Περί Ετεροδικίας
Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 3 του ΚΠολΔ «στη δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Εξαιρούνται από τη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων οι αλλοδαποί που έχουν ετεροδικία, εκτός αν πρόκειται για διαφορές που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 29 ΚΠολΔ», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 4 ΚΠολΔ «τα δικαστήρια ερευνούν αυτεπαγγέλτως την έλλειψη δικαιοδοσίας στις περιπτώσεις των άρθρων 1 και 2 στις περιπτώσεις του άρθρου 3 την ερευνούν αυτεπαγγέλτως αν ο εναγόμενος δεν παρίσταται στην πρώτη συζήτηση ή αν πρόκειται για διαφορές, που αφορούν ακίνητα, που βρίσκονται στο εξωτερικό. Το δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση αν δεν έχει δικαιοδοσία».
Από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό και προς τους γενικώς παραδεδεγμένους, εθιμικής προελεύσεως, κανόνες του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου, συνάγεται ότι το προνόμιο της ετεροδικίας, της απαλλαγής, δηλαδή, από τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων γενικώς της αλλοδαπής πολιτείας απολαύουν και αλλοδαπά δημόσια ως υποκείμενα δικαίου και δημοσίων σχέσεων. Η απαλλαγή, όμως, αυτή δεν είναι απόλυτη, αλλά σχετική εκτεινόμενη μόνο επί των δημοσίου δικαίου σχέσεων των πολιτειών, δηλαδή για κάθε ενέργεια, πράξη ή σχέση με την οποία εκδηλώνεται η κυριαρχική και πολιτειακή εξουσία αυτών (imperium) και όχι και για τις ιδιωτικού δικαίου (συναλλακτικές) πράξεις ή ενέργειες της αλλοδαπής πολιτείας τις οποίες ενεργεί αυτή ως fiscus 1, καθώς στις τελευταίες η αλλοδαπή πολιτεία δεν εμφανίζεται ως ασκούσα πολιτειακή εξουσία, η οποία είναι ασυμβίβαστη με το χώρο του ιδιωτικού δικαίου, αλλά ως απλό υποκείμενο δικαίου συμβάλλεται ως ίση προς ίσον με άλλο υποκείμενο νομικό ή φυσικό πρόσωπο (jure gestionis) και επί των οποίων αποκλείεται η ετεροδικία προκειμένου να διαφυλαχθεί η έννοια της δικαιοσύνης στις διεθνείς σχέσεις 2.
Εξάλλου, και υπό το πλέγμα των διατάξεων της Σύμβασης της Βιέννης του 1961 «περί διπλωματικών σχέσεων», η οποία συνιστά εσωτερικό δίκαιο μετά την κύρωσή της με το ν.δ. 503/1970, προκύπτει ότι σκοπός των δι’ αυτών καθιερουμένων προνομίων και ασυλιών, μεταξύ των οποίων και η ετεροδικία, είναι όχι να ευνοήσει τα άτομα και κατ’ αναλογική επέκταση τα κράτη ως υποκείμενα δικαίου προς αποφυγή εκπληρώσεως των συμβατικών υποχρεώσεών τους, αλλά να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική εκπλήρωση των καθηκόντων των διπλωματικών αποστολών υπό την ιδιότητά τους ως εκπροσώπων των κρατών 3. Για παράδειγμα, «συνάγεται ότι υφίσταται δικαιοδοσία των ημεδαπών δικαστηρίων επί αγωγής δικηγόρου [για τη διεκδίκηση της αμοιβής του] εκ διεθνούς εννόμου σχέσεως εμμίσθου εντολής, εφόσον αυτή προδήλως δεν αποβλέπει στην εξασφάλιση της αποτελεσματικής εκπληρώσεως των καθηκόντων της διπλωματικής αποστολής, αλλά στην εκπροσώπηση αυτού τούτου του εναγομένου (Ιαπωνικού Δημοσίου) ως υποκειμένου δικαστικώς ή εξωδίκως κυρίως εις το πεδίο του ιδιωτικού δικαίου. Η λύση αυτή αποτρέπει τη δημιουργία καταστάσεων αποδοκιμαζομένων από το αίσθημα της ελληνικής εννόμου δημοσίας τάξεως, καθόσον η αντίθετη λύση θα επέτρεπε στο εναγόμενο (Ιαπωνικό Δημόσιο) ως εντολέα οχυρούμενον πίσω από το προνόμιο της ετεροδικίας να απορρίπτει τις υποχρεώσεις του» 4.
Τέλος, η οριοθέτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας κατά τις κρατούσες αρχές του διεθνούς δικαίου ανήκει στον εγχώριο νομοθέτη, και συνεπώς το αν στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για πράξη άσκησης πολιτειακής εξουσίας (jure imperii) που εκφράζει την κυριαρχία του κράτους ή για πράξη που αναφέρεται σε σχέσεις ιδιωτικού δικαίου (jure gestionis) κρίνεται κατά την lex fori, ήτοι ο χαρακτηρισμός των πράξεων αυτών κρίνεται, κατά την ορθότερη άποψη από τα δικαστήρια της πολιτείας που επιλαμβάνονται της σχετικής διαφοράς, σύμφωνα με το εσωτερικό της δίκαιο 5. Δεν αποκλείεται, όμως, η έλλειψη δικαιοδοσίας και για πράξεις ή ενέργειες της αλλοδαπής πολιτείας που ενεργεί ως fiscus, αν με τις δικαστικές ενέργειες θα επέλθει προσβολή των κυριαρχικών δικαιωμάτων του εναγομένου κράτους, οπότε εκτείνεται και σ’ αυτές το προνόμιο της ετεροδικίας της αλλοδαπής πολιτείας 6.
Αναστασία Κρητικού – 20.02.2017
- ΕφΑθ 8493/1989 ΝΟΜΟΣ: «Από τις διατάξεις αυτές της διεθνούς συμβάσεως [αρ. 22 και 33 της Σύμβασης της Βιέννης 1961 περί των διπλωματικών σχέσεων, η οποία κυρώθηκε με τον ν. δ. 503/1970] που ισχύουν ως εσωτερικό δίκαιο και τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 2 ΚΠολΔ κατά το μέτρο που εξαιρεί από την ετεροδικία τις διαφορές του άρθρου 29 ΚΠολΔ μεταξύ των οποίων είναι και αυτές που αφορούν την κατοχή ακινήτων και συνεπώς και τις μισθωτικές για την απόδοση τούτων, προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται η άσκηση αποδόσεως μισθίου χώρου διπλωματικής αποστολής, μόνο σε περίπτωση που αυτός ο χώρος χρησιμοποιείται για τους σκοπούς της διπλωματικής αποστολής, ενόψει και του σκοπού της διεθνούς συμβάσεως που έγινε για την αποτελεσματική εκπλήρωση των καθηκόντων των διπλωματικών αποστολών με την ιδιότητα αυτών ως αντιπροσώπων των κρατών. (…) Έτσι το μίσθιο δεν χρησιμοποιείται για τους σκοπούς της γαλλικής διπλωματικής αποστολής στην Ελλάδα, αλλά για γαλλικές σπουδές (από το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών) και συνεπώς είναι απορριπτέα η ένσταση ελλείψεως δικαιοδοσίας που προτείνει το Γαλλικό Δημόσιο». ↩
- ΑΠ 1398/1986 Ελ Δ/νη 28 (1029), ΠΠρΛειβ 137/1997 ΝΟΜΟΣ: Πολεμικά γεγονότα: «Παράλληλα κατά την κρατούσα στη σύγχρονη θεωρία και πρακτική του διεθνούς δικαίου άποψη, την οποία αποδέχεται και το παρόν Δικαστήριο, γίνεται δεκτό ότι ένα κράτος στερείται της δυνατότητας να επικαλεσθεί την ετεροδικία όταν η επίδικη πράξη για την οποία ενάγεται έχει πραγματοποιηθεί κατά παράβαση κανόνα jus cogens. Στην περίπτωση αυτή γίνεται δεκτό ότι έμμεσα το εναγόμενο κράτος έχει αποποιηθεί την ετεροδικία. Ο εν λόγω κανόνας εξαίρεσης έχει ως γενετήρια μεν αφετηρία την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης, το οποίο έκρινε ότι το δικαίωμα ετεροδικίας δεν εφαρμόζεται όταν πρόκειται για αδικήματα ή πράξεις που αποδοκιμάζονται από το διεθνές δίκαιο, ως δε δικαιολογητική δε βάση επικαλείται τις εξής διατυπώσεις: α) Όταν ένα κράτος παραβιάζει κανόνες αναγκαστικού διεθνούς δικαίου δεν μπορεί να θεωρεί δικαιολογημένα ότι θα του αναγνωρισθεί το δικαίωμα της ετεροδικίας. Συνεπώς, θεωρείται ότι παραιτείται σιωπηρά από το δικαίωμα αυτό. β) Πράξεις κράτους που παραβιάζουν αναγκαστικό διεθνές δίκαιο είναι ανίσχυρες και δεν έχουν το χαρακτήρα κυριαρχικών πράξεων. Στις περιπτώσεις αυτές θεωρείται ότι το εναγόμενο κράτος δεν ενήργησε μέσα στο πλαίσιο της ικανότητάς του ως κυριάρχου. γ) Πράξεις αντίθετες προς το αναγκαστικό διεθνές δίκαιο είναι ανίσχυρες και δεν μπορούν να αποτελέσουν πηγή νόμιμων δικαιωμάτων, όπως αυτό της ετεροδικίας. δ) Η αναγνώριση της ετεροδικίας για πράξη που είναι αντίθετη προς το αναγκαστικό διεθνές δίκαιο θα ισοδυναμούσε με σύμπραξη του εθνικού δικαστηρίου στην προαγωγή μιας πράξης η οποία αποδοκιμάζεται έντονα από την διεθνή έννομη τάξη. ε) Η προβολή ετεροδικίας για επίδικες πράξεις που τελέσθηκαν κατά παράβαση αναγκαστικού κανόνα του διεθνούς δικαίου θα αποτελούσε κατάχρηση δικαιώματος. Και τέλος, στ) με δεδομένο ότι, η αρχή της εδαφικής κυριαρχίας, ως θεμελιώδης κανόνας της διεθνούς έννομης τάξης, είναι υπέρτερη της αρχής της ετεροδικίας, ένα κράτος που παραβιάζει την εν λόγω αρχή με αθέμιτη κατάληψη αλλοτρίου εδάφους δεν είναι δυνατόν να επικαλεσθεί την αρχή της ετεροδικίας για πράξεις που τελέσθηκαν κατά τη διάρκεια της πολεμικής κατοχής». Με αυτό το σκεπτικό το Δικαστήριο έκρινε ότι υφίσταται δικαιοδοσία των Ελληνικών δικαστηρίων, και ότι παραδεκτώς και αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση η υπόθεση ενώπιον του.) ↩
- ΑΠ 1343/1980 ΝοΒ 29, 671 (Αγωγή εξώσεως από μίσθιο στο οποίο στεγαζόταν Πρεσβεία. Το ανώτατο δικαστήριο επικύρωσε την ΕφΑθ 4054/1979 με την οποία απορρίφθηκε η ένδικη εξωστική αγωγή λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας των ημεδαπών δικαστηρίων.) ↩
- ΜΠρΑθ 519/1981 ΕλλΔικ/νη 24 (704) (Διεθνής Δικαιοδοσία των Ελληνικών Δικαστηρίων για εκδίκαση αγωγής δικηγόρου κατά του Ιαπωνικού Δημοσίου που στηρίζεται στη σύμβαση παροχής νομικών υπηρεσιών με πάγια αντιμισθία. Εφαρμοστέο το Ελληνικό Δίκαιο.) ↩
- ΑΠ 1398/1986 Ελ Δ/νη 28 (1029) (Σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μεταξύ Έλληνα και Ιαπωνικής Πρεσβείας. Οι σχετικές διαφορές υπάγονται στη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων γιατί το αλλοδαπό δημόσιο, του οποίου η ευθύνη πηγάζει από σχέση ιδιωτικού δικαίου, δεν απολαύει στη συγκεκριμένη περίπτωση προνομίου ετεροδικίας. Το ανώτατο δικαστήριο επικυρώνει, λοιπόν, την απόφαση του Εφετείου, και δέχτηκε ότι: «ο αναιρεσίβλητος ήταν ασφαλισμένος, ως εργαζόμενος, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, ότι αποδέχθηκε αυτός τον μεταφρασμένο στην ελληνική γλώσσα Κανονισμό Υπηρεσίας των τοπικών υπαλλήλων των Ιαπωνικών Διπλωματικών Αποστολών, χωρίς όμως υπαγωγή της συμβάσεώς του στο Ιαπωνικό Δίκαιο και η καταγγελία της συμβάσεως αυτής έγινε κατά το ελληνικό δίκαιο, με βάση δε τις ειδικές αυτές συνθήκες στην ένδικη διαφορά αρμόζει το Ελληνικό Δίκαιο»), ΠΠρΛειβ 137/1997 ΝΟΜΟΣ ↩
- ΕφΑθ 2724/1985 Ελ Δ/νη 26 (530) ↩