγραφο ανίσχυρο (857 ΚΠολΔ), απόρριψη της αιτήσεως νοείται μόνο σε περίπτωση αναγγελίας τρίτου ως δικαιούχου ή σε περίπτωση παρέμβασης τρίτου με αίτημα την απόρριψη της αίτησης 13. Η απόφαση δεν τυγχάνει της ίδιας δημοσιότητας με τη μη οριστική απόφαση προσκλήσεως για αναγγελία δικαιώματος, αντιθέτως δημοσιεύεται μόνον περίληψη αυτής. 14

Όταν η απόφαση αυτή καταστεί αμετάκλητη, ο δικαιούχος του απολεσθέντος αξιογράφου μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματά  που είχαν ενσωματωθεί στο απολεσθέν αξιόγραφο. 15 Έτσι, η εκδοθείσα απόφαση έχει διττό αποτέλεσμα 16: α. αποδυναμώνει τον απολεσθέντα τίτλο, ο οποίος πλέον δεν είναι αξιόγραφο, και ο κομιστής του, ακόμα και ο καλόπιστος, δεν μπορεί να ασκήσει οποιαδήποτε δικαιώματα απορρέουν από το έγγραφο, β. ο ανίσχυρος πλέον τίτλος αντικαθίσταται από την δικαστική απόφαση. Επομένως, η απόφαση αυτή έχει διφυή 17 νομικό χαρακτήρα. Είναι ταυτόχρονα αναγνωριστική και διαπλαστική. Με την έκδοσή της, ο δικαιούχος αντικαθιστά το απολεσθέν αξιόγραφο με την δικαστική απόφαση και μπορεί με βάση αυτήν (τεκμήριο τυπικής νομιμοποιήσεως) να ασκήσει τα κατά το ουσιαστικό δίκαιο δικαιώματά του. Όμως, η απόφαση αυτή νομιμοποιεί μόνον τυπικά τον αιτούντα και δεν υποκαθιστά την ουσιαστική δικαιοκτησία, την ανυπαρξία της οποίας φέρει το βάρος να αποδείξει εκείνος που την επικαλείται. 18 Ο αιτών έχει τη δυνατότητα να σωρεύσει στην αίτησή του περί κήρυξης του αξιογράφου ως ανίσχυρου και τα εξής αιτήματα 19: α. αντικατάσταση του τίτλου κατ’ άρθρο 896 ΑΚ και β. καταβολή της παροχής (αιτήματα των οποίων την εκπλήρωση μπορεί να αξιώσει μόνο όταν η απόφαση καταστεί αμετάκλητη).

Σπύρος Μίχας

31.07.2015

  1. Τα Αξιόγραφα διακρίνονται από τη νομική θεωρία στα υπό ευρεία και στα υπό στενή έννοια αξιόγραφα. Ως υπό ευρεία έννοια αξιόγραφο νοείται ένα έγγραφο το οποίο ενσωματώνει κατά τέτοιο τρόπο ένα δικαίωμα, ώστε η άσκηση του δικαιώματος από τον δικαιούχο να καθίσταται αδύνατη χωρίς την κατοχή του εγγράφου. Ωστόσο, το εμπράγματο δικαίωμα στο χαρτί του εγγράφου εξακολουθεί να είναι πλήρως διακριτό από το ενσωματωμένο στο χαρτί δικαίωμα, το οποίο μεταβιβάζεται όπως όλα τα δικαιώματα, δηλαδή με εκχώρηση. Ως υπό στενή έννοια αξιόγραφο νοείται το έγγραφο το οποίο ενσωματώνει κατά τέτοιο τρόπο ένα δικαίωμα ώστε, πέραν της ανάγκης κατοχής του εγγράφου για την άσκηση, το ενσωματωμένο δικαίωμα «εμπραγματώνεται». Δηλαδή, το εμπράγματο δικαίωμα στο χαρτί ταυτίζεται με το ενσωματωμένο (ενοχικό – συμμετοχικό) δικαίωμα με αποτέλεσμα η μεταβίβαση του χαρτιού να συνεπάγεται μεταβίβαση του δικαιώματος με βάση τους κανόνες του εμπράγματου δικαίου περί κινητών πραγμάτων (συμφωνία και παράδοση) και όχι τις διατάξεις για την εκχώρηση δικαιώματος (ουσιαστικά το ενσωματωμένο δικαίωμα ακολουθεί το εμπράγματο δικαίωμα επί του εγγράφου). Στα υπό ευρεία έννοια θα μπορούσαν να καταταγούν τα ονομαστικά αξιόγραφα (έκταξη), ενώ στα υπό στενή έννοια κατατάσσονται τα ανώνυμα (ανώνυμες μετοχές) και τα εις διαταγήν αξιόγραφα (επιταγή, συναλλαγματική). Η ονομαστική μετοχή θα μπορούσε να καταταγεί στα ονομαστικά αξιόγραφα, ωστόσο ο νόμος περιλαμβάνει ειδικές ρυθμίσεις (πχ ειδικές προϋποθέσεις μεταβίβασης) οι οποίες αποκλίνουν από τα θεωρητικά χαρακτηριστικά των υπό ευρεία έννοια αξιογράφων, καθιστώντας έτσι την ονομαστική μετοχή ένα ιδιόμορφο ονομαστικό αξιόγραφο.
  2. βλ. Μπαλογιάννη, εις Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2008, σ. 434 – Αβανιτάκη, εις Κεραμεύς-Κονδύλης-Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα 2000, τόμος Β, σ. 1625
  3. βλ. Αρβανιτάκη, ο.π., σ. 1623
  4. βλ. Κουσούλη, εις Δίκαιον Ανώνυμης Εταιρείας, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2004, τεύχος Β, σ. 57
  5. βλ ΜΠρΘεσσαλ 1625/2013, ΕφΠειρ 322/2014, ΜΠρΑθ 856/2012, ΕφΠατρ 169/2009 εις ΝΟΜΟΣ
  6. βλ. Κουσούλη, ο.π., σ. 58 – Μπαλογιάννη, οπ, σ. 434 – Κιάντου-Παμπούκη, Δίκαιο Αξιογράφων, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα 2012, σ. 48
  7. (βλ. και υποσημείωση 1 όπως και το αντικείμενο της δίκης όπως το ορίζει η νομολογία) Η κήρυξη ονομαστικού αξιογράφου ως ανίσχυρου, αν και προβλέπεται στο νόμο, είναι περιορισμένης πρακτικής χρησιμότητας σε σχέση με τα ανώνυμα αξιόγραφα. Και τούτο διότι η κήρυξη του αξιογράφου ως ανίσχυρου και η έκδοση νέου θα απαιτείται κυρίως στις περιπτώσεις όπου ο οφειλέτης έχοντας γνώση της απώλειας του ονομαστικού αξιογράφου αρνείται (ενδεχομένως καταχρηστικά) να εκπληρώσει την παροχή μέχρι την εμφάνιση του εγγράφου. Η απώλεια του ονομαστικού αξιογράφου δεν συνεπάγεται σοβαρό κίνδυνο απώλειας του δικαιώματος και άσκησής του από τρίτο, όπως στα υπό στενή εννοία αξιόγραφα. Τούτο διότι για την άσκηση του δικαιώματος που είχε ενσωματωθεί στο απολεσθέν ονομαστικό αξιόγραφο απαιτείται να εμφανίσει ο τρίτος το έγγραφο και, επίσης, να αποδείξει συντελεσθείσα εκχώρηση, η οποία στα ονομαστικά αξιόγραφα γίνεται με έγγραφη συμφωνία στο σώμα του εγγράφου. Δηλαδή, απαιτείται να έχει προηγηθεί πλαστογραφία της υπογραφής του αληθινού δικαιούχου. Μια τέτοια περίπτωση θα είναι οριακή και ο αληθινός δικαιούχος, υπό κανονικές συνθήκες, δεν αναμένεται να έχει ιδιαίτερες δυσκολίες να αμυνθεί και να αποδείξει την πλαστογραφία και την ενδεχόμενη απόπειρα εξαπάτησης.
  8. βλ. Μπαλογιάννη, ο.π., σελ 435 – Βούτση, Δίκαιον Αξιογράφον, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα 1989, σελ 52-53
  9. Δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται όλα τα τυπικά στοιχεία που απαιτεί ο νόμος, αλλά μόνον το «ουσιώδες περιεχόμενο του αξιογράφου». Έτσι μπορεί να ζητηθεί η κήυρξη του ανίσχυρου λευκής επιταγής ή συναλλαγματικής, βλ ΜΠρΑθ 856/2012, ΕφΠατρ 169/2009 εις ΝΟΜΟΣ – η έλλειψη τυπικών στοιχείων δεν καθιστά την αίτηση αόριστη, καθώς το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως να διατάξει τη συμπλήρωσή τους (744 ΚΠολΔ), βλ και ΕφΠειρ 322/2014, ΑΠ 52/2000.
  10. βλ. Κιάντου-Παμπούκη, ο.π., σελ 48 – Βούτση, ο.π., σ. 53
  11. Η δικονομική φύση της οποίας (οριστική ή μη, προσβολή της με ένδικα μέσα κοκ) αμφισβητείται, βλ περισσότερα εις  Μπαλογιάννη, οπ, σελ 436, Κιάντου-Παμπούκη, οπ σελ 49
  12. Η οποία πλέον έχει καταργηθεί με το άρθρο 2 ν. 4250/2012 και ισχύει μόνο η υποχρέωση δημοσιότητας στο ΓΕΜΗ.
  13. ΜΠρΘεσσαλ 1625/2013 εις ΝΟΜΟΣ
  14. ΑΠ 1661/1995 εις ΝΟΜΟΣ
  15. Ο τρίτος που είχε στην κατοχή του τα αξιόγραφα πρέπει είτε να αναγγείλει το δικαίωμά του είτε να παρέμβει και να ζητήσει απόρρψη της αιτήσεως είτε να ασκήσει τριτανακοπή κατά της εκδοθείσας απόφασης, δεν μπορεί να ασκήσει έφεση. Βλ ΕφΑθ 4941/2009 εις ΝΟΜΟΣ.
  16. βλ. Κιάντου-Παμπούκη, οπ, σελ 46
  17. βλ. Αρβανιτάκη, οπ, σελ 1628 – Κιάντου-Παμπούκη, οπ, σελ 50 – Βούτση, οπ, σελ 55
  18. βλ. Ρόκα, ο.π., σ. 36 – Αρβανιτάκη, ο.π., σ. 1629
  19. ΜΠρΡοδ 544/2009 εις ΝΟΜΟΣ