Σωτήριος Καλαμίτσης

Εταιρεία Δικηγόρων

Provisionally Enforceable Amount: Capital and/or Interest?Προσωρινώς Εκτελεστό Ποσό: Κεφάλαιο και/ή Τόκος;

Το πρωτόδικο δικαστήριο έχει τη δυνατότητα κατόπιν αιτήσεως του ενάγοντος να κηρύξει την απόφαση του επί της ένδικης διαφοράς προσωρινώς εκτελεστή. Προσωρινώς εκτελεστή απόφαση είναι εκείνη δυνάμει της οποίας ο δανειστής μπορεί να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση κατά του καθ’ ου οφειλέτη πριν η απόφαση επί της αγωγής καταστεί τελεσίδικη ακόμα και κατά τη διάρκεια της ανασταλτικής προθεσμίας των ένδικων μέσων. Η πρωτόδικη απόφαση με την κήρυξή της ως προσωρινώς εκτελεστής καθίσταται νόμιμος εκτελεστός τίτλος.

Zήτημα γεννάται στην περίπτωση που το πρωτόδικο δικαστήριο κηρύξει την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή για μέρος μόνον της εκδικαζόμενης χρηματικής οφειλής και όχι για ολόκληρη. Τούτο διότι συνήθως, αν όχι πάντοτε, με τις καταψηφιστικές δικαστικές αποφάσεις επιδικάζεται ορισμένο ποσό κατά κεφάλαιο πλέον νομίμου τόκου και ορίζεται ένα κατ’ αποκοπήν ποσό ως προσωρινώς εκτελεστό χωρίς να διευκρινίζεται, αν το ποσό αυτό αποτελεί α] κεφάλαιο μόνον άνευ τόκου, ή β] ποσό, στο οποίο περιλαμβάνεται μέρος του επιδικασθέντος κεφαλαίου και ο επί του μέρους αυτού τόκος [για την ακρίβεια ο καταλογισμός γίνεται πρώτα στον τόκο και μετά στο κεφάλαιο]. 1 Καταρχήν το δικαστήριο θα έπρεπε να καθορίζει με την απόφασή του το επακριβές ποσό που ο οφειλέτης θα καταβάλει προσωρινά στον δανειστή και ιδίως εάν το επιδικασθέν ποσό αποτελεί τόκους ή κεφάλαιο. 2 Ωστόσο, στην περίπτωση που η απόφαση αναφέρει το προσωρινώς εκτελεστό ποσό χωρίς, όμως, να διευκρινίζει περαιτέρω, γεννάται η ως άνω αμφιβολία περί του ορθού καταλογισμού του ποσού. Η απάντηση στο ζήτημα αυτό είναι κρίσιμη, καθώς η κάθε εκδοχή οδηγεί σε διαφορετικό υπολογισμό της οφειλής και επηρεάζει το τελικό μέγεθός της.

Η πρώτη άποψη 3, που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί και κρατούσα, υποστηρίζει πως στην περίπτωση που το δικαστήριο επιδικάσει συγκεκριμένο ποσό, το οποίο αποτελεί τμήμα της οφειλόμενης χρηματικής παροχής, χωρίς να διευκρινίζει περαιτέρω, το ποσό αυτό θα καταλογισθεί εξ ολοκλήρου στο κεφάλαιο της συνολικής απαίτησης. Το προσωρινώς εκτελεστό ποσό, δηλαδή, δεν αποτελεί τμήμα των παρεπόμενων απαιτήσεων όπως τόκοι ή έξοδα. Έτσι, το δικαστήριο, όταν διατάσσει τον οφειλέτη να καταβάλει μερικώς χρηματικό ποσό στο δανειστή, αποκλίνει από τον γενικό κανόνα της διάταξης ΑΚ 423, η οποία ορίζει ότι τα καταβαλλόμενα ποσά καταλογίζονται πρώτα στα έξοδα, μετά στον τόκο και τέλος στο κεφάλαιο της απαίτησης (του δανειστή δικαιουμένου να αρνηθεί την παροχή χωρίς να περιέλθει σε υπερημερία στην περίπτωση που ο οφειλέτης ορίσει αλλιώς τον καταλογισμό). Επομένως, η καταβολή της προσωρινώς επιδικασθείσης απαίτησης καταλογίζεται υποχρεωτικά στο κεφάλαιο και ο δανειστής δεν μπορεί να αρνηθεί τον καταλογισμό αυτόν. Με την καταβολή του προσωρινώς εκτελεστού ποσού αποσβέννυται ισόποσο τμήμα του τελεσιδίκως επιδικασθησομένου κεφαλαίου και, συνακόλουθα, διακόπτεται η τοκοδοσία αυτού του ποσού του κεφαλαίου. 4 Αυτονόητο ότι τα έξοδα της επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης (έκδοση απογράφου, επίδοση κτλ) για το προσωρινώς εκτελεσθέν ποσό, δεν περιλαμβάνονται σε αυτό και εισπράττονται επιπροσθέτως αυτού. 5

Η δεύτερη γνώμη 6 υποστηρίζει πως ακόμη και όταν το δικαστήριο επιδικάζει προσωρινώς μέρος της χρηματικής οφειλής αυτό θα καταλογιστεί με βάση τον κανόνα της ΑΚ 423, ο οποίος εξακολουθεί να ισχύει και στην προκείμενη περίπτωση. Το προσωρινώς εκτελεσθέν ποσό, λοιπόν, εφόσον το δικαστήριο δεν διευκρινίζει, καταλογίζεται με βάση τον ερμηνευτικό κανόνα της ΑΚ 423 πρώτα στους τόκους και μετά στο κεφάλαιο 7. Επομένως, καταβολή του προσωρινώς εκτελεστού ποσού δεν άγει σε απόσβεση ισόποσου τμήματος του τελεσιδίκως επιδικασθησομένου κεφαλαίου, αλλά σε απόσβεση πρώτα του ήδη (κατά την καταβολή) γεγενημένου τόκου και κατά το υπόλοιπο του αντιστοίχου τμήματος του κεφαλαίου. Έτσι καταλείπεται μεγαλύτερο τμήμα κεφαλαίου που συνεχίζει και τοκίζεται μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Στο μέτρο που με τον τόκο αποκαθίσταται η αξία του χρήματος και αποτελεί αυτός αντάλλαγμα που δικαιούται ο δανειστής για το λόγο ότι στερήθηκε ποσότητα χρημάτων για ορισμένο χρόνο (δηλαδή, δεν έλαβε αυτά όταν εδικαιούτο να τα απαιτήσει και εισπράξει), μοιάζει άδικο η τοκοδοσία να συνεχίζεται και για το τμήμα εκείνο της απαίτησης που απεσβέσθη καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Το τμήμα αυτό ευλόγως τοκίζεται μέχρι την απόσβεσή του, η οποία, όμως, συνεπάγεται την ανατροπή για το μέλλον του δικαιοπολιτικού θεμελίου της τοκοδοσίας, καθώς πλέον ο δανειστής έχει στη διάθεσή του (εν στενή – μετρητά – ή ευρεία έννοια – π.χ. επί συμψηφισμού και αποσβέσεως δικής του οφειλής) την αντίστοιχη χρηματική ποσότητα. Δεν πρέπει, όμως, να λησμονείται πως ο νομοθέτης, έχων προφανώς υπόψιν του τα ανωτέρω, ρητώς επέλεξε τη συγκεκριμένη σειρά καταλογισμού (έξοδα, τόκος, κεφάλαιο – 423 ΑΚ) εναρμονιζόμενος με τις «αντιλήψεις του πρακτικού βίου και των συναλλακτικών ηθών, καθ’ ας η πληρωμή των τόκων και εξόδων επιβάλλεται να προηγηθή της του κεφαλαίου» 8 . Η ratio της ΑΚ 423 γίνεται εμφανέστερη υπό το πρίσμα της σύγχρονης οικονομικής πραγματικότητας, αφού ο δανειστής, έχοντας ο ίδιος επιχειρηματική δραστηριότητα και οικονομικές ανάγκες και υποχρεώσεις, σε περίπτωση υπαίτιας καθυστέρησης από τον οφειλέτη να καταβάλει εμπροθέσμως το κεφάλαιο, αναγκάζεται πολλές φορές να προβεί ο ίδιος σε δανεισμό, με δυσμενείς πολλές φορές όρους, για να εξυπηρετήσει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του. 9 Η ζημιά αυτή του δανειστή, ο οποίος πλέον δεν ταυτίζεται με τον τοκογλύφο των προβιομηχανικών και αγροτικών οικονομιών 10, καλύπτεται μόνο μέσω της καταβολής των τόκων 11 και γι αυτό ο οφειλέτης υποχρεούται να εξοφλήσει ολοσχερώς πρώτα τους δεδουλευμένους τόκους, ώστε να καλυφθεί πλήρως η ζημία του δανειστή και ύστερα να εξοφλήσει το κεφάλαιο. Η επιλογή, αυτή δεν είναι δυσανάλογα επαχθής για τον οφειλέτη, ο οποίος βαρύνεται με το στίγμα της μη νομίμου – αδίκου συμπεριφοράς (μη εκπλήρωση ή μη προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής) και, επομένως, δικαίως εκείνος θα επωμισθεί τις αρνητικές συνέπειες των πράξεων και παραλείψεών του. Προέκρινε, επομένως με την ΑΚ 423, ο νομοθέτης το συμφέρον του δανειστή, αποσκοπών στην πληρέστερη δυνατή ικανοποίηση της απαιτήσεώς του, δια της αποκαταστάσεως της περιουσίας του πρώτα ως προς τα έξοδα στα οποία υπεβλήθη για την είσπραξη του λαβείν του από τον υπερήμερο οφειλέτη, εν συνεχεία ως προς την απολεσθείσα αξία της παροχής (τόκος) και τέλος ως προς την ιδία της αρχική και καθυστερημένη παροχή (κεφάλαιο). Άλλωστε, η μερική εξόφληση της παροχής δεν διαφέρει μόνον ποσοτικά, αλλά και ποιοτικά από την ολοσχερή εξόφληση. Ειδικώς δε οι χρηματικές παροχές ενδέχεται να έχουν άλλη αξία ακέραιες και άλλη (μειωμένη) κατά τμήματα (π.χ. άλλη αγοραστική ή επενδυτική ισχύ έχει κάποιος που διαθέτει 1000 € σε μία δεδομένη χρονική στιγμή και άλλη το ίδιο πρόσωπο που σταδιακά/τμηματικά εισπράττει αυτό το ποσό και δεν διαθέτει αυτό στο σύνολό του την ίδια, κρίσιμη χρονική στιγμή της ευκαιρίας αγοράς ή επένδυσης). 12 Η δεύτερη, λοιπόν, άποψη άγει σε πληρέστερη ικανοποίηση του δανειστή και εναρμονίζεται με το σύστημα διατάξεων περί τόκου και απόσβεσης απαιτήσεων του ΑΚ, παρουσιάζουσα το πλεονέκτημα της δογματικής συνέπειας.

Συμπερασματικά, εάν ακολουθηθεί η πρώτη άποψη 13 και το δικαστήριο κηρύξει, χωρίς άλλη διευκρίνιση, ως προσωρινώς εκτελεστό ποσό ορισμένης χρηματικής ποσότητα που αποτελεί τμήμα της συνολικώς εκδικαζομένης απαιτήσεως, τότε η χρηματική αυτή ποσότητα αποτελεί εν όλω μέρος του αρχικού κεφαλαίου, που με την καταβολή αποσβέννυται ισόποσα και παύει να παράγει τόκους. Πιο συνεπής, όμως, δογματικά και σύμφωνη με τα συναλλακτικά ήθη είναι η θέση ότι στην προσωρινώς εκτελεστή χρηματική ποσότητα συμπεριλαμβάνεται τόκος και κεφάλαιο, εκτός αν το δικαστήριο όρισε άλλως.

Σπύρος Μίχας 03.12.2013

__________________________________

  1. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί και μια τρίτη εκδοχή, ότι, δηλαδή, το προσωρινώς εκτελεστό ποσό ανάγεται ως αριθμητικώς προσδιορισμένη ποσότητα αποκλειστικώς σε κεφάλαιο, οφειλομένου, ωστόσο και του επ’ αυτού τόκου, ήτοι η προσωρινώς εκτελεστή διάταξη συνεπάγεται καταδίκη καταβολής ορισμένης χρηματικής ποσότητας πλέον του νομίμου τόκου. Η εκδοχή αυτή, καίτοι καθαρότερη πρακτικά, αφού αποδίδει στη δομή της προσωρινής διατάξεως τα ίδια χαρακτηριστικά με την τελεσίδικη (καταδίκη καταβολής ορισμένου ποσού κεφαλαίου νομιμοτόκως και στις δύο περιπτώσεις), προσκρούσει στη διατύπωση των περισσότερων αποφάσεων, όπου το νομιμοτόκως απαντάται στο σκέλος της συνολικής δικαστικής κρίσεως, ελλείπει, όμως, από τη συγκεκριμένη διάταξη περί προσωρινής εκτελεστότητας. Η γραμματική αυτή διάστιξη δεν επιτρέπει την ερμηνευτική διαστολή της διατάξεως περί προσωρινώς εκτελεστού ποσού, όπερ θα είχε επαχθέστατες συνέπειες για τον οφειλέτη χωρίς να έχει εξαντληθεί και ο δεύτερος βαθμός δικαιοδοσίας. Η ανάγκη για ασφάλεια δικαίου επιβάλλει το ποσό που μπορεί να αφαιρεθεί από την περιουσία του οφειλέτη και με αναγκαστική ακόμη εκτέλεση δυνάμει κρίσεως υποκείμενης σε «αυξημένο» κίνδυνο ανατροπής να είναι αυστηρά προσδιορισμένη είτε αριθμητικά (π.χ. ποσότητα 30.000 €) είτε με τη σαφή διατύπωση ότι ο τόκος είναι επιπλέον της προσδιοριζόμενης αριθμητικώς ποσότητας (π.χ. προσωρινή εκτελεστότητα ως προς μέρος της επιδικασθείς απαιτήσεως εκ 30.000 € πλέον νομίμου τόκου επ’ αυτού).
  2. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, χ.ε., Αθήνα 1978, τομ 1, σελ 137 – Βαθρακοκοίλης, Ερμηνεία ΚΠολΔ, χ.ε., Αθήνα 1997, τόμος Ε, σελ 155 – Νικολόπουλος, εις Ερμηνεία ΚΠολΔ, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα 2000, τόμος Β, σελ 1722 – Χαμηλοθώρης, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2003, τομ 1, σελ 132
  3. Μπρίνιας, οπ, σελ 138 – Βαθρακοκοίλης, οπ, σελ 155 – Νικολόπουλος, οπ, σελ 1722 – Χαμηλοθώρης, οπ, σελ 132
  4. Τα αναφερόμενα στην υποσημείωση υπ’ αρ. 1 του παρόντος περί ανάγκης σαφούς προσδιορισμού του προσωρινώς εκτελεστού ποσού που μπορεί να αποσπασθεί και βίαια από τον οφειλέτη συνηγορούν εκ πρώτης όψεως υπέρ της ώδε παρατιθέμενης γνώμης. Ωστόσο, η ανάγκη προσδιορισμού του εκτελεστού ποσού δεν φθάνει μέχρι του σημείου αυτό να πρέπει να είναι ορισμένη σταθερή ποσότητα. Διαφορετικά κάθε τοκιζόμενη απαίτηση θα ήταν αόριστη. Ο προσδιορισμός του κεφαλαίου και του επιτοκίου αρκούν για τον προσδιορισμό της απαίτησης και κατά το σκέλος του τόκου. Αυτό που μνημονεύθηκε στην υποσημείωση υπ’ αρ. 1 είναι ότι η κρίση περί προσωρινής εκτελεστότητας ενέχει αυξημένο κίνδυνο ανατροπής. Το δικαστήριο διατάσσει την προσωρινή εκτελεστότητα για ορισμένη χρηματικής ποσότητα, βάσει των ειδικώτερων συνθηκών. Η αυθαίρετη διεύρυνση της προσωρινής εκτελεστότητας συνεπάγεται νόθευση της πρωτοβάθμιας σχετικής κρίσεως. Για το λόγο αυτό η αύξηση του εκτελεστού ποσού με την προθήκη του τόκου (και όχι με τη συμπερίληψή του σε αυτό, ως κατά τη δεύτερη εν συνεχεία εκτιθέμενη άποψη) πρέπει να γίνεται μόνον αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο όρισε αδιαμφισβήτητα αυτό.
  5. Μπρίνιας, οπ, σελ 138, Βαθρακοκοίλης, οπ, σελ 155
  6. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα 2003, τόμος 21 (Αναγκαστική Εκτέλεση), σελ 595-598
  7. Ας σημειωθεί ότι η 423 ΑΚ ισχύει γενικώς, ακόμη και σε καταβολές από τρίτους (βλ. Βαθρακοκοίλη, ΕρνΝομμΑΚ, χ.ε., Αθήνα 2003, τ. Β΄, 423, αρ. 7, σ. 512) στο πλαίσιο δικαστικής απόφασης (ΕΑ 453/69 ΕΕΝ 37, 566) ή καταβολές που γίνονται στο πλαίσιο αναγκαστικής εκτέλεσης (βλ. Ι. Καρακατσάνη εις Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, Γενικό Ενοχικό, 423, αρ. 2, σ. 488).
  8. Γεώργιος Μπαλής, Ενοχικόν δίκαιον – κατά τον Κώδικα: Γενικόν μέρος, Αφοί Σάκκουλα, 3η έκδοση, Αθήνα 1969, σ. 404, §122 – βλ. και Ι. Καρακατσάνη εις Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, ο.π.., 423, αρ. 1 (σελ. 487)
  9. Μπέης, οπ, σελ 597
  10. ibid
  11. Άλλωστε επί χρηματικής οφειλής δεν επιτρέπεται η αποζημίωση για αρνητική ζημία, βλ ΑΚ 345
  12. Φυσικά, θα μπορούσε κάποιος να αντιλέξει ότι ο ίδιος ο ΑΚ δίδει άλλες δυνατότητες αποκατάστασης τυχόν πρόσθετης ζημίας του δανειστή, είτε μέσω του θεσμού του ανατοκισμού (296 ΑΚ) είτε μέσω των γενικών περί αποζημιώσεως διατάξεων (π.χ. 297επ. ΑΚ – αν και στις περισσότερες περιπτώσεις θα ευρισκόμεθα προ περιπτώσεων εμμέσου, μη αποκαταστατέας ζημίας).
  13. Η άποψη αυτή ωστόσο θα μπορούσε να αμφισβητηθεί, καθώς δεν υπάρχει πρόσφατη νομολογία επί του θέματος και όσοι συγγραφείς την υποστηρίζουν στην ουσία αναπαράγουν όσα είχε υποστηρίξει από το 1978 ο Μπρίνιας και μάλιστα παραθέτουν τις ίδιες μεμονωμένες αποφάσεις στις οποίες ο Μπρίνιας είχε παραπέμψει χωρίς να προσθέτουν κάτι καινούργιο.