Σωτήριος Καλαμίτσης

Εταιρεία Δικηγόρων

Καταναλωτής στις επαγγελματικές / επιχειρηματικές πιστώσεις

Κατά το άρθρο 1§4 του νόμου 2251/1994 με τον όρο καταναλωτής νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (ή ένωση προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα), το οποίο προμηθεύεται προϊόντα ή υπηρεσίες και των οποίων κάνει «τελική χρήση» αποτελώντας τον «τελικό αποδέκτη» τους. Εφαλτήριο για την ψήφιση του ελληνικού νόμου απετέλεσε η ευρωπαϊκή Oδηγία 93/13, η οποία αφορά στην προστασία των καταναλωτών από καταχρηστικές ρήτρες, τις οποίες ο προμηθευτής έχει (θεωρητικά) τη δύναμη να επιβάλλει μονομερώς και χωρίς προηγηθείσα διαπραγμάτευση στον διαπραγματευτικά αδύναμο καταναλωτή. 1

Ο ορισμός του καταναλωτή διαφέρει στα δύο νομοθετικά κείμενα. Σε αντίθεση με τον ελληνικό νόμο, η Οδηγία έχει στενότερο υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής, καθώς σε αυτήν ο καταναλωτής δεν νοείται ευρέως, όπως στον ελληνικό νόμο, αλλά αντιθέτως ως καταναλωτές νοούνται μόνον τα πρόσωπα τα οποία ενεργούν για σκοπούς οι οποίοι δεν σχετίζονται με τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες. Ως κριτήριο, δηλαδή, για την απόδοση σε ένα πρόσωπο της ιδιότητας του καταναλωτή χρησιμοποιείται ο σκοπός για τον οποίο ενεργεί το πρόσωπο και το εάν ενεργεί για να εξυπηρετήσει προσωπικές ή επιχειρηματικές/εμπορικές του ανάγκες. Ο ελληνικός νόμος, από την άλλη, για να αποσαφηνίσει την έννοια του καταναλωτή δεν χρησιμοποιεί το ίδιο κριτήριο, αλλά, αντιθέτως, κριτήριο για να χαρακτηρισθεί ένα πρόσωπο ως καταναλωτής, όπως προκύπτει από το γράμμα του νόμου, είναι μόνον το εάν αυτός είναι τελικός αποδέκτης των προϊόντων ή υπηρεσιών και εάν κάνει τελική χρήση αυτών. Απαιτείται, δηλαδή, να μην διαθέτει τα προϊόντα και/ή να μη χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες ως μεταπωλητής/ενδιάμεσος σε δευτερογενή αγορά καταναλωτών.

Η ως άνω ευρεία έννοια του καταναλωτή γίνεται δεκτή από το μεγαλύτερο τμήμα της θεωρίας 2 και της νομολογίας 3. Ωστόσο, υποστηρίζεται και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία ορθότερη είναι η στενή ερμηνεία της έννοιας του καταναλωτή, κατά την οποία εξαιρούνται αυτής (συνεπώς και της αυξημένης προστασίας) οι έμποροι / επιχειρηματίες και γενικά όλα εκείνα τα πρόσωπα τα οποία προμηθεύονται αγαθά και υπηρεσίες στο πλαίσιο των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων.

Κύριο επιχείρημα της άποψης αυτής είναι πως η στενή αυτή έννοια του καταναλωτή εναρμονίζεται με τον ορισμό του καταναλωτή που απαντάται στις οικείες ευρωπαϊκές Οδηγίες, η δε ερμηνεία του ελληνικού νόμου θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις Οδηγίες αυτές 4 Η θέση αυτή, όμως, παραγνωρίζει το γεγονός πως οι αρχικές ευρωπαϊκές Οδηγίες ήταν Οδηγίες ελάχιστης εναρμόνισης, επιτρέποντας, έτσι, στα Κράτη Μέλη να θεσπίσουν αυστηρότερες και πιο προστατευτικές διατάξεις, πράγμα το οποίο και έπραξε ο έλληνας νομοθέτης υιοθετώντας ευρύτερο ορισμό του καταναλωτή, προστατεύοντας συνειδητά ακόμη και τους εμπόρους και επαγγελματίες που ενεργούν ως τελικοί αποδέκτες προϊόντων και υπηρεσιών και κάνουν χρήση αυτών για ίδιες ανάγκες (έστω και επαγγελματικές). 5Χαρακτηριστικά, στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αναφέρεται πως «οι νομοθετικοί ορισμοί είναι ευρύτατοι… Με τους ορισμούς που προτείνονται ο νόμος αποκτά πλήρη δυνατότητα εφαρμογής όπου υπάρχει αντίστοιχη νομοθετική ρυθμιστική ανάγκη». 6 Με την επιλογή του αυτή ο έλληνας νομοθέτης θέλησε να διασφαλίσει την ευρύτερη δυνατή προστασία, περιλαμβάνοντας στο πεδίο αυτής όχι μόνον τους μη εμπόρους καταναλωτές, αλλά και τους εμπόρους και επιχειρηματίες οι οποίοι αποτελούν τελικούς αποδέκτες και χρήστες των προϊόντων και υπηρεσιών που προμηθεύονται/λαμβάνουν και ως προς τις οποίες δεν αποτελούν μεσολαβητές προς τρίτους ή ενδιάμεσους προμηθευτές σε επόμενο στάδιο της αγοράς. Η επιλογή αυτή δικαιολογείται κυρίως από την αντίληψη πως στην ελληνική πραγματικότητα όλοι οι καταναλωτές, είτε πρόκειται για μη εμπόρους είτε για εμπόρους, λειτουργούν ερασιτεχνικά όταν πρόκειται περί προϊόντων των οποίων αποτελούν τους τελικούς αποδέκτες. 7 Το κριτήριο του τελικού αποδέκτη εφαρμόζεται οποτεδήποτε τίθεται ζήτημα εφαρμογής του νόμου και μπορεί να ισχύσει ακόμη και υπέρ ΝΠΔΔ (δήμοι κτλ.), όταν δρουν ως ιδιώτες. 8

Ένα άλλο επιχείρημα της μη κρατούσας άποψης αντλήθηκε με αφορμή την αναθεώρηση του νόμου για την προστασία του καταναλωτή με τον νόμο 3587/2007 (για την ενσωμάτωση της  Οδηγίας 2008/48), ότε και προστέθηκε νέο εδάφιο στον ορισμό του καταναλωτή, που ορίζει πως και το πρόσωπο που εγγυάται υπέρ του καταναλωτή θεωρείται καταναλωτής, αλλά μόνον υπό την προϋπόθεση πως ο εγγυητής αυτός δεν δρα προς εξυπηρέτηση των επιχειρηματικών ή εμπορικών του δραστηριοτήτων. Εκ της προσθήκης αυτής εξήχθη επιχείρημα  υπέρ της στενής προσέγγισης της έννοιας του καταναλωτή, με το σκεπτικό ότι με την νέα ρύθμιση δημιουργείται μια αντίθεση ανάμεσα στην γενικώς παρεχόμενη προστασία υπέρ του καταναλωτή, ο οποίος νοείται ευρέως, και στην ειδική προστασία του εγγυητή, ο οποίος αποκτά την ιδιότητα του καταναλωτή και τυγχάνει της αντίστοιχης προστασίας υπό αυστηρότερες προϋποθέσεις. Υποστηρίχθηκε, λοιπόν, ότι, επειδή πρόθεση του κοινοτικού νομοθέτη ήταν να διασφαλίσει την προστασία και του εγγυητή (μη τελικού αποδέκτη – χρήστη των προϊόντων υπηρεσιών),  θα πρέπει να γίνει σύμφωνη με την Οδηγία διορθωτική ερμηνεία της εγχώριας διάταξης, ώστε ο εγγυητής να απολαμβάνει της προστασίας του καταναλωτή με τις προϋποθεσεις που ισχύουν και για κάθε άλλο συναλλασσόμενος 9.  Από τη στιγμή, όμως, που ο σκοπός του νόμου και η βούληση του ιστορικού νομοθέτη είναι να παρέχουν την ευρύτερη δυνατή προστασία, δεν γίνεται να δικαιολογηθεί μια στενή ερμηνεία λόγω της προσθήκης και μόνον του εδαφίου για τον εγγυητή. Άλλωστε, τυχόν αναντιστοιχία μεταξύ προστασίας του καταναλωτή εν γένει και του εγγυητή ειδικώς, μπορεί και πρέπει να αρθεί με την παροχή της ευρύτερης προστασίας σε όλους, καθώς τούτο είναι περισσότερο σύμφωνο με το πνεύμα του ελληνικού νόμου, η δε σχετική προσθήκη στο κείμενο του νόμου έγινε προς όφελος των προσώπων που έχουν εγγυηθεί υπέρ τρίτων, ακριβώς για να παρακαμφθεί το γεγονός πως τα πρόσωπα αυτά δεν αποτελούν τους τελικούς αποδέκτες των προϊόντων / υπηρεσιών, εξ ου και κατά το γράμμα της διάταξης θα μπορούσε να θεωρηθεί πως δεν δικαιούνται προστασίας.

Ένα τελευταίο επιχείρημα της άποψης υπέρ της στενής ερμηνείας της έννοιας του καταναλωτή, αναχωρεί από το γεγονός πως οι νεότερες ευρωπαϊκές Οδηγίες, που και αυτές ορίζουν στενά την έννοια του καταναλωτή (όπως π.χ. η Οδηγία για την προστασία της καταναλωτικής πίστης 2008/48/ΕΚ 10), είναι πλήρους εναρμόνισης και τα Κράτη Μέλη δεν δύνανται να θεσπίσουν διατάξεις με μεγαλύτερο υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής 11. Το επιχείρημα αυτό είναι αλυσιτελές. Οι νεότερες Οδηγίες δεν αφορούν στη γενική προστασία του καταναλωτή, όπως η Οδηγία 93/13, αλλά άπτονται ειδικών ζητημάτων(όπως π.χ, οι καταναλωτικές συμβάσεις μεταξύ 200 και 75.000 ευρώ), για τα οποία και μόνον εκρίθη σκόπιμο να υιθετηθεί διαφορετικός ορισμός του καταναλωτή. Η μη κρατούσα γνώμη παραβλέπει αυτή την «ειδικότητα» των εν λόγω Οδηγιών, ως, επίσης, παραβλέπει και άλλες Οδηγίες που αφορούν και αυτές σε ειδικά ζητήματα, όπου ο καταναλωτής ορίζεται ευρέως ή ακόμη ευρύτερα και από την Οδηγία 93/13 (βλ. τις Οδηγίες για προστασία της υγείας των καταναλωτών). Επομένως, οι επιμέρους ορισμοί του καταναλωτή σε ειδικές διατάξεις που παρέχουν ειδική προστασία δεν μπορούν να επηρεάσουν την ερμηνεία του νομοθετικού όρου σε μια διάταξη, η οποία στοχεύει στο να παρέχει γενική και ευρεία προστασία.

Επομένως, η κρατούσα άποψη περί της ευρείας εννοίας του καταναλωτή που δικαιούται προστασίας φαντάζει ορθότερη, είναι δε σίγουρα η μόνη σύμφωνη με το γράμμα του ελληνικού νόμου. Αποδοχή της άποψης αυτής συνεπάγεται πως π.χ. έμπορος ηλεκτρικών ειδών που λαμβάνει τραπεζικό δάνειο για την επιχείρησή του θεωρείται ως καταναλωτής, καθώς η λήψη χρημάτων από το πιστωτικό ίδρυμα πραγματοποιείται για ιδία χρήση αυτών από τον έμπορο. Το γεγονός πως ο έμπορος αποσκοπεί με τη λήψη του δανείου να επεκτείνει την επιχείρησή του δεν ενδιαφέρει. Αρκεί το γεγονός και μόνον πως ο έμπορος αποτελεί τελικό αποδέκτη και χρήστη της χρηματικής παροχής για να καθίσταται καταναλωτής απέναντι στο πιστωτικό ίδρυμα, οπότε και θα εφαρμοστούν όλες οι διατάξεις περί καταχρηστικότητας των ΓΟΣ στην μεταξύ εμπόρου και πιστωτικού ιδρύματος σύμβαση. Με το ισχύοντα ορισμό του ελληνικού νόμου ο έμπορος ηλεκτρικών ειδών δεν θεωρείται καταναλωτής μόνο στην περίπτωση της προμήθειας των ηλεκτρικών ειδών τα οποία μεταπωλεί σε τρίτους. Απ’ την άλλη, η παροχή από πιστωτικό ίδρυμα τραπεζικών χορηγήσεων καθιστά πάντα καταναλωτή τον συμβαλλόμενο του πιστωτικού ιδρύματος, καθώς δεν νοείται διαμεσολάβηση στις τραπεζικές χορηγήσεις πλην των ίδιων των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Τα ανωτέρω αποσαφηνίζονται εύγλωττα στην πρόσφατη απόφαση 13/2015 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, χωρίο της οποίας παρατίθεται ως κατακλείδα:

«Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 περ. α’ του ν. 2251/1994 “προστασία καταναλωτών”, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ. 5 του ν. 3587/2007, καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους. Η θεσπισθείσα με τον άνω νόμο έννοια του καταναλωτή διηύρυνε τον κύκλο των προσώπων στα οποία παρέχεται η προβλεπόμενη από αυτόν προστασία, σε σχέση με τον κύκλο αυτών στα οποία αφορά η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993, σε εφαρμογή της οποίας εκδόθηκε, και στα οποία παρείχε προστασία και ο προϊσχύσας υπ’ αριθ. 1961/1991 νόμος. Τούτο δε, διότι σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. β’ της Οδηγίας “καταναλωτής είναι κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες”, ενώ σύμφωνα με την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 2 παρ.2 του προϊσχύσαντος νόμου 1961/1991 “καταναλωτής είναι κάθε νομικό ή φυσικό πρόσωπο, που ενεργεί συναλλαγές με σκοπό την απόκτηση ή τη χρησιμοποίηση κινητών ή ακινήτων πραγμάτων ή υπηρεσιών για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών αναγκών”. Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 1738/2009, ΑΠ 16/2009, ΑΠ 989/2004). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η παραπάνω έννοια του καταναλωτή, κατά το ν. 2251/1994, αποσκοπεί, όπως προκύπτει και από την εισηγητική έκθεση του, στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σ’ αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Η διεύρυνση δε αυτή δεν είναι αντίθετη προς την παραπάνω οδηγία, δεδομένου ότι το άρθρο 8 αυτής, που ορίζει ότι “Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή”, επιτρέπει στον εθνικό νομοθέτη τη διεύρυνση της έννοιας του καταναλωτή και πάντως δεν απαγορεύει σ’ αυτόν τη θέσπιση όμοιας προστασίας κατά των καταχρηστικών ΓΟΣ και υπέρ προσώπων που δεν είναι καταναλωτές κατά την έννοια του άρθρου 2β της άνω οδηγίας. Ετσι, από το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης επέλεξε έναν στενότερο ορισμό του καταναλωτή στην παραπάνω, ελάχιστης εναρμόνισης, οδηγία, δεν παραμερίζεται ο ευρύτερος ορισμός της εγχώριας ρύθμισης, αφού πρόθεσή του (κοινοτικού νομοθέτη) ήταν να διατυπώσει με τη συγκεκριμένη οδηγία κατώτατους (ελάχιστους) όρους προστασίας. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επέκτασης των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του, ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α του ν. 2251/1994 δεν συνάγεται οποιαδήποτε πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους, αποκλείοντας το στάδιο της περαιτέρω μεταβίβασής τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβασή τους. Έτσι υπάγονται στην προστασία του ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών, χωρίς να αποκλείεται όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση η εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ, μετά από την υποβολή σχετικής ένστασης από την τράπεζα, κάθε φορά που η επίκληση της ιδιότητας του καταναλωτή εμφανίζεται ως καταχρηστική, όπως συμβαίνει, όταν ο δανειολήπτης δεν υφίσταται έλλειμμα αυτοπροστασίας, διότι διαθέτει εμπειρία στο συγκεκριμένο είδος συναλλαγών ή έχει τέτοια οικονομική επιφάνεια και οργανωτική υποδομή, ώστε να μπορεί να διαπραγματευθεί ισότιμα τους όρους της δανειακής του σύμβασης. Επιπροσθέτως, μέχρι την αντικατάσταση του ν. 2251/1994 με το ν. 3587/2007 δεν υπήρχε στην ελληνική έννομη τάξη ρύθμιση προστασίας ως καταναλωτή του εγγυητή γενικώς και ειδικότερα του εγγυητή επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου. Ωστόσο, λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγυητικής σύμβασης έναντι της κύριας οφειλής, κατ’ άρθρο 847 ΑΚ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν ο πρωτοφειλέτης-δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικός αποδέκτης τούτου και τυγχάνει προστασίας του άνω νόμου, της ίδιας προστασίας πρέπει να τυγχάνει και ο εγγυητής αυτού, εφόσον η εγγύηση δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του τελευταίου και τούτο διότι δεν δικαιολογείται δυσμενέστερη αντιμετώπιση του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται, άλλωστε, και από το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 περ. ββ του ίδιου παραπάνω νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5 του ν. 3587/2007, εντάσσεται ήδη ρητά στο προστατευτικό πεδίο αυτού και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του. Ενόψει των εκτεθέντων: Α) Ο δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου θεωρείται τελικός αποδέκτης των πιστωτικών υπηρεσιών της τράπεζας και συνεπώς και καταναλωτής υπό την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α του ν. 2251/1994. Β) Ο εγγυητής υπέρ τέτοιου δανειολήπτη και ιδίως αυτός που εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης (παραιτούμενος των ενστάσεων), ο οποίος δεν ενεργεί στο πλαίσιο επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, εμπίπτει στο πεδίο προστασίας του άνω νόμου, λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της εγγύησης

Σύνταξη: Σπύρος Μίχας

Επιμέλεια: Νίκος Καλαμίτσης

17.10.2016

  1. Η έννοια του καταναλωτή δεν είναι μονοσήμαντη ούτε στον ελληνικό νόμο ούτε και στις ευρωπαϊκές οδηγίες. Αντιθέτως μεταβάλλεται ανάλογα με τις προτεραιότητες του νομοθέτη και το εκάστοτε ρυθμιζόμενο ζήτημα. Εν προκειμένω, αντικείμενο μελέτης αποτελεί η γενική έννοια του καταναλωτή. Οι επιμέρους διαφοροποιήσεις της σε ειδικότερες περιπτώσεις κείνται εκτός πεδίου του παρόντος. Βλ αναλυτικά Λιβαδά, ΔΕΕ 2005, σελ 1137
  2. Βλ. Δέλλιο, Προστασία των Καταναλωτών και Σύστημα Ιδιωτικού Δικαίου, εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2005, τ. Ι, σελ. 224 επ., 242 επ. – Καράκωστα, Δίκαιο Καταναλωτών, σελ. 71 επ. – Περάκη εις ΔΕΕ 1995, σελ 33 και ιδίως Δωρή εις ΝοΒ 2004, σελ 729, 733 επ.
  3. ΑΠ 15/2007, ΧρΙΔ 2007, 426 – ΕφΑθ 776/2006, ΕλλΔνη 2006, 1492 – ΕφΘεσ 899/1998, Αρμ. 2001,  383 – ΠΠρΑθ 1990/2004,  ΝοΒ 2004, 1592 – ΠΠρΑθ 2235/2003, ΝοΒ 2004, 425 –  ΜΠρΘεσ 2619/2007, Αρμ. 2007, 1219 – ΜΠρΘεσ 34071/2006, ΔΕΕ 2007,  81 – ΜΠρΤρικ 137/2003, ΕλλΔνη 2003,  1433 – ΜΠρΑθ 2772/2002, ΕΕμπΔ 2002, 805 – ΜΠρΘεσ 40804/2005, ΔΕΕ 2006,806 – ΕφΑθ 2780/2014, ΔΕΕ 2014, 847 – ΜΠρΘεσ 7423/2015, ΕφΑστΔ 2015, 638
  4. ΕφΑθ 3884/2006 ΕλλΔνη 48, 303
  5. Βλ αναλυτικά Δωρής εις ΝοΒ 2004, σ. 729 επ.
  6. Ibid, σελ 730 υποσημ. 4
  7. Παπανικολάου εις ΔΕΕ 2010, σ. 4 επ., υπό ΙΙΙ 2
  8. ΕλΣυν 155/2008, ΔΕΕ 2009, 1378
  9. Νεότερη νομολογία ακολούθησε σε περιορισμένο βαθμό την άποψη αυτή, ιδίως σε περιπτώσεις επενδυτικών υπηρεσιών που παρέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα σε μη ιδιώτες επενδυτές. ΕφΑθ 1159/2012, ΔΕΕ 2012, 676 – ΕφΑθ 3670/2012, ΔΕΕ 2012, 1039 – ΜονΕφΑθ 6070/2014, ΔΕΕ 2015, 254 – ΜονΕφΑθ 5605/2014, ΔΕΕ 2015, 63 – ΜΠρΑθ 3443/2013, ΧρημΔ 2014, 163.
  10. Αφορά συμβάσεις πίστωσης προς ιδιώτες, οι οποίες δεν καλύπτονται από υποθήκη και με ύψος από 200 έως 75.000 ευρώ.
  11. Μάλιστα, υποστηρίζεται πως η ΕΕ για τον λόγο αυτό εκδίδει πλέον οδηγίες πλήρους εναρμόνισης στον τομέα της προστασίας του καταναλωτή, ακριβώς ώστε τα Κράτη Μέλη (όπως η Ελλάδα) να μην παρέχουν ευρύτερη προστασία με εσωτερικές διατάξεις.