Σωτήριος Καλαμίτσης

Εταιρεία Δικηγόρων

ΣΕ ΠΟΙΕΣ ΕΝΟΡΚΕΣ ΒΕΒΑΙΩΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΝΕΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΩΝ 421-424 ΚΠολΔ

Με την πρόσφατη ριζική αναθεώρηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας δια του νόμου 4335/2015 δημιουργήθηκε για πρώτη φορά χωριστό υποκεφάλαιο για το επώνυμο αποδεικτικό μέσο της ενόρκου βεβαιώσεως. Έτσι, σε τέσσερα (4) άρθρα [421-424 ΚΠολΔ] συγκεντρώνονται πια οι διατάξεις που διέπουν τη λήψη και χρησιμοποίηση ενόρκων βεβαιώσεων, δημιουργώντας ένα ενιαίο για την τακτική και τις ειδικές διαδικασίες 1 πλέγμα ρυθμίσεων, σαφώς πιο λεπτομερές σε σχέση με το προϊσχύον καθεστώς 2. Οι νέες διατάξεις αφίστανται σε κάποια σημεία των παλαιών ρυθμίσεων και χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής και αναλύσεως 3. Αντικείμενο, όμως, του παρόντος σημειώματος δεν είναι  τούτο, αλλά το ποιες ένορκες βεβαιώσεις καταλαμβάνουν οι νέες διατάξεις, με άλλα λόγια ποιο είναι το δίκαιο μετάβασης από το παλαιό στο νέο καθεστώς.

Καταρχάς, στις μεταβατικές διατάξεις του ν. 4335/2015 δεν εντοπίζεται ειδική πρόβλεψη για τις ένορκες βεβαιώσεις. Θα έλεγε, λοιπόν, κάποιος πως ισχύει και ως προς αυτές η γενική μεταβατική διάταξη περί ενάρξεως ισχύος του Κώδικα από 01.01.2016 [άρθρο ένατο παρ. 4 ν. 4335/2015] 4, ήτοι ότι οι μετά την 01.01.2016 διδόμενες ένορκες βεβαιώσεις διέπονται από το νέο καθεστώς, ανεξαρτήτως του αν αφορούν σε αγωγές ήδη εκκρεμείς κατά την 01.01.2016. 5

Εντούτοις, από τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου ενάτου του ν. 4335/2015 διαπιστώνουμε ότι ο νομοθέτης έδωσε βαρύτητα για την επιλογή εφαρμοστέου δικονομικού δικαίου στο χρόνο κατάθεσης 6 της αγωγής. Στις μεν ειδικές διαδικασίες αυτό είναι ξεκάθαρο, αφού με την παράγραφο 2 του άρθρου ενάτου ν. 4335/2015 καθίσταται σαφές πως το νέο δίκαιο διέπει τις νέες (κατατιθέμενες μετά την 01.01.2016) αγωγές, εξ αντιδιαστολής δε το παλαιό δικονομικό καθεστώς διέπει τις παλαιές αγωγές (κατατεθειμένες προ της 01.06.2016). Καθώς δεν διακρίνει ο νομοθέτης ως προς επιμέρους ζητήματα, η ρύθμιση αυτή καταλαμβάνει και τις ένορκες βεβαιώσεις 7, αφού οι σχετικές με αυτές διατάξεις του προϊσχύοντος καθεστώτος ευρίσκονταν διάσπαρτες στα άρθρα 591 επ. ΚΠολΔ [αλλά και στο καταργηθέν πλέον άρθρο 270 ΚΠολΔ – που εφαρμοζόταν κατά παραπομπή της 591 ΚΠολΔ και για το οποίο ο λόγος αμέσως κατωτέρω], δηλαδή στα άρθρα που κατά την προμνησθείσα μεταβατική διάταξη εξακολουθούν εφαρμοστέα στις παλαιές αγωγές.

Το αυτό, όμως, ισχύει και για τις αγωγές που συζητούνται κατά την τακτική διαδικασία, καίτοι ως προς αυτές ο νομοθέτης του ν. 4335/2015 δεν χρησιμοποίησε στην παράγραφο 1 του άρθρου ενάτου διατύπωση γενική, αλλά περιορίσθηκε να ορίσει ότι τα νέα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ ισχύουν μόνον για τις μετά την 01.01.2016 κατατιθέμενες αγωγές [ΜΠρΑθ 11906/2017 Αδημοσίευτη]. Δημιουργείται αμφιβολία για την τύχη των υπόλοιπων διατάξεων που εφαρμόζονται στην τακτική διαδικασία και δεν μνημονεύονται στην ως άνω μεταβατική διάταξη [π.χ. οι διατάξεις για τα αποδεικτικά μέσα]. Καθώς, όμως, οι νέες διατάξεις 237 και 238 ΚΠολΔ αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της τακτικής διαδικασίας και αλληλοδιαπλέκονται με τις υπόλοιπες δικονομικές διατάξεις της τακτικής διαδικασίας κατά τρόπο αδιάρρηκτο, υποστηρίζεται πως συμπαρασύρουν αυτές και ως προς τη μετάβαση από το παλαιό στο νέο καθεστώς. Ειδικά ως προς το εξεταζόμενο ζήτημα, η θέση αυτή φαντάζει σωστή. Και τούτο διότι στις παλαιές, κατατεθείσες μέχρι και την 31.12.2015 αγωγές που πρόκειται να εκδικασθούν κατά την τακτική διαδικασία, η εφαρμογή του παλαιού 237 ΚΠολΔ [πάντα κατά την παράγραφο 1 του άρθρου ενάτου του ν. 4335/2015] συνεπάγεται εφαρμογή και του – τότε ισχύοντος και σήμερα καταργημένου – 270 ΚΠολΔ, στο οποίο καταστρωνόταν ειδικώς και ο τρόπος λήψης και χρησιμοποίησης ενόρκων βεβαιώσεων κατά το παλαιό καθεστώς.

Θα μπορούσε, φυσικά, να αντιλέξει κάποιος πως η εφαρμογή των παλαιών διατάξεων στις παλαιές αγωγές και των νέων στις νέες αφορά γενικώς στη συζήτηση αυτών, το επιμέρους, όμως, ζήτημα των ενόρκων βεβαιώσεων ρυθμίζεται πια από τις απολύτως ειδικές νέες διατάξεις που συνειδητά ο νομοθέτης συγκέντρωσε σε χωριστό υποκεφάλαιο. Έτσι, θα εφαρμοσθούν στις παλαιές αγωγές οι διατάξεις των παλαιών 237, 270 και 591 επ. ΚΠολΔ, όχι, όμως, και εκείνες για τις ένορκες βεβαιώσεις, για τις οποίες θα ισχύσουν ως ειδικότερες οι διατάξεις των νέων άρθρων 421-424 ΚΠολΔ, ανεξαρτήτως του πότε κατατέθηκε η αγωγή στην οποία θα χρησιμοποιηθούν οι βεβαιώσεις. Η λύση αυτή υπηρετεί την αρχή της ασφάλειας δικαίου, αφού η ίδια διαδικασία λήψης και χρησιμοποίησης ενόρκων βεβαιώσεων θα εφαρμόζεται σε όλες τις αγωγές και σε όλες τις διαδικασίες, χωρίς ο εφαρμοστής του δικαίου να πρέπει να καταφεύγει κατά περίπτωση σε άλλες διατάξεις για να κρίνει το παραδεκτό του ίδιου επώνυμου αποδεικτικού μέσου. Πρόκειται, όμως, για λύση που δεν προκύπτει με ασφάλεια από τις μεταβατικές διατάξεις του ν. 4335/2015. Εναντίον δε αυτής μπορεί να υποστηριχθεί και το ότι οι νέες διατάξεις για τις ένορκες βεβαιώσεις είναι συνυφασμένες με την αναβάθμιση της αξίας τους στη νέα τακτική διαδικασία, όπου έχουν την πρωτοκαθεδρία, ενώ η επ’ ακροατηρίω εξέταση μαρτύρων αποτελεί την εξαίρεση, εξαρτώμενη από την κρίση του δικαστηρίου. Επομένως, η αξία της ενόρκου βεβαιώσεως αναβαθμίζεται. Μη ούσης βεβαίας της εξετάσεως μάρτυρα, μόνον έτσι διασφαλίζεται η συνεισφορά μαρτυριών στη δίκη. Εφόσον δε το δικαστήριο διατάξει αυτήν, υποχρεούται να εξετάσει ως μάρτυρα κάποιο από τα πρόσωπα που έδωσαν ένορκες βεβαιώσεις, αν, φυσικά, προσκομίσθηκαν τέτοιες (237§6 ΚΠολΔ). Για τον λόγο αυτόν και ο νομοθέτης αύξησε από τρεις σε πέντε τον επιτρεπτό αριθμό ενόρκων βεβαιώσεων, και επέβαλε την εκ των προτέρων γνωστοποίηση των στοιχείων του μάρτυρα, δίνοντας τη δυνατότητα διατύπωσης ενστάσεων και αιτήσεων εξαίρεσης στο προοίμιο της ενόρκου βεβαιώσεως. Αντιθέτως, στις παλαιές αγωγές, όπου εξακολουθούν να εξετάζονται (κατά κανόνα) μάρτυρες επ’ ακροατηρίω, η ένορκη βεβαίωση έχει – σημαντικό αλλά – πιο υποβαθμισμένο ρόλο, εξ ου και δεν συντρέχει λόγος μεταβολής του τρόπου λήψης και χρησιμοποίησής τους.

Συμπερασματικώς, παρά τη διάσπαση του εφαρμοστέου στο ίδιο αποδεικτικό μέσο δικαίου, μάλλον ορθότερη (όχι, όμως, και απροσμάχητη) de lege lata είναι η άποψη περί εφαρμογής των νέων διατάξεων για τις ένορκες βεβαιώσεις μόνον στις νέες (κατατιθέμενες μετά την 01.01.2016) αγωγές, κατά το σχήμα που χάραξε ο νομοθέτης στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου ενάτου του ν. 4335/2015 8. Σίγουρα δε – μέχρι και να παγιωθεί σχετικώς ορισμένη νομολογιακή θέση – ασφαλέστερη επιλογή για την πρακτική δικηγορία είναι εκείνη της συνδυαστικής εφαρμογής παλαιών και νέων διατάξεων, ώστε σε κάθε περίπτωση (αγωγή, διαδικασία) και ως προς κάθε επιμέρους πτυχή της διαδικασίας (προθεσμία, περιεχόμενο της κλήσεως κ.λπ.) να τηρούνται οι αυστηρότερες προϋποθέσεις παραδεκτού του εν λόγω αποδεικτικού μέσου. 9

Νίκος Καλαμίτσης

15.03.2016

 

  1. δοθέντος ότι η 591§1 ΚΠολΔ εξακολουθεί να ορίζει ότι «τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών», δεν υπάρχουν δε ειδικές διατάξεις αντίθετες στις 421 – 424 ΚΠολΔ.
  2. Τούτο δικαιολογείται και από το γεγονός ότι με την αναθεώρηση του Κώδικα αναβαθμίζεται η αξία των ενόρκων βεβαιώσεων, αφού πια στην τακτική διαδικασία δεν είναι δεδομένη η επ’ ακροατηρίω εξέταση μαρτύρων, αλλά επαφίεται στην κρίση του δικαστηρίου. Αν δε το δικαστήριο κρίνει αναγκαία την εξέταση μαρτύρων, υποχρεούται, εφόσον έχουν προσκομισθεί ένορκες βεβαιώσεις, να εξετάσει ως μάρτυρα κάποιο από τα πρόσωπα που έδωσαν αυτές (237§6 ΚΠολΔ).
  3. Πλέον προβλέπεται προθεσμία δύο εργασίμων ημερών για την κλήτευση του αντιδίκου (αλλά και των ομοδίκων) σε όλες τις διαδικασίες [ενώ κατά το παλαιό καθεστώς σε ορισμένες ειδικές διαδικασίες ίσχυε προθεσμία 24 ωρών] και ανεξαρτήτως του που θα ληφθεί η βεβαίωση [με το παλαιό καθεστώς η προθεσμία κλήτευσης για ένορκες διδόμενες ενώπιον προξένου ήταν 8 ημέρες για την τακτική διαδικασία και για τις διαδικασίες γαμικών διαφορών, διαφορών σχέσεων γονέων-τέκνων και πιστωτικών τίτλων] , απαιτείται στην κλήση να κατονομάζονται τα πρόσωπα που θα βεβαιώσουν, επιτρέπεται στους λοιπούς διαδίκους όχι μόνον να παραστούν κατά τη λήψη της ενόρκου βεβαιώσεως, αλλά και να ζητήσουν την καταγραφή στο προοίμιο αυτής «ενστάσ[εων] και αιτήσε[ων] εξαίρεσης εκείνου, που δίδει τη βεβαίωση», ενώ ορίζεται πως ο κάθε διάδικος μπορεί να λάβει μέχρι πέντε ένορκες βεβαιώσεις πλέον άλλων τριών για την αντίκρουση. Βλ. αναλυτικότερα στις Σημειώσεις του Βασιλείου Χατζηιωάννου εδώ 
  4. Άλλωστε, στο μέτρο που η κλήτευση για τη λήψη ένορκης βεβαίωσης αποτελεί διαδικαστική πράξη, κάτι τέτοιο είναι σύμφωνο και προς τη διαχρονική αρχή μετάβασης που αποτυπώνεται και στο 12 ΕισΝΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο οι διαδικαστικές πράξεις που διενεργούνται μετά την έναρξη ισχύος του νέου νομοθετικού καθεστώτος διέπονται από αυτό, ενώ οι ήδη διενεργηθείσες κρίνονται κατά το προϊσχύσαν.
  5. Βλ. Βασίλειο Χατζηιωάννου, σχόλιο κάτω από την ΑΠ 638/2015 (που αφορά στο παλαιό καθεστώς) εις ΝοΒ 2015, 2259
  6. Αγωγές κατατεθείσες προ της 01.01.2016, αλλά επιδιδόμενες, ήτοι ασκούμενες, μετά την 01.01.2016 διέπονται από το προ της 01.01.2016 καθεστώς.
  7. έτσι στην ΜΠρΑθ 1106/2016 ΕΕργΔ 2016, 741
  8. contra Μιχαήλ Μαρκουλάκης, “Λήψη ένορκης βεβαίωσης στο πλαίσιο δίκης ήδη εκκρεμούς την 01.01.2016” εις ΕΕργΔ 2016, 635
  9. Θα πρέπει να θεωρηθεί δεδομένο πως ένορκες βεβαιώσεις ληφθείσες προ της 01.01.2016 κρίνονται ως προς το παραδεκτό αυτών κατά το προϊσχύον δίκαιο, μη υφισταμένης αντίθετης ρυθμίσεως στον ν. 4335/2015 και κατά την διαχρονική αρχή μεταβατικού δικαίου του εδ. β΄του άρθρου 21 ΕισΝΚΠολΔ.