Σωτήριος Καλαμίτσης

Εταιρεία Δικηγόρων

Ποια ένδικα μέσα καταλαμβάνει η νέα διετής καταχρηστική προθεσμία έφεσης – αναίρεσης  

Ο ν. 4335/2015 επέφερε εκτεταμένες αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας σε σημείο που έχει επικρατήσει να γίνεται λόγος για Νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Μεταξύ των πολυάριθμων αλλαγών είναι και εκείνες σε σχέση με την καταχρηστική προθεσμία άσκησης των ενδίκων μέσων της έφεσης και της αναίρεσης, δηλαδή της προθεσμίας που τρέχει σε περίπτωση μη επιδόσεως της αποφάσεως. Πλέον η προθεσμία αυτή είναι δύο (2) έτη από τη δημοσίευση της απόφασης [518§2 και 564§2 ΚΠολΔ], αντί της προϊσχύουσας τριετούς.

Κατά τη μεταβατική διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου ένατου του ν. 4335/2015 «Οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές.»

Δοθέντος ότι η ως άνω μεταβατική διάταξη δεν διακρίνει μεταξύ των διατάξεων που αφορούν στη διαδικασία άσκησης και συζήτησης των ενδίκων μέσων και των διατάξεων που αφορούν  στο παραδεκτό και στην προθεσμία άσκησης αυτών, κατά το γράμμα αυτής η νέα καταχρηστική προθεσμία καταλαμβάνει όλες τις εφέσεις και αναιρέσεις που κατατίθενται από 01.01.2016 ανεξαρτήτως του χρόνου δημοσίευσης της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Αν ισχύσει, όμως, η νέα συντομότερη προθεσμία για όλα τα από 01.01.2016 κατατιθέμενα ένδικα μέσα, ανεξαρτήτως του πότε δημοσιεύθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, όλες εκείνες οι αποφάσεις που εξεδόθησαν εντός του 2013 και οι οποίες δεν είχαν προσβληθεί με έφεση ή αναίρεση μέχρι και την 31.12.2015 κατέστησαν απρόσβλητές με το αντίστοιχο ένδικο μέσο από 01.01.2016. Και τούτο, διότι, αν κατατεθεί εντός του 2016 έφεση ή αναίρεση, το εμπρόθεσμο αυτής θα κριθεί βάσει της νέας, ήδη παρελθούσης διετούς, προθεσμίας και όχι βάσει της παλαιάς τριετούς που θα συμπληρωνόταν κάποια στιγμή μέσα στο 2016.

Το αποτέλεσμα αυτό, αν και σύμφωνο με το γράμμα της μεταβατικής διάταξης, αλλά και με το σκοπό της ταχείας διευθέτησης των δικαστικών διενέξεων 1, οδηγεί σε άδικα αποτελέσματα, αφού διάδικοι που με το παλαιό καθεστώς θεωρούσαν πως έχουν τρία (3) έτη για την προσβολή δικαστικών αποφάσεων, χάνουν αιφνιδίως την προθεσμία άσκησης αυτών.

Φυσικά, θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως, αφενός, η μεταβατική διάταξη θέτει ένα σαφές χρονικό σημείο για τη μετάβαση στο νέο καθεστώς, έτσι ώστε η προθεσμία να είναι ενιαία για όλες τις αποφάσεις, μη διαφοροποιούμενη αναλόγως του χρόνου δημοσίευσης αυτών κατά τρόπο που θα μπορούσε να προκαλέσει σύγχυση, αφετέρου, οι διάδικοι που επιθυμούσαν να ασκήσουν έφεση ή αναίρεση κατά αποφάσεων εκδοθεισών ήδη από το 2013, είχαν επαρκή χρόνο για να πράξουν αυτό μετά τη δημοσίευση του ν. 4335/2015 (την 23.07.2015) και μέχρι και την 31.12.2015, εν όσω, δηλαδή, ίσχυε ακόμη η τριετής προθεσμία. 2Κατά τη συλλογιστική αυτή, λοιπόν, δεν είναι άδικη η ως άνω θέση, ενώ προάγει την ασφάλεια δικαίου θέτοντας ένα αντικειμενικό χρονικό όριο (01.01.2016) μετάβασης από το παλαιό στο νέο νομοθετικό καθεστώς, και, μάλιστα, για το σύνολο των περί ενδίκων μέσων διατάξεων, είτε αφορούν στον τρόπο άσκησης και στη διαδικασία συζήτησης, είτε αφορούν στην προθεσμία άσκησής τους.

Υπάρχει, όμως, και αντίλογος. Δεν είναι καθόλου  πειστική η θέση ότι η διατήρηση της ήδη ισχύουσας προθεσμίας εφέσεως ή αναιρέσεως για τις προ της 01.01.2016 δημοσιευθείσες αποφάσεις πλήττει την επιθυμητή ασφάλεια δικαίου περισσότερο από ότι η συνύπαρξη διαφορετικών κανόνων εκδίκασης αυτών, αναλόγως του χρόνου κατάθεσης του ενδίκου μέσου (πριν ή μετά την 01.01.2016). Άλλωστε, σε κάθε τροποποίηση κανόνα δικαίου «κινδυνεύει» η ασφάλεια δικαίου. Όταν δε η τροποποίηση οδηγεί σε απώλεια δικαιωμάτων και δικονομικών ευχερειών, ο κίνδυνος αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα. Η όψιμη σύντμηση κατά 1/3 της προθεσμίας ασκήσεως εφέσεως ή αναίρεσης δημιουργεί τέτοιον, ιδιαζούσης βαρύτητας κίνδυνο, ειδικά από τη στιγμή που οδηγεί σε απώλεια του θεμελιώδους δικαιώματος προσβολής μιας δικαστικής απόφασης με ένδικο μέσο. Δεν πρέπει να λησμονηθεί πως ο στερούμενος νομικών γνώσεων διάδικος ούτε παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τις αλλαγές της δικονομίας ούτε βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία με τον δικηγόρο του, από τον οποίον ενδεχομένως να ενημερώθηκε για την τριετή προθεσμία όταν η απόφαση δημοσιεύθηκε (το 2013) και έκτοτε να μην ξαναεπικοινώνησε μαζί του θεωρώντας πως έχει χρονικά περιθώρια για να αποφασίσει, αν θα προχωρήσει στην άσκηση ενδίκου μέσου. Ούτε, βεβαίως, είναι κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας αναμενόμενο ο δικηγόρος να εξετάζει όλες τις παλαιές υποθέσεις που έχει αναλάβει και να αναζητεί τους παλαιούς εντολείς του για να τους ενημερώσει για τις δικονομικές αλλαγές από τότε που επικοινώνησαν τελευταία φορά.

Επομένως, για λόγους επιείκειας, αλλά και για την πλήρη διασφάλιση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας και δίκαιης δίκης (20 Σ και 6 ΕΣΔΑ), κρίνεται ορθότερος ο διαχωρισμός, τουλάχιστον, των περί καταχρηστικής προθεσμίας νέων διατάξεων από τις υπόλοιπες που αφορούν στα ένδικα μέσα και η ερμηνευτική διευκρίνιση/διόρθωση του μεταβατικού καθεστώτος, έτσι ώστε η νέα συντομότερη προθεσμία να ισχύει μόνον για τις αποφάσεις που δημοσιεύονται από 01.01.2016 και μετά. Η θέση αυτή φαντάζει αντίθετη προς το γράμμα της μεταβατικής διάταξης του ν. 4335/2015, ωστόσο ευπροσώπως θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως ο νομοθέτης εκ παραδρομής δεν εξαίρεσε τις περί προθεσμιών τροποποιήσεις από τις υπόλοιπες (και αριθμητικά) περισσότερες που αφορούν στη διαδικασία άσκησης και συζήτησης των ενδίκων μέσων.

Η επιεικέστερη αυτή θέση είναι σύμφωνη και με τις γενικές αρχές διαχρονικού δικονομικού δικαίου που αποτυπώνονται στα άρθρα του Εισαγωγικού Νόμου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Σύμφωνα με τα άρθρα 24§1 και 25§1 ΕισΝΚΠολΔ το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, το επιτρεπτό των προβαλλομένων λόγων και η προθεσμία άσκησής τους κρίνεται σύμφωνα με τον νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της απόφασης. Αντιθέτως, οι διατάξεις για τον τρόπο άσκησης καταλάμβαναν όλα τα ένδικα μέσα που ασκούνταν μετά τη θέση σε ισχύ του Κώδικα ανεξαρτήτως του χρόνου δημοσιεύσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως (25§2 ΕισΝΚΠολΔ), ενώ εκείνες για τη συζήτηση των ενδίκων μέσων (25§3 ΕισΝΚΠολΔ) καταλάμβαναν όλα τα ένδικα μέσα, είτε ασκήθηκαν πριν ή μετά τη θέση σε ισχύ του Κώδικα και ανεξαρτήτως του χρόνου δημοσίευσης της προσβαλλομένης. 3 Με τις ρυθμίσεις του ΕισΝΚΠολΔ εξασφαλιζόταν η μέγιστη ασφάλεια δικαίου. Ο χρόνος δημοσίευσης της προσβαλλομένης – γεγονός, επίσης, αντικειμενικό και, μάλιστα, μη εξαρτώμενο άμεσα από τη βούληση του διαδίκου, αλλά από την δικαστική αρχή – καθόριζε το δίκαιο που διέπει το παραδεκτό και εμπρόθεσμο των ενδίκων μέσων, όπως και το επιτρεπτό των προβαλλομένων λόγων, ενώ η διαδικασία άσκησης και συζήτησης ήταν ενιαία για όλα τα ένδικα μέσα. Ο διάδικος γνώριζε αν μπορεί και πότε να προσβάλλει μια απόφαση 4, αλλά και το ποια παράπονά του μπορούσαν να αποτελέσουν λόγους έφεσης ή αναίρεσης, ενώ η διαδικασία άσκησης και συζήτησης ήταν μία για όλες τις εφέσεις και αναιρέσεις, έτσι ώστε να μην προκαλείται σύγχυση και δυσλειτουργία ακόμη στην καθημερινή δικαστηριακή πρακτική. 5.

Ο νομοθέτης του ν. 4335/2015 δεν «αντέγραψε» το μάλλον επιτυχημένο μεταβατικό σχήμα του ΕισΝΚΠολΔ (το οποίο ηδύνατο και να διορθώσει, στην περίπτωση που είχαν διαπιστωθεί ατέλειες από την εφαρμογή του). Επέλεξε μια γενική, κάπως αόριστη διάταξη, η οποία δημιουργεί τον εκτεθέντα προβληματισμό. Η γενικότητα, όμως, της διατάξεως και η ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, επιτρέπουν, αν δεν επιβάλλουν, να υιοθετηθεί η ερμηνεία ότι η προθεσμία καθορίζεται από το χρόνο δημοσίευσης της απόφασης που  προσβάλλεται. 6.

Σημ: Υπαρχουσών ήδη αντιφατικών αποφάσεων Τμημάτων του Αρείου Πάγου (519/2017 και 1176/2017) αναμένεται η επίλυση του ζητήματος από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατόπιν παραπομπής με την απόφαση 1855/2017 του Α2 Τμήματος του Αρείου Πάγου.

Νίκος Καλαμίτσης   

 08.01.2016 – updated 11.10.2017

  1. ρητώς αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου πως σκοπούμενο είναι «η ταχεία περάτωση των δικών».
  2. Aυτό ακριβώς αναφέρεται στην ΑΠ 1176/2017 (Β1 Τμήμα, ΝΟΜΟΣ) που δέχθηκε την άποψη ότι η διετής καταχρηστική προθεσμία καταλαμβάνει και τα ένδικα μέσα που ασκούνται μετά την 01.01.2016, κατά αποφάσεων δημοσιευθεισών προς της ημερομηνίας αυτής:  “Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι οι διάδικοι που είχαν ήδη πριν από την 1-1-2016 δικαίωμα να ασκήσουν ένδικα μέσα κατά μη επιδοθείσης αποφάσεως αιφνιδιάσθηκαν από την επελθούσα με το ν. 4335/2015 νομοθετική μεταβολή, ενόψει τόσο της ευρείας δημοσιότητας που δόθηκε στην τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με τον πιο πάνω νόμο όσο και του μακρού χρόνου που μεσολάβησε από τη δημοσίευσή αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (23-7-2015) μέχρι την έναρξη της ισχύος του (1-1-2016).”
  3. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, άρθρα 24-25 ΕισΝ
  4. Ας σημειωθεί ότι ο ΕισΝΚΠολΔ περιλαμβάνει και ειδικές μεταβατικές διατάξεις για τις προθεσμίες στο άρθρο 13, σύμφωνα με τις οποίες η διάρκεια των προθεσμιών κρίνεται κατά το προϊσχύσαν δίκαιο, ενώ η παράταση (και όχι σύντμηση), η αναστολή και η διακοπή τους κατά το νέο δίκαιο.
  5. Ως προς τις διατάξεις του ΕισΝΚΠολΔ αναφέρεται στην αναφερθείσα ΑΠ 1176/2017 (ΝΟΜΟΣ) “Δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ότι για τις αποφάσεις που δημοσιεύθηκαν προ της 1-1-2016 χωρίς να επιδοθούν εξακολουθεί και μετά την 1-1-2016 να ισχύει η τριετής προθεσμία που προβλεπόταν από τη διάταξη του άρθρου 564 παρ.3 ΚΠολΔ πριν από την κατά τ` ανωτέρω αντικατάστασή της. Τούτο, διότι οι διατάξεις: α) του άρθρου 13 παρ.2 ΕισΝ ΚΠολΔ, κατά την οποία ‘Η διάρκεια των προθεσμιών που είχαν αρχίσει πριν από την εισαγωγή του ΚΠολΔ και δεν έχουν λήξει, καθώς και η παρέκτασή τους, κρίνονται σύμφωνα με το δίκαιο που ίσχυε πριν από την εισαγωγή του’, β) του άρθρου 24 παρ.1 εδ. α` ΕισΝ ΚΠολΔ, κατά την οποία ‘Το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, το επιτρεπτό των προβαλλόμενων λόγων και ο χρόνος της άσκησης κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο που δημοσιεύεται η απόφαση’ και γ) του άρθρου 72 παρ.4 του ν. 3994/2011 με ταυτόσημο με την αμέσως προηγούμενη περιεχόμενο, αφορούν προηγούμενες νομοθετικές μεταβολές και όχι αυτή που επήλθε με το ν. 4335/2015, στην οποία εφαρμόζεται η ως άνω διάταξη του άρθρου 1 άρθρο ένατο παρ.2 του ν. 4335 /2015, ως ειδική. “
  6. Την θέση αυτή υιοθέτησε η ΑΠ 519/2017 (Β2 Τμήμα, ΝΟΜΟΣ) με την αιτιολογία ότι η ερμηνευτική εκδοχή περί εφαρμογής της νέας διετούς καταχρηστικής προθεσμίας ανεξαρτήτως του χρόνου εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως “θα κατέληγε σε άτοπα αποτελέσματα, καθότι αίτηση αναίρεσης κατ’ απόφασης που είχε δημοσιευθεί σε χρόνο μεγαλύτερο της διετίας και μικρότερο της τριετίας πριν την άσκηση της αναίρεσης θα ήταν παραδεκτή ως εμπρόθεσμη, εάν ασκείτο μέχρι τις 31.12.2015, ενώ θα ήταν απαράδεκτη ως εκπρόθεσμη, εάν ασκείτο αμέσως μετά την 1.1.2016, αφού θα είχε εντωμεταξύ συμπληρωθεί η διετής προθεσμία από τη δημοσίευσή της. Περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρου 24 του ΕισΝΚΠολΔ, η οποία απηχεί θεμελιώδη αρχή από άποψη διαχρονικού δικονομικού δικαίου ως προς το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, προκειμένου να μην αιφνιδιάζεται ο διάδικος, ούτε να στερείται αυτός κεκτημένων δικονομικών δικαιωμάτων, ορίζεται στην παρ.1 εδ. α αυτής ότι το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, το επιτρεπτό των προβαλλομένων λόγων και ο χρόνος άσκησης κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο που δημοσιεύεται η απόφαση, ενώ στην παρ.2 αυτής ορίζεται ειδικότερα ότι οι διατάξεις των άρθρων 518 παρ.2, 545 παρ.5 και 564 παρ.2 εφαρμόζονται και στις αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν την εισαγωγή του και ότι οι προθεσμίες που καθορίζονται από τις διατάξεις αυτές αρχίζουν από την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου.” Η απόφαση αυτή, πάντως, θέτει ένα απώτατο χρονικό όριο για την άσκηση ενδίκων μέσων, εκείνο της 01.01.2018, κατ’ εφαρμογή της γενικής αρχής που αποτυπώνεται στην 18§2 ΕισΝΑΚ, όπου “ορίζεται ότι αν ο χρόνος παραγραφής του Κώδικα είναι συντομότερος από αυτόν που προβλέπει το ως τώρα δίκαιο, υπολογίζεται ο συντομότερος από την εισαγωγή του Κώδικα και αρχίζει από αυτήν. Στην περίπτωση όμως που ο χρόνος παραγραφής του έως τώρα δικαίου συμπληρώνεται νωρίτερα από το χρόνο που ορίζεται στο Κώδικα, η παραγραφή συμπληρώνεται μόλις περάσει ο χρόνος παραγραφής του έως τώρα δικαίου. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι η νέα διάταξη του άρθρου 564 παρ. 2 του ΚΠολΔ, με την οποία καθιερώνεται διετής καταχρηστική προθεσμία από τη δημοσίευση της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, έχει εφαρμογή επί αιτήσεων αναίρεσης που ασκούνται μετά την 1.1.2016 και στρέφονται κατ’ αποφάσεων που δημοσιεύθηκαν πριν τη χρονολογία αυτή (έναρξη ισχύος του Ν. 4335/2015) υπό την έννοια ότι δεν είναι επιτρεπτή, ως εκπρόθεσμη, η άσκηση αυτής μετά την 1η Ιανουαρίου 2018, οπότε συμπληρώνεται η διετής προθεσμία που προβλέπει η νέα διάταξη του άρθρου 564 παρ.2 από την 1η Ιανουαρίου 2016 (έναρξη εφαρμογής του Ν. 4335/2015) και η οποία αποτελεί το απώτατο χρονικό όριο για την άσκηση αναίρεσης. Στη περίπτωση όμως που εντός της πιο πάνω διετίας (1.1.2016 – 1.1.2018) λήγει η τριετής καταχρηστική προθεσμία, ως εκ του χρόνου δημοσίευσης της πριν την 1.1.2016 εκδοθείσας απόφασης που προσβάλλεται με την αίτηση αναίρεσης, η ανωτέρω προθεσμία λήγει κατά την χρονολογία αυτή κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 564 παρ.2 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προηγουμένως, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 24 παρ.2 ΕισΝΚΠολΔ και 18 παρ. 2 εδ β ΕισΝΑΚ, αναλόγως εφαρμοζομένης και επί προθεσμιών (πρβλ ΟλΑΠ 296/1974 στην αντίστροφη περίπτωση της αύξησης της ως άνω καταχρηστικής προθεσμίας από διετή κατά το άρθρο 817 παρ. 4 της ΠολΔ σε τριετή με τον ΚΠολΔ/1968).” Κατά την άποψη του γράφοντος η θέση αυτή μη ορθά συγχέει τον ουσιαστικού δικαίου θεσμό της παραγραφής με τις δικονομικές προθεσμίες. Ουδείς λόγος συντρέχει για την επίλυση ενός δικονομικού ζητήματος δια της προσφυγής στις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου