Κατάσχεση & Πλειστηριασμός Επικαρπίας
Ερωτήματα:
1. Είναι δυνατή η κατάσχεση επικαρπίας ακινήτου;
2. Επιτρέπεται ο αναγκαστικός πλειστηριασμός επικαρπίας;
Ερώτημα 1ο:
Η επικαρπία ακινήτου αποτελεί εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου. Κατά τη γενική διάταξη της 992§1 Κ.Πολ.Δ. τα εμπράγματα επί ακινήτων δικαιώματα μπορούν να κατασχεθούν, εφαρμοζομένης της διαδικασίας κατάσχεσης ακινήτων (ή κατά το ορθότερον της κυριότητας επ’ αυτών). Εντούτοις, το γεγονός ότι στην 1166 ΑΚ ορίζεται το καταρχήν αμεταβίβαστο της επικαρπίας αποτέλεσε την αιτία στήριξης της απόψεως ότι αυτή είναι και ακατάσχετη. 1
Επιχειρήματα υπέρ του ακατασχέτου της επικαρπίας είναι τα ακόλουθα:
1. Γενικώς τα δικαιώματα που δεν μπορούν να μεταβιβασθούν δεν μπορούν και να κατασχεθούν. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι η κατάσχεση συνήθως οδηγεί σε αναγκαστική εκποίηση του κατασχεθέντος, ήτοι σε μεταβίβαση αυτού. Επιτρεπομένης της κατάσχεσης θα ανατρεπόταν και η απαγόρευση μεταβίβασης, η οποία έχει προφανώς τεθεί από το νομοθέτη για κάποια εύλογη αιτία (πρωσοποπαγής χαρακτήρας δικαιώματος, δημόσιο συμφέρον, κ.λπ.). 2 Πάντως, πιστός στη θεμελιώδη αρχή της ελευθερίας διάθεσης των ιδιωτικών δικαιωμάτων και της ελευθερίας των συμβάσεων ο νομοθέτης επέτρεψε στους συμβαλλομένους κατά τη σύσταση επικαρπίας να συμφωνήσουν ότι αυτή θα μπορεί να μεταβιβασθεί [1166§2 ΑΚ].
2. Ορίζοντας ο νομοθέτης ότι η επικαρπία δεν μεταβιβάζεται, απαγόρευσε και τη σύσταση οποιουδήποτε άλλου δικαιώματος επ’ αυτής. Ωστόσο, ρητώς επέτρεψε την εγγραφή υποθήκης επί επικαρπίας ακινήτου [1259 ΑΚ] και, επομένως, την αναγκαστική εκποίησή της. Το γεγονός ότι ορίσθηκε σαφώς και με ειδική διάταξη η εγγραφή υποθήκης (και άρα δυνατότητα αναγκαστικής εκποίησης στην περίπτωση αυτή) φανερώνει την επιθυμία του νομοθέτη να εισαγάγει μία και μοναδική εξαίρεση στη γενική απαγόρευση μεταβίβασης. Αν επιθυμούσε την κάμψη του κανόνα και σε άλλες περιπτώσεις, θα ακολουθούσε την ίδια τακτική διατύπωσης σαφών εξαιρέσεων.
Ωστόσο, η ανωτέρω άποψη έχει βρεθεί αντιμέτωπη με ισχυρό αντίλογο. Η θεωρία κατά κόρον 3 και η νομολογία 4 όλο και περισσότερο τάσσονται υπέρ της δυνατότητας κατάσχεσης και, κατ’ επέκταση, αναγκαστικής εκποίησης της επικαρπίας. Στη θέση αυτή φθάνουν βάσει των ακόλουθων επιχειρημάτων:
1. Ψιλή κυριότητα και επικαρπία είναι αυτοτελή δικαιώματα.
2. «Καμία διάταξη δεν θεσπίζει το ακατάσχετο του δικαιώματος [της επικαρπίας] όπως επί μισθού (664§3 ΑΚ) ή ισοβίου προσόδου (843§2)», ΕΑ 7899/1993, Ελλ Δνη 1997, 1893.
3. Η απαγόρευση μεταβίβασης της επικαρπίας αποτελεί κανόνα ενδοτικού δικαίου, που σκοπεί στην προστασία του ψιλού κυρίου. 5 Είναι, λοιπόν, δυνατόν να συμφωνηθεί ότι η επικαρπία μπορεί να μεταβιβασθεί. Στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται ανάγκη προστασίας του ψιλού κυρίου από μία ενδεχόμενη αλλαγή του προσώπου του επικαρπωτού, αφού ο ίδιος ο ψιλός κύριος επιτρέποντας τη μεταβίβαση έδειξε πως δεν προσβλέπει σε συγκεκριμένο πρόσωπο. Ατονεί, συνεπώς, το προστατευόμενο από την 1166 εδ. 2 ΑΚ στοιχείο της εμπιστοσύνης στη σχέση μεταξύ ψιλού κυρίου και επικαρπωτού. Κατ’ επέκταση δεν συντρέχει και λόγος απαγόρευσης της κατάσχεσης. Υποστηρίζεται, λοιπόν, ότι η επικαρπία μπορεί να κατασχεθεί τουλάχιστον στις περιπτώσεις όπου μπορεί και να μεταβιβασθεί. 6
4. Η 1259 ΑΚ επιτρέπει την εγγραφή υποθήκης επί επικαρπίας. Ως ελέχθη, αυτό συνεπάγεται και τη δυνατότητα αναγκαστικής εκποίησης. Αν, όμως, η επικαρπία μπορεί να εκπλειστηριασθεί από τον ενυπόθηκο δανειστή, ποιος ο λόγος να μην μπορεί να εκπλειστηριασθεί και από τους λοιπούς δανειστές του επικαρπωτού; 7 Και στις δύο περιπτώσεις οι συνέπειες για τον ψιλό κύριο, υπέρ του οποίου έχει θεσπισθεί το αμεταβίβαστο, είναι ίδιες, καθώς το εμπράγματο δικαίωμα μεταβιβάζεται σε κάποιον τρίτο. Η αντίθετη άποψη εισάγει διάκριση μεταξύ των διαφόρων δανειστών του επικαρπωτού με μοναδικό κριτήριο το αν διαθέτουν τελεσίδικο απόφαση προς εγγραφή υποθήκης. 8
5. Ο εισηγητής του Η’ βιβλίου του Κ.Πολ.Δ «Περί Αναγκαστικής Εκτελέσεως (Εμμ. Μιχελάκης) υποστήριζε ότι «η υπό του ουσιαστικού δικαίου ρύθμισις της επικαρπίας και παραχωρήσεως είναι τοιαύτη, ώστε δεν αντίκειται προς αυτήν το δυνατόν της επιβολής κατασχέσεως προς ικανοποίησιν χρηματικών απαιτήσεων». 9 Η δεχόμενη τη δυνατότητα κατάσχεσης άποψη φαίνεται παγιωμένη στη σκέψη της Αναθεωρητικής Επιτροπής του Κ.Πολ.Δ. κατά την αντίκρουση της θέσης τριών μελών της ότι η κατάσχεση των προσωπικών δουλειών πρέπει να γίνεται όχι κατά τη διαδικασία κατάσχεσης ακινήτων, αλλά κατά τη διαδικασία κατάσχεσης ειδικών περιουσιακών στοιχείων των 1022επ. Κ.Πολ.Δ. ή με την επιβολή αναγκαστικής διαχείρισης (1034επ. Κ.Πολ.Δ.). 10
Μία τρίτη, «συμβιβαστική» άποψη υποστηρίζει τη δυνατότητα κατάσχεσης της επικαρπίας είτε αυτή έχει συμφωνηθεί μεταβιβαστή είτε όχι. Μόνο που στη δεύτερη περίπτωση αντικείμενο κατάσχεσης και αναγκαστικής εκποίησης είναι μόνο η άσκηση της επικαρπίας. 11
Ουσιαστικά, δηλαδή, αναχωρώντας από το αμεταβίβαστο της επικαρπίας και μην επιθυμώντας να το διασπάσει, δέχεται η άποψη αυτή τη δυνατότητα αποχωρισμού από αυτήν της οικονομικής της αξίας, των εξουσιών δηλαδή χρήσης και κάρπωσης, δίχως, όμως, να απεκδύει τον επικαρπωτή από το εμπράγματο δικαίωμά του. Ο τελευταίος παραμένει δικαιούχος της επικαρπίας, μη δυνάμενος πλεόν να την ασκεί. Ο δε υπερθεματιστής γίνεται δικαιούχος του άρτι δημιουργηθέντος ενοχικού δικαιώματος της ασκήσεως της επικαρπίας.
Δημιουργώνται, όμως, τα ακόλουθα προβλήματα:
1. Ο επισπεύδων δανειστής προσβλέπει σε ικανοποίηση εκ του ισχυρότατου εμπραγμάτου δικαιώματος του οφειλέτη-επικαρπωτού, καταλήγει, όμως, στα χέρια του το κατά πολύ ασθενέστερο ενοχικό δικαίωμα της άσκηση της επικαρπίας.
2. Η θεωρία αυτή προσδίδει στην κατάσχεση χαρακτήρα δημιουργικό, αφού με την πραγματοποίησή της γεννάται ένα νέο δικαίωμα, εκείνο της άσκησης της επικαρπίας. Η κατάσχεση, όμως, οδηγεί μόνο σε μεταβίβαση ήδη υπαρχόντων δικαιωμάτων, και πουθενά στο νόμο δεν ορίζεται ή υπονοείται ότι μπορεί να αποτελέσει και αιτία παραγωγής νέων δικαιωμάτων. 12
3. Ο αποκτών την άσκηση μόνον της επικαρπίας υπερθεματιστής είναι ευάλωτος έναντι ενδεχόμενης δόλιας συμπεριφοράς του επικαρπωτού. Ο τελευταίος παραμένει δικαιούχος του εμπραγμάτου δικαιώματος και φέρει τις σχετικές υποχρεώσεις έναντι του ψιλού κυρίου (υποχρέωση ασφάλειας, επιμελούς χρήσης). 13 Πιθανή διένεξη μεταξύ ψιλού κυρίου και επικαρπωτού θα έχει δυσμενείς συνέπειες και σε βάρος του υπερθεματιστού (το δικαίωμα του οποίου πηγάζει από εκείνο της επικαρπίας). 14
Περισσότερο βάσιμη είναι η συγγενής άποψη ότι η εκτέλεση σε βάρος επικαρπίας δεν χωρεί κατά τη διαδικασία κατάσχεσης και αναγκαστικού πλειστηριασμού πραγμάτων, αλλά κατά την διαδικασία κατάσχεσης ειδικών περιουσιακών στοιχείων (1022επ. Κ.Πολ.Δ.) και τη θέση του δικαιώματος υπό αναγκαστική διαχείριση. 15 Η άποψη αυτή θεμελιώνεται στο γεγονός ότι η οικονομική αξία της επικαρπίας έγκειται στις σε αυτή περιεχόμενες εξουσίες χρήσης και κάρπωσης του πράγματος. Με την αναγκαστική διαχείριση οι εξουσίες αυτές ασκούνται πλέον προς ικανοποίηση της απαίτησης του επισπεύδοντος δανειστή. Η θέση αυτή οδηγεί σε ικανοποίηση του δανειστή του επικαρπωτού παρακάμπτοντας το σκόπελο της απαγόρευσης μεταβιβάσεως. Αν, μάλιστα, δεχθούμε ότι αντικείμενο της αναγκαστικής διαχείρισης είναι το ίδιο το εμπράγματο δικαίωμα και όχι απλά το ενοχικό της ασκήσεως της επικαρπίας, αποφεύγεται η ανεξήγητη νομικά δημιουργία νέου δικαιώματος εκ μόνης της κατασχέσεως. Αν και αρκετά πειστική η άποψη αυτή φαίνεται πως απεκρούσθη κατά τις νομοπαρασκευαστικές συζητήσεις επί του Κ.Πολ.Δ., παρά τη στήριξή της από τρία μέλη της επιτροπής. 16
Ανακεφαλαιώνοντας:
Ι. Η επικαρπία ακινήτου μπορεί να κατασχεθεί οπωσδήποτε από όποιον έχει εγγράψει υποθήκη επ’ αυτής (1259 ΑΚ).
ΙΙ. Δυνατή πρέπει να κριθεί και η κατάσχεση επικαρπίας της οποίας η μεταβίβαση επετράπη με σχετική συμφωνία κατά τη σύστασή της.
ΙΙΙ. Τείνει να κρατήσει η άποψη ότι και η αμεταβίβαστη επικαρπία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κατάσχεσης από οποιονδήποτε δανειστή του επικαρπωτού.
Ερώτημα 2ο:
Η απάντηση στο ερώτημα του αν είναι δυνατός ο αναγκαστικός πλειστηριασμός επικαρπίας ακινήτου εξαρτάται από την απάντηση που θα δοθεί στο αν είναι δυνατή η κατάσχεση του δικαιώματος αυτού. Όπου είναι επιτρεπτή η κατάσχεση θα είναι επιτρεπτή και η αναγκαστική εκποίηση. Ο δε υπερθεματιστής αποκτά την επικαρπία ως είχε όταν βρισκόταν στα χέρια του καθ’ ου η κατάσχεση επικαρπωτού [1005 Κ.Πολ.Δ., ΕΠειρ. 1175/1990 Δνη 1992/412]. Αποκτά, δηλαδή, το εμπράγματο δικαίωμα και όχι μόνο τη δυνατότητα άσκησής του [περί ης κατωτέρω]. Επίσης, αποκτά την επικαρπία για όσο χρονικό διάστημα θα μπορούσε αυτή να διατηρηθεί στο πρόσωπο του αρχικού επικαρπωτού. 17
Nίκος Καλαμίτσης
last updated 17.07.2013
Ερωτήματα:
1. Είναι δυνατή η κατάσχεση επικαρπίας ακινήτου;
2. Επιτρέπεται ο αναγκαστικός πλειστηριασμός επικαρπίας;
Ερώτημα 1ο:
Η επικαρπία ακινήτου αποτελεί εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου. Κατά τη γενική διάταξη της 992§1 Κ.Πολ.Δ. τα εμπράγματα επί ακινήτων δικαιώματα μπορούν να κατασχεθούν, εφαρμοζομένης της διαδικασίας κατάσχεσης ακινήτων (ή κατά το ορθότερον της κυριότητας επ’ αυτών). Εντούτοις, το γεγονός ότι στην 1166 ΑΚ ορίζεται το καταρχήν αμεταβίβαστο της επικαρπίας αποτέλεσε την αιτία στήριξης της απόψεως ότι αυτή είναι και ακατάσχετη. 18
Επιχειρήματα υπέρ του ακατασχέτου της επικαρπίας είναι τα ακόλουθα:
1. Γενικώς τα δικαιώματα που δεν μπορούν να μεταβιβασθούν δεν μπορούν και να κατασχεθούν. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι η κατάσχεση συνήθως οδηγεί σε αναγκαστική εκποίηση του κατασχεθέντος, ήτοι σε μεταβίβαση αυτού. Επιτρεπομένης της κατάσχεσης θα ανατρεπόταν και η απαγόρευση μεταβίβασης, η οποία έχει προφανώς τεθεί από το νομοθέτη για κάποια εύλογη αιτία (πρωσοποπαγής χαρακτήρας δικαιώματος, δημόσιο συμφέρον, κ.λπ.). 19 Πάντως, πιστός στη θεμελιώδη αρχή της ελευθερίας διάθεσης των ιδιωτικών δικαιωμάτων και της ελευθερίας των συμβάσεων ο νομοθέτης επέτρεψε στους συμβαλλομένους κατά τη σύσταση επικαρπίας να συμφωνήσουν ότι αυτή θα μπορεί να μεταβιβασθεί [1166§2 ΑΚ].
2. Ορίζοντας ο νομοθέτης ότι η επικαρπία δεν μεταβιβάζεται, απαγόρευσε και τη σύσταση οποιουδήποτε άλλου δικαιώματος επ’ αυτής. Ωστόσο, ρητώς επέτρεψε την εγγραφή υποθήκης επί επικαρπίας ακινήτου [1259 ΑΚ] και, επομένως, την αναγκαστική εκποίησή της. Το γεγονός ότι ορίσθηκε σαφώς και με ειδική διάταξη η εγγραφή υποθήκης (και άρα δυνατότητα αναγκαστικής εκποίησης στην περίπτωση αυτή) φανερώνει την επιθυμία του νομοθέτη να εισαγάγει μία και μοναδική εξαίρεση στη γενική απαγόρευση μεταβίβασης. Αν επιθυμούσε την κάμψη του κανόνα και σε άλλες περιπτώσεις, θα ακολουθούσε την ίδια τακτική διατύπωσης σαφών εξαιρέσεων.
Ωστόσο, η ανωτέρω άποψη έχει βρεθεί αντιμέτωπη με ισχυρό αντίλογο. Η θεωρία κατά κόρον 20 και η νομολογία 21 όλο και περισσότερο τάσσονται υπέρ της δυνατότητας κατάσχεσης και, κατ’ επέκταση, αναγκαστικής εκποίησης της επικαρπίας. Στη θέση αυτή φθάνουν βάσει των ακόλουθων επιχειρημάτων:
1. Ψιλή κυριότητα και επικαρπία είναι αυτοτελή δικαιώματα.
2. «Καμία διάταξη δεν θεσπίζει το ακατάσχετο του δικαιώματος [της επικαρπίας] όπως επί μισθού (664§3 ΑΚ) ή ισοβίου προσόδου (843§2)», ΕΑ 7899/1993, Ελλ Δνη 1997, 1893.
3. Η απαγόρευση μεταβίβασης της επικαρπίας αποτελεί κανόνα ενδοτικού δικαίου, που σκοπεί στην προστασία του ψιλού κυρίου. 22 Είναι, λοιπόν, δυνατόν να συμφωνηθεί ότι η επικαρπία μπορεί να μεταβιβασθεί. Στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται ανάγκη προστασίας του ψιλού κυρίου από μία ενδεχόμενη αλλαγή του προσώπου του επικαρπωτού, αφού ο ίδιος ο ψιλός κύριος επιτρέποντας τη μεταβίβαση έδειξε πως δεν προσβλέπει σε συγκεκριμένο πρόσωπο. Ατονεί, συνεπώς, το προστατευόμενο από την 1166 εδ. 2 ΑΚ στοιχείο της εμπιστοσύνης στη σχέση μεταξύ ψιλού κυρίου και επικαρπωτού. Κατ’ επέκταση δεν συντρέχει και λόγος απαγόρευσης της κατάσχεσης. Υποστηρίζεται, λοιπόν, ότι η επικαρπία μπορεί να κατασχεθεί τουλάχιστον στις περιπτώσεις όπου μπορεί και να μεταβιβασθεί. 23
4. Η 1259 ΑΚ επιτρέπει την εγγραφή υποθήκης επί επικαρπίας. Ως ελέχθη, αυτό συνεπάγεται και τη δυνατότητα αναγκαστικής εκποίησης. Αν, όμως, η επικαρπία μπορεί να εκπλειστηριασθεί από τον ενυπόθηκο δανειστή, ποιος ο λόγος να μην μπορεί να εκπλειστηριασθεί και από τους λοιπούς δανειστές του επικαρπωτού; 24 Και στις δύο περιπτώσεις οι συνέπειες για τον ψιλό κύριο, υπέρ του οποίου έχει θεσπισθεί το αμεταβίβαστο, είναι ίδιες, καθώς το εμπράγματο δικαίωμα μεταβιβάζεται σε κάποιον τρίτο. Η αντίθετη άποψη εισάγει διάκριση μεταξύ των διαφόρων δανειστών του επικαρπωτού με μοναδικό κριτήριο το αν διαθέτουν τελεσίδικο απόφαση προς εγγραφή υποθήκης. 25
5. Ο εισηγητής του Η’ βιβλίου του Κ.Πολ.Δ «Περί Αναγκαστικής Εκτελέσεως (Εμμ. Μιχελάκης) υποστήριζε ότι «η υπό του ουσιαστικού δικαίου ρύθμισις της επικαρπίας και παραχωρήσεως είναι τοιαύτη, ώστε δεν αντίκειται προς αυτήν το δυνατόν της επιβολής κατασχέσεως προς ικανοποίησιν χρηματικών απαιτήσεων». 26 Η δεχόμενη τη δυνατότητα κατάσχεσης άποψη φαίνεται παγιωμένη στη σκέψη της Αναθεωρητικής Επιτροπής του Κ.Πολ.Δ. κατά την αντίκρουση της θέσης τριών μελών της ότι η κατάσχεση των προσωπικών δουλειών πρέπει να γίνεται όχι κατά τη διαδικασία κατάσχεσης ακινήτων, αλλά κατά τη διαδικασία κατάσχεσης ειδικών περιουσιακών στοιχείων των 1022επ. Κ.Πολ.Δ. ή με την επιβολή αναγκαστικής διαχείρισης (1034επ. Κ.Πολ.Δ.). 27
Μία τρίτη, «συμβιβαστική» άποψη υποστηρίζει τη δυνατότητα κατάσχεσης της επικαρπίας είτε αυτή έχει συμφωνηθεί μεταβιβαστή είτε όχι. Μόνο που στη δεύτερη περίπτωση αντικείμενο κατάσχεσης και αναγκαστικής εκποίησης είναι μόνο η άσκηση της επικαρπίας. 28
Ουσιαστικά, δηλαδή, αναχωρώντας από το αμεταβίβαστο της επικαρπίας και μην επιθυμώντας να το διασπάσει, δέχεται η άποψη αυτή τη δυνατότητα αποχωρισμού από αυτήν της οικονομικής της αξίας, των εξουσιών δηλαδή χρήσης και κάρπωσης, δίχως, όμως, να απεκδύει τον επικαρπωτή από το εμπράγματο δικαίωμά του. Ο τελευταίος παραμένει δικαιούχος της επικαρπίας, μη δυνάμενος πλεόν να την ασκεί. Ο δε υπερθεματιστής γίνεται δικαιούχος του άρτι δημιουργηθέντος ενοχικού δικαιώματος της ασκήσεως της επικαρπίας.
Δημιουργώνται, όμως, τα ακόλουθα προβλήματα:
1. Ο επισπεύδων δανειστής προσβλέπει σε ικανοποίηση εκ του ισχυρότατου εμπραγμάτου δικαιώματος του οφειλέτη-επικαρπωτού, καταλήγει, όμως, στα χέρια του το κατά πολύ ασθενέστερο ενοχικό δικαίωμα της άσκηση της επικαρπίας.
2. Η θεωρία αυτή προσδίδει στην κατάσχεση χαρακτήρα δημιουργικό, αφού με την πραγματοποίησή της γεννάται ένα νέο δικαίωμα, εκείνο της άσκησης της επικαρπίας. Η κατάσχεση, όμως, οδηγεί μόνο σε μεταβίβαση ήδη υπαρχόντων δικαιωμάτων, και πουθενά στο νόμο δεν ορίζεται ή υπονοείται ότι μπορεί να αποτελέσει και αιτία παραγωγής νέων δικαιωμάτων. 29
3. Ο αποκτών την άσκηση μόνον της επικαρπίας υπερθεματιστής είναι ευάλωτος έναντι ενδεχόμενης δόλιας συμπεριφοράς του επικαρπωτού. Ο τελευταίος παραμένει δικαιούχος του εμπραγμάτου δικαιώματος και φέρει τις σχετικές υποχρεώσεις έναντι του ψιλού κυρίου (υποχρέωση ασφάλειας, επιμελούς χρήσης). 30 Πιθανή διένεξη μεταξύ ψιλού κυρίου και επικαρπωτού θα έχει δυσμενείς συνέπειες και σε βάρος του υπερθεματιστού (το δικαίωμα του οποίου πηγάζει από εκείνο της επικαρπίας). 31
Περισσότερο βάσιμη είναι η συγγενής άποψη ότι η εκτέλεση σε βάρος επικαρπίας δεν χωρεί κατά τη διαδικασία κατάσχεσης και αναγκαστικού πλειστηριασμού πραγμάτων, αλλά κατά την διαδικασία κατάσχεσης ειδικών περιουσιακών στοιχείων (1022επ. Κ.Πολ.Δ.) και τη θέση του δικαιώματος υπό αναγκαστική διαχείριση. 32 Η άποψη αυτή θεμελιώνεται στο γεγονός ότι η οικονομική αξία της επικαρπίας έγκειται στις σε αυτή περιεχόμενες εξουσίες χρήσης και κάρπωσης του πράγματος. Με την αναγκαστική διαχείριση οι εξουσίες αυτές ασκούνται πλέον προς ικανοποίηση της απαίτησης του επισπεύδοντος δανειστή. Η θέση αυτή οδηγεί σε ικανοποίηση του δανειστή του επικαρπωτού παρακάμπτοντας το σκόπελο της απαγόρευσης μεταβιβάσεως. Αν, μάλιστα, δεχθούμε ότι αντικείμενο της αναγκαστικής διαχείρισης είναι το ίδιο το εμπράγματο δικαίωμα και όχι απλά το ενοχικό της ασκήσεως της επικαρπίας, αποφεύγεται η ανεξήγητη νομικά δημιουργία νέου δικαιώματος εκ μόνης της κατασχέσεως. Αν και αρκετά πειστική η άποψη αυτή φαίνεται πως απεκρούσθη κατά τις νομοπαρασκευαστικές συζητήσεις επί του Κ.Πολ.Δ., παρά τη στήριξή της από τρία μέλη της επιτροπής. 33
Ανακεφαλαιώνοντας:
Ι. Η επικαρπία ακινήτου μπορεί να κατασχεθεί οπωσδήποτε από όποιον έχει εγγράψει υποθήκη επ’ αυτής (1259 ΑΚ).
ΙΙ. Δυνατή πρέπει να κριθεί και η κατάσχεση επικαρπίας της οποίας η μεταβίβαση επετράπη με σχετική συμφωνία κατά τη σύστασή της.
ΙΙΙ. Τείνει να κρατήσει η άποψη ότι και η αμεταβίβαστη επικαρπία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κατάσχεσης από οποιονδήποτε δανειστή του επικαρπωτού.
Ερώτημα 2ο:
Η απάντηση στο ερώτημα του αν είναι δυνατός ο αναγκαστικός πλειστηριασμός επικαρπίας ακινήτου εξαρτάται από την απάντηση που θα δοθεί στο αν είναι δυνατή η κατάσχεση του δικαιώματος αυτού. Όπου είναι επιτρεπτή η κατάσχεση θα είναι επιτρεπτή και η αναγκαστική εκποίηση. Ο δε υπερθεματιστής αποκτά την επικαρπία ως είχε όταν βρισκόταν στα χέρια του καθ’ ου η κατάσχεση επικαρπωτού [1005 Κ.Πολ.Δ., ΕΠειρ. 1175/1990 Δνη 1992/412]. Αποκτά, δηλαδή, το εμπράγματο δικαίωμα και όχι μόνο τη δυνατότητα άσκησής του [περί ης κατωτέρω]. Επίσης, αποκτά την επικαρπία για όσο χρονικό διάστημα θα μπορούσε αυτή να διατηρηθεί στο πρόσωπο του αρχικού επικαρπωτού. 34
Nίκος Καλαμίτσης
last updated 17.07.2013
_____________________________
- Βλ. Βαθρακοκοίλη Βασιλείου, Αναλυτική Ερμηνεία Νομολογία Αστικού Κώδικα, Γ’ Έκδοση, Αθήνα 1994, τ. 2, σ. 1668, [όμως ο ίδιος στο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Αθήνα 1997, τ. 6, σ. 161επ., εκθέτει την αντίθετη άποψη), Ρούσσο σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, Εκδοτικός Οίκος Αφοί Π. Σάκκουλα, Αθήνα 1985, τ. 6, σ. 126, και ΠρΑθ. 14507/81 ΝοΒ 29, 1583, Γνμ ΕισΠρΜεσολ. 1/1974 Δνη 1975/531. Οι θιασώτες της άποψης αυτή δέχονται πάντως ότι το ενοχικό δικαίωμα της άσκησης της επικαρπίας μπορεί να κατασχεθεί (ως και τα περισσότερα ενοχικά δικαιώματα). [για την κατάσχεση του δικαιώματος άσκησης της επικαρπίας και τη διάκριση της από την κατάσχεση της ίδιας της επικαρπίας βλ. Μπρίνια Ιωάννη, Κατάσχεσις Επικαρπίας και Ψιλής Κυριότητος, στον Τόμο Προς Τιμήν Γ. Θ. Ράμμου, σ. 737επ., όπου και αποκρούεται η άποψη ότι ο υπερθεματιστής σε πλειστηριασμό της επικαρπίας αποκτά μόνο το ενοχικό δικαίωμα άσκησης αυτής και όχι το εμπράγματο της ίδιας επικαρπίας.] Τέλος, οι περισσότεροι συγγραφείς, αλλά και η νομολογία δέχονται ότι κατάσχεση της επικαρπίας χωρεί όταν με τη συστατική πράξη αυτής έχει συμφωνηθεί η δυνατότητα μεταβίβασης. Βλ. ΜΠΑθ. 20415/1997 ΝοΒ 2000, 64. ↩
- Ειδικά στην περίπτωση της επικαρπίας η αιτία του ακατασχέτου αυτής είναι ο προσωποπαγής χαρακτήρας της. Το εμπράγματο αυτό δικαίωμα συνίσταται στον αποχωρισμό από την κυριότητα ευρύτατων εξουσιών. Πρόκειται, δηλαδή, για σημαντικό περιορισμό του δικαιώματος του κυρίου επί του πράγματος. Ο τελευταίος επιλέγει συνήθως να παραχωρήσει σε κάποιον άλλο την επικαρπία βάσει ορισμένης ιδιαίτερης σχέσης εύνοιας και εμπιστοσύνης που τους συνδέει. Προκειμένου να μην πληγεί η εμπιστοσύνη αυτή και να μην καταστεί ο περιορισμός της κυριότητος «βάναυσος» για τον ψιλό κύριο, εισήχθη η απαγόρεση μεταβιβάσεως της επικαρπίας από τον επικαρπωτή. Δυνατή είναι μόνο η μεταβίβαση της άσκησης της επικαρπίας για την οποία θα γίνει λόγος κατωτέρω. Βλ. Βαβούσκου Κωνσταντίνου, Εγχειρίδιον Εμπραγμάτου Δικαίου, Εκδοτικός Οίκος Αφοί Π. Σάκκουλα, δ’ έκδοση, Θεσσαλονίκη-Αθήνα 1972, σ. 268επ. ↩
- Βλ. Βαθρακοκοίλη Βασιλείου, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Αθήνα 1997, τ. 6, σ. 161επ, Νικολόπουλου Γιώργου, Αναγαστική Εκτέλεση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή 2002, σ.188, Γέσιου-Φαλτση Πελαγία, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη/ Δίκαιο & Οικονομία Π. Ν. Σάκκουλας,, 2001, τ. 2 , σ. 244επ., Μπρίνιας Ι., ο.π. υπ. 2, σ. 736επ., Βαβούσκου Κ., ο.π. υπ. 3, σ. 269. ↩
- Βλ. ΕΑ 7899/1993 ΕλλΔνη 1997, 1893, ΕΑ 7567/1991 Δνη 1993, 641, ΕΠειρ. 1175/1990 Δνη 1992, σ. 412. ΕΚερκ. 64/2001 NOMOS 307465, ΔΕΠειρ. 1392/1999 Δδίκη 1999/1193. ↩
- Βλ. ΔΕΠειρ. 1392/1999 Δδίκη 1999/1193 ↩
- Θα μπορούσε κάποιος να προχωρήσει παραπέρα, εκφράζοντας την άποψη ότι και μόνο το γεγονός ότι η 1166 ΑΚ δεν είναι διάταξη αναγκαστικού δικαίου, φανερώνει την πρόθεση του νομοθέτη να απαγορεύσει τη δίχως τη συγκατάθεση του ψιλού κυρίου μεταβίβαση της επικαρπίας μόνο εκεί όπου δεν συντρέχει αποχρών λόγος μεταβίβασης. Τέτοιος λόγος, όμως συντρέχει επί αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση εννόμου συμφέροντος δανειστή του επικαρπωτού ↩
- Βλ. ΕΑ 7899/1993, Ελλ Δνη 1997, 1893, ΕΠειρ. 1175/1990 Δνη 1992, σ. 412, Γέσιου-Φαλτσή Π., ο.π. υπ. 4, σ. 245. ↩
- Βλ. Μπρίνια Ι, ο.π. υπ. 2, σ. 741 ↩
- Βλ. Μπρίνια Ιωάννη, Αναγκαστική Εκτέλεσις, β’ έκδοση, Αθήνα 1982, τ. 4, σ. 1514, Γέσιου-Φαλτσή Π., ο.π. υπ. 4, σ. 245επ. σημ. 18. ↩
- Βλ. Μπρίνια Ι., ο.π. υπ. 10, σ. 1514, Γέσιου-Φαλτσή Π., ο.π. υπ. 4, σ. 245επ. σημ. 18. ↩
- EA 8358/1991 NoB 1992, 287, και Κεραμέως- Κονδύλη- Νίκα, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ., Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκα & Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα & Δίκαιο και Οικονομία/Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Κομοτηνή 2000, τ. 2, σ. 1930. ↩
- Βλ. Μπρίνια Ι., ο.π. υπ. 2, σ. 739. ↩
- Βλ. ο.π., σ. 739. ↩
- Περαιτέρω, δόλια παραίτηση του επικαρπωτού θα οδηγούσε σε απόσβεση της επικαρπίας και άρα του δικαιώματος άσκησής της. Ακόμη και αν μία τέτοια παραίτηση κρινόταν άκυρη έναντι του κατασχόντος δανειστή (βλ. 997 Κ.Πολ.Δ.) ή γινόταν δεκτό πως ο ασκών πλεόν την επικαρπία υπερθεματιστής προστατεύεται από τις 1164, και 614επ. ΑΚ, οι προκαλούμενη αναστάτωση θα τους επιβάρυνε αδικαιολογήτως (βλ. κατωτέρω) ↩
- Βλ. ΕΑ 8358/1991 ΝοΒ 199, 287 και Κεραμέως- Κονδύλη- Νίκα, ο.π. υπ.12, τ. 2, σ. 1930. ↩
- Βλ. Μπρίνια, ο.π. υπ. 10, σ. 737 υπ. 27, όπου παραθέτει τα υποστηριχθέντα από τους Αλ Βαμβέτσο, Γ. Μητσόπουλο και Θ. Λιβαθηνό: «η επικαρπία, [. . . ] είναι ακριβώς το δικαίωμα όπερ, ως εκ της φύσεώς του, δεν είναι δεκτικόν αποδοτικώς εν πλειστηριασμώ εκποιήσεως, μεταβληθησομένης εις καθαρόν παίγνιον (αφού ουδείς δύναται να γνωρίζει την διάρκειαν της ζωής του επικαρπωτού) και μόνον δι’ αναγκαστικής διαχειρίσεως δύναται να αγάγη εις ικανοποίησιν του δανειστού, χωρίς παράλογον ζημίαν του καθ’ ου η εκτέλεσις». ↩
- Βλ. ΑΠ 280/2011 ΕφΑΔ 2011, 887 και ΧρΙΔ 2011, 590 και Δνη 2011, 763 – ΕφΑθ 820/2009 Δνη 2009/1476 και ΕφΑΔ 2010, 113. Όλα αυτά με την επιφύλαξη της αποδοχής της άποψης περί κατάσχεσης κατά τις 1022επ. Κ.Πολ.Δ.. ↩
- Βλ. Βαθρακοκοίλη Βασιλείου, Αναλυτική Ερμηνεία Νομολογία Αστικού Κώδικα, Γ’ Έκδοση, Αθήνα 1994, τ. 2, σ. 1668, [όμως ο ίδιος στο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Αθήνα 1997, τ. 6, σ. 161επ., εκθέτει την αντίθετη άποψη), Ρούσσο σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, Εκδοτικός Οίκος Αφοί Π. Σάκκουλα, Αθήνα 1985, τ. 6, σ. 126, και ΠρΑθ. 14507/81 ΝοΒ 29, 1583, Γνμ ΕισΠρΜεσολ. 1/1974 Δνη 1975/531. Οι θιασώτες της άποψης αυτή δέχονται πάντως ότι το ενοχικό δικαίωμα της άσκησης της επικαρπίας μπορεί να κατασχεθεί (ως και τα περισσότερα ενοχικά δικαιώματα). [για την κατάσχεση του δικαιώματος άσκησης της επικαρπίας και τη διάκριση της από την κατάσχεση της ίδιας της επικαρπίας βλ. Μπρίνια Ιωάννη, Κατάσχεσις Επικαρπίας και Ψιλής Κυριότητος, στον Τόμο Προς Τιμήν Γ. Θ. Ράμμου, σ. 737επ., όπου και αποκρούεται η άποψη ότι ο υπερθεματιστής σε πλειστηριασμό της επικαρπίας αποκτά μόνο το ενοχικό δικαίωμα άσκησης αυτής και όχι το εμπράγματο της ίδιας επικαρπίας.] Τέλος, οι περισσότεροι συγγραφείς, αλλά και η νομολογία δέχονται ότι κατάσχεση της επικαρπίας χωρεί όταν με τη συστατική πράξη αυτής έχει συμφωνηθεί η δυνατότητα μεταβίβασης. Βλ. ΜΠΑθ. 20415/1997 ΝοΒ 2000, 64. ↩
- Ειδικά στην περίπτωση της επικαρπίας η αιτία του ακατασχέτου αυτής είναι ο προσωποπαγής χαρακτήρας της. Το εμπράγματο αυτό δικαίωμα συνίσταται στον αποχωρισμό από την κυριότητα ευρύτατων εξουσιών. Πρόκειται, δηλαδή, για σημαντικό περιορισμό του δικαιώματος του κυρίου επί του πράγματος. Ο τελευταίος επιλέγει συνήθως να παραχωρήσει σε κάποιον άλλο την επικαρπία βάσει ορισμένης ιδιαίτερης σχέσης εύνοιας και εμπιστοσύνης που τους συνδέει. Προκειμένου να μην πληγεί η εμπιστοσύνη αυτή και να μην καταστεί ο περιορισμός της κυριότητος «βάναυσος» για τον ψιλό κύριο, εισήχθη η απαγόρεση μεταβιβάσεως της επικαρπίας από τον επικαρπωτή. Δυνατή είναι μόνο η μεταβίβαση της άσκησης της επικαρπίας για την οποία θα γίνει λόγος κατωτέρω. Βλ. Βαβούσκου Κωνσταντίνου, Εγχειρίδιον Εμπραγμάτου Δικαίου, Εκδοτικός Οίκος Αφοί Π. Σάκκουλα, δ’ έκδοση, Θεσσαλονίκη-Αθήνα 1972, σ. 268επ. ↩
- Βλ. Βαθρακοκοίλη Βασιλείου, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Αθήνα 1997, τ. 6, σ. 161επ, Νικολόπουλου Γιώργου, Αναγαστική Εκτέλεση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή 2002, σ.188, Γέσιου-Φαλτση Πελαγία, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη/ Δίκαιο & Οικονομία Π. Ν. Σάκκουλας,, 2001, τ. 2 , σ. 244επ., Μπρίνιας Ι., ο.π. υπ. 2, σ. 736επ., Βαβούσκου Κ., ο.π. υπ. 3, σ. 269. ↩
- Βλ. ΕΑ 7899/1993 ΕλλΔνη 1997, 1893, ΕΑ 7567/1991 Δνη 1993, 641, ΕΠειρ. 1175/1990 Δνη 1992, σ. 412. ΕΚερκ. 64/2001 NOMOS 307465, ΔΕΠειρ. 1392/1999 Δδίκη 1999/1193. ↩
- Βλ. ΔΕΠειρ. 1392/1999 Δδίκη 1999/1193 ↩
- Θα μπορούσε κάποιος να προχωρήσει παραπέρα, εκφράζοντας την άποψη ότι και μόνο το γεγονός ότι η 1166 ΑΚ δεν είναι διάταξη αναγκαστικού δικαίου, φανερώνει την πρόθεση του νομοθέτη να απαγορεύσει τη δίχως τη συγκατάθεση του ψιλού κυρίου μεταβίβαση της επικαρπίας μόνο εκεί όπου δεν συντρέχει αποχρών λόγος μεταβίβασης. Τέτοιος λόγος, όμως συντρέχει επί αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση εννόμου συμφέροντος δανειστή του επικαρπωτού ↩
- Βλ. ΕΑ 7899/1993, Ελλ Δνη 1997, 1893, ΕΠειρ. 1175/1990 Δνη 1992, σ. 412, Γέσιου-Φαλτσή Π., ο.π. υπ. 4, σ. 245. ↩
- Βλ. Μπρίνια Ι, ο.π. υπ. 2, σ. 741 ↩
- Βλ. Μπρίνια Ιωάννη, Αναγκαστική Εκτέλεσις, β’ έκδοση, Αθήνα 1982, τ. 4, σ. 1514, Γέσιου-Φαλτσή Π., ο.π. υπ. 4, σ. 245επ. σημ. 18. ↩
- Βλ. Μπρίνια Ι., ο.π. υπ. 10, σ. 1514, Γέσιου-Φαλτσή Π., ο.π. υπ. 4, σ. 245επ. σημ. 18. ↩
- EA 8358/1991 NoB 1992, 287, και Κεραμέως- Κονδύλη- Νίκα, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ., Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκα & Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα & Δίκαιο και Οικονομία/Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Κομοτηνή 2000, τ. 2, σ. 1930. ↩
- Βλ. Μπρίνια Ι., ο.π. υπ. 2, σ. 739. ↩
- Βλ. ο.π., σ. 739. ↩
- Περαιτέρω, δόλια παραίτηση του επικαρπωτού θα οδηγούσε σε απόσβεση της επικαρπίας και άρα του δικαιώματος άσκησής της. Ακόμη και αν μία τέτοια παραίτηση κρινόταν άκυρη έναντι του κατασχόντος δανειστή (βλ. 997 Κ.Πολ.Δ.) ή γινόταν δεκτό πως ο ασκών πλεόν την επικαρπία υπερθεματιστής προστατεύεται από τις 1164, και 614επ. ΑΚ, οι προκαλούμενη αναστάτωση θα τους επιβάρυνε αδικαιολογήτως (βλ. κατωτέρω) ↩
- Βλ. ΕΑ 8358/1991 ΝοΒ 199, 287 και Κεραμέως- Κονδύλη- Νίκα, ο.π. υπ.12, τ. 2, σ. 1930. ↩
- Βλ. Μπρίνια, ο.π. υπ. 10, σ. 737 υπ. 27, όπου παραθέτει τα υποστηριχθέντα από τους Αλ Βαμβέτσο, Γ. Μητσόπουλο και Θ. Λιβαθηνό: «η επικαρπία, [. . . ] είναι ακριβώς το δικαίωμα όπερ, ως εκ της φύσεώς του, δεν είναι δεκτικόν αποδοτικώς εν πλειστηριασμώ εκποιήσεως, μεταβληθησομένης εις καθαρόν παίγνιον (αφού ουδείς δύναται να γνωρίζει την διάρκειαν της ζωής του επικαρπωτού) και μόνον δι’ αναγκαστικής διαχειρίσεως δύναται να αγάγη εις ικανοποίησιν του δανειστού, χωρίς παράλογον ζημίαν του καθ’ ου η εκτέλεσις». ↩
- Βλ. ΑΠ 280/2011 ΕφΑΔ 2011, 887 και ΧρΙΔ 2011, 590 και Δνη 2011, 763 – ΕφΑθ 820/2009 Δνη 2009/1476 και ΕφΑΔ 2010, 113. Όλα αυτά με την επιφύλαξη της αποδοχής της άποψης περί κατάσχεσης κατά τις 1022επ. Κ.Πολ.Δ.. ↩