Σωτήριος Καλαμίτσης

Εταιρεία Δικηγόρων

Σκέψεις για την αποχή διαρκείας των δικηγόρων

Από καταθέσεως του σχεδίου νόμου για τις τροποποιήσεις στην Πολιτική Δικονομία η Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας δρομολόγησε κινητοποιήσεις κατά των ρυθμίσεών του. Στο πρόσφατο «δημοψήφισμα» η συντριπτική πλειονότητα των ψηφισάντων δικηγόρων ετάχθη υπέρ της συνέχισης των κινητοποιήσεων, η δε επιλογή της αποχής διαρκείας συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία. Το αποτέλεσμα σεβαστό, ωστόσο, θεμιτή είναι και η – αδικαιολογήτως καθυστερημένη – έκφραση σχετικών προβληματισμών.

Α. Καταρχάς, θα πρέπει να εξετασθεί (εν συντομία) «γιατί [οι δικηγόροι] είμαστε αντίθετοι στο νομοσχέδιο του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας»[1]. Αφήνοντας στην άκρη το γενικό παράπονο περί μη λήψεως υπόψιν από τους συντάκτες του νομοσχεδίου των παρατηρήσεων και προτάσεων δικηγόρων και δικαστών στο πλαίσιο της προηγηθείσης «δημόσιας διαβούλευσης», αλλά και εκείνο περί διατήρησης του υψηλού κόστους πρόσβασης στη δικαιοσύνη [καίτοι ως προς το σημείο αυτό οι κινητοποιήσεις των δικηγόρων δεν υπήρξαν το ίδιο δυναμικές στο παρελθόν], οι αντιρρήσεις συνοψίζονται στα εξής:

i. «Με τις προτεινόμενες αλλαγές στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και τους πλειστηριασμούς ακινήτων καταργούνται βασικά ένδικα μέσα και προβλέπονται ασφυκτικές προθεσμίες. Ενισχύονται τα προνόμια των Τραπεζών και περιορίζονται τα  δικαιώματα εργαζομένων, δημοσίων υπαλλήλων, ασφαλιστικών οργανισμών κ.α. Ειδικότερα, ο επανακαθορισμός της σειράς κατάταξης των δανειστών στον πίνακα γενικών προνομίων και η κατάργηση της ισχύουσας πρόβλεψης για τη διαίρεση του πλειστηριάσματος σε ποσοστά, ευνοεί αποκλειστικά τις Τράπεζες, σε βάρος κάθε άλλου δανειστή, συμπεριλαμβανομένου του Δημοσίου και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης.

Η ανωτέρω διαπίστωση περί της προνομιακής μεταχείρισης των Τραπεζών απαντά σαφώς και στην έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους: ‘Από τις προτεινόμενες διατάξεις ενδέχεται να προκληθεί απώλεια εσόδων του Δημοσίου και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, λόγω της αποδυνάμωσης των ισχυόντων σήμερα προνομίων τους στις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης’!  Τούτο ομολογούν δημόσια  και οι αρμόδιοι Υπουργοί Οικονομικών και Δικαιοσύνης: ‘Η εν λόγω απώλεια εσόδων θα αναπληρώνεται από άλλες πηγές εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού και των ανωτέρω φορέων κατά περίπτωση’! Δηλ. δίδονται προνόμια στις Τράπεζες και στη συνέχεια αναζητείται η κάλυψη αυτής της συνειδητής δημοσιονομικής απώλειας πάλι μέσω, προδήλως, νέων φορολογικών ρυθμίσεων σε βάρος του πολίτη.

Πρόκειται για ρυθμίσεις που έρχονται σε συνέχεια σειράς βαρύτατα δυσμενών μέτρων κατά της μικρής και μεσαίας τάξης καθώς και της μικρής ιδιοκτησίας της χώρας!»[2] και

ii. «Με τις προτεινόμενες αλλαγές στην τακτική διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, η προφορική συζήτηση της υπόθεσης, η εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο, κατ’ αρχάς, καταργείται. Αυτή η βουβή συζήτηση γίνεται χωρίς την παρουσία μαρτύρων, διαδίκων και  πληρεξουσίων δικηγόρων! Έτσι, εισάγεται ένα “πρότυπο δίκης”, όπου αναιρούνται οι θεμελιώδεις αρχές της αμεσότητας και της προφορικότητας που διέπουν την πολιτική δίκη. Καθίσταται άνευ ουσιαστικού περιεχομένου η αποδεικτική διαδικασία και κάθε έννοια δίκαιης δίκης.

Οι εν λόγω ρυθμίσεις θα προκαλέσουν σειρά σοβαρών προβλημάτων στην πράξη για όλους (πολίτες-διαδίκους, δικηγόρους, δικαστικούς λειτουργούς). Και είναι βέβαιο ότι θα επιφέρουν περαιτέρω επιβράδυνση στην απονομή της δικαιοσύνης.»[3]

Ξεκινώντας αντίστροφα, οφείλουμε να εκφράσουμε τη διαφωνία μας ως προς το ότι η «κατάργηση» της επ’ ακροατηρίω προφορικής συζήτησης καθιστά «άνευ ουσιαστικού περιεχομένου την αποδεικτική διαδικασία και κάθε έννοια δίκαιης δίκης». Από τη στιγμή που οι διάδικοι θα εισφέρουν, όπως μέχρι σήμερα, τα αποδεικτικά μέσα που έχουν στην διάθεσή τους, με σχολιασμό στις γραπτές προτάσεις τους και με όρους ισότητας, δεν κατανοούμε πως προεξοφλείται ότι η διαδικασία στερείται ουσίας και δικαίου. Οι δε θεμελειώδεις αρχές της αμεσότητας και προφορικότητας, πέραν του ότι δεν αποτελούν ιερά και όσια που ουδείς μπορεί να αγγίξει, έχουν σε μεγάλο βαθμό αναιρεθεί στην πράξη. Η δυνατότητα προσκομιδής σωρείας εγγράφων (αφού πλέον στην καθημερινή ζωή τα πάντα καταγράφονται) και η πίεση χρόνου στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία έχουν σαν αποτέλεσμα η προφορική συζήτηση να συρρικνούται. Πόσες φορές ακούγεται από την έδρα η φράση «[αυτό που ρωτάτε] δεν προκύπτει εξ εγγράφων κ. συνήγορε;»; Πόσες άλλες ο διευθύνων τη συζήτηση δεν επιμένει στο να περιορίζονται οι ερωτήσεις των συνηγόρων προς τους μάρτυρες, σε βαθμό που συχνά ενοχλούμαστε; Επιπλέον, ποια αποτελεσματική αμεσότητα επιτυγχάνεται όταν ο δικαστής, φορτωμένος με υπέρογκο αριθμό δικογραφιών, θα μελετήσει τη συζητηθείσα υπόθεση για να εκδώσει απόφαση αρκετούς μήνες μετά τη συζήτησή, βάσει εγγράφων και μαγνητοφωνημένων (αν έχει την τύχη να υπάρχει μαγνητοφώνηση) ή χειρόγραφων πρακτικών αυτής; Σε όλα αυτά, ας αναλογισθούμε τι καταθέτουν και τι δεν καταθέτουν οι – έχοντες συνήθως επιλεκτική μνήμη – μάρτυρες και πόσες φορές, όταν αναζητούμε μάρτυρες, εμφανίζονται πρόσωπα που είναι διατεθειμένα «να πουν αυτά που πρέπει να πουν». Κι ας θυμηθούμε το ζήλο ορισμένων δικηγόρων (ιδίως όταν παρίστανται «μετά» του εντολέως τους) να διακόπτουν ή να «επιτίθενται» στον μάρτυρα του αντιδίκου και να εξετάζουν με τη μέθοδο της υπαγόρευσης (συνειδητά ή μη) τον μάρτυρα του εντολέως τους. Όλα τα ανωτέρω σε μια διαδικασία που ξεκινά στις 09:00 και συνήθως καταλήγει στις 15:00 να μην έχει ολοκληρωθεί ως προς όλες τις υποθέσεις του εκθέματος, οι οποίες και αναβόλλονται για μήνες ή και έτη ακόμη. Οι συντελεστές της δίκης ξεροσταλιάζουν στα ακροατήρια επί ώρες, μόνον και μόνον για να μάθουν τη νέα δικάσιμο της υπόθεσης.

Με την προτεινόμενη νέα διαδικασία, οι διάδικοι δύνανται να προβάλουν τους ισχυρισμούς τους και όσα αποδεικτικά μέσα διαθέτουν, να υποβάλουν μαρτυρικές καταθέσεις με τη μορφή ενόρκων βεβαιώσεων και αν ζητηθεί και κριθεί αναγκαίο να κληθούν να παραστούν και σε προφορική συζήτηση διάδικοι και μάρτυρες προς εξέταση. Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι πρόκειται για διαδικασία πιο αποτελεσματική και δίκαια από τη σημερινή. Εκτιμάται, όμως, ως θετική η πρόθεση περιορισμού της επ’ ακροατηρίω συζήτησης στις υποθέσεις όπου αυτή θα κρίνεται πράγματι αναγκαία. Αν η διαδικασία εφαρμοσθεί σωστά, τότε, ίσως, βελτιωθούν οι συνθήκες άσκησης του επαγγέλματος του δικηγόρου. Λιγότερες ώρες αναμονής στα ακροατήρια, ευκολότερος προγραμματισμός εργασιών, ταχύτερη ολοκλήρωση εργασιών και κατ’ επέκταση ταχύτερη είσπραξη αμοιβών για τις περαιούμενες εργασίες. Θα επωφεληθούν δε και οι λοιποί παράγοντες της δίκες, εξοικονομώντας και οι ίδιοι – τουλάχιστον – χρόνο. Αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχει αντίλογος και επιφυλάξεις ως προς την αποτελεσματικότητα της νέας διαδικασίας και δεν αποκλείουμε να διαψευσθούν οι προσδοκίες μας. Ωστόσο, δεν μπορούμε να βάλλουμε εναντίον μιας πρότασης, που εκ πρώτης όψεως δείχνει κινούμενη σε θετική κατεύθυνση, μόνον και μόνον γιατί μπορεί να αποτύχει στην εφαρμογή της. Πόσο μάλλον, όταν η υπάρχουσα διαδικασία δεν διεκδικεί πια δάφνες επιτυχίας.

Συνεχίζοντας με τις αντιρρήσεις που αφορούν στις νέες ρυθμίσεις για την αναγκαστική εκτέλεση, θα περιορισθούμε στο ζήτημα της περιστολής των προνομίων του Δημοσίου και των εργαζομένων. Και τούτο, διότι η αναδιάρθρωση του συστήματος ανακοπών μόνον στην πράξη μπορεί να δοκιμασθεί και να κριθεί επιτυχής ή μη. Θεωρητικώς μπορούμε να επιχειρηματολογούμε ως προς τη μία ή άλλη επιλογή χωρίς ποτέ να καταλήξουμε σε συμφωνία. Άλλωστε, σήμερα ασκούνται ανακοπές για να συζητηθούν έτη μετά τον πλειστηριασμό!

Ο περιορισμός των προνομίων Δημοσίου και εργαζομένων, πλήττει το κοινωνικό σύνολο γενικώς και μια ευαίσθητη κατηγορία αυτού ειδικώς, ενώ πράγματι φαίνεται να ευνοεί τους συνήθεις πιστωτές, τις Τράπεζες. Ανάγνωση των προτεινομένων διατάξεων δημιουργεί την αίσθηση ότι ο συντάκτης επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη διεύρυνση των δικαιωμάτων και ευχερειών αυτής της κατηγορίας των πιστωτών, ερχόμενος σε πλήρη αναντιστοιχία προς την κοινωνική πραγματικότητα. Τούτο είναι κοινωνικά άδικο[4] και συνιστά επαρκή λόγο για την κινητοποίηση του δικηγορικού κόσμου.[5]

Είναι, όμως, η αποχή η κατάλληλη μορφή κινητοποίησης;

Β. Δεν θυμόμαστε ποια αποχή δικηγόρων έφερε ουσιαστικά αποτελέσματα στο παρελθόν. Μέχρι σήμερα έχουμε την αίσθηση ότι αποτελεί απρόσφορο μέσο διεκδικήσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να αποκλεισθεί ως μορφή «αγωνιστικής δράσης». Αποτελεί ένα μέσο και κατά περίπτωση πρέπει να αξιοποιείται. Επιλέγοντας, όμως, την αποχή, θα πρέπει να αναλογιζόμαστε και τις συνέπειες αυτής:

i. συμβάλλει στην καθυστέρηση απονομής δικαιοσύνης, οδηγεί σε περαιτέρω υπερφόρτωση των εκθεμάτων των δικαστηρίων και μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες για τους διαδίκους, που δεν έχουν την πολυτέλεια να περιμένουν κάποια χρόνια ακόμη για την επίλυση της διαφοράς που τους οδήγησε στο δικαστήριο (π.χ. ο υπόδικος – προφυλακισμένος που ευελπιστεί σε αθώωση-ελευθέρωση, ο έμπορος που αναμένει είσπραξη της επίδικης απαίτησης για να διατηρήσει ζωντανή την επιχείρησή του, ο επιθυμών να διαζευχθεί ώστε να ξεκινήσει το ταχύτερο μια νέα ζωή σε έναν νέο γάμο, κλπ).

ii. πλήττει βάναυσα τα οικονομικά συμφέροντα και την ποιότητα ζωής μεγάλης μερίδας των δικηγόρων. Κι αν ορθώς αντιτείνει κάποιος ότι ο «αγώνας θέλει θυσίες», δεν πρέπει να διαφύγει την προσοχή μας ότι εν προκειμένω οι θυσίες δεν αφορούν σε όλους τους δικηγόρους και σίγουρα δεν αφορούν σε όλες στον ίδιο βαθμό. Οι «έμμισθοί» λαμβάνουν τις αποδοχές τους (και καλώς, αφού εργάζονται). Οι έχοντες ως κύρια δραστηριότητα τη (λεγόμενη) συμβουλευτική δικηγορία, δεν επηρεάζονται από την αποχή (και εδώ πρόδηλη είναι η πρόσθετη διαφοροποίηση της θυσίας σε βάρος των δικηγόρων επαρχίας, που έχουν λιγότερες ευκαιρίας συμβουλευτικής). Οι μεγάλες δικηγορικές εταιρείες έχουν την κεφαλαιακή δυνατότητα να αντέξουν τη στέρηση εσόδων κατά τη διάρκεια της αποχής, τη στιγμή που μικρομεσαία (δίχως καμία διάθεση υποτίμησης) γραφεία και δικηγορικές εταιρείες στερούνται ακόμη και των αναγκαίων για τη λειτουργία τους και τη διαβίωση των εργαζομένων σε αυτά εσόδων. Επιτείνονται κατά τον τρόπο αυτόν οι ήδη υπάρχουσες ανισότητες μεταξύ δικηγόρων και δικηγορικών εταιρειών, καθώς και ο κίνδυνος αφανισμού των μικρομεσαίων.[6]

Έχοντας τοποθετηθεί θετικώς προς τις αλλαγές στη συζήτηση των υποθέσεων στην τακτική διαδικασία και διαφωνήσει μόνον ως προς τον περιορισμό των προνομίων του Δημοσίου και των εργαζομένων στην αναγκαστική εκτέλεση, είναι προφανές πως, σταθμίζοντας τα υπέρ και τα κατά της αποχής διαρκείας, τασσόμεθα (στη συγκεκριμένη περίπτωση) εναντίον αυτής. Δεν θα είχαμε, όμως, αντίρρηση προς μία αποχή στοχευμένη, όχι ως προς τη χρονική διάσταση αυτής, αλλά ως προς το εύρος των υποθέσεων που θα καταλάμβανε. Αν ο νέος Κώδικας «γράφθηκε» ή «υπαγορεύθηκε» από τις Τράπεζες, όπως ακούμε να λέγεται καθ’ υπερβολή, τότε ας απέχουμε από τις υποθέσεις που εκκινούν με ενέργεια για εντολέα Τράπεζα (στο πρόσφατο παρελθόν κηρύχθηκε αποχή ως προς τις υποθέσεις του ΙΚΑ μόνο). Μέσο αγώνα στοχευμένο στο επίμαχο, που δεν επιτρέπει την έκδοση διαταγής πληρωμής από καταναλωτικό, στεγαστικό ή επιχειρηματικό δάνειο, αλλά επιτρέπει την έκδοση ενός κληρονομητηρίου ή ενός συναινετικού διαζυγίου και την επίλυση μια εμπορικής ή οικογενειακής διαφοράς.

Γ. Τέλος, θα θέλαμε να αναφερθούμε στην «απαγόρευση» εκδόσεως γραμματίων προκαταβολών εισφορών κατά τη διάρκεια αποχής, όπερ δεν επιτρέπει τη σύννομη δικονομική παράσταση δικηγόρου (άρα και του διαδίκου, όπου η εκπροσώπηση από δικηγόρο είναι αναγκαία) σε διαδικαστικές ενέργειες.[7]

Αντιλαμβανόμαστε ότι η αποχή αποφασίζεται από τα όργανα των Συλλόγων στους οποίους μετέχουμε και, μάλιστα, η τελευταία αποχή είναι αποτέλεσμα «δημοψηφίσματος»[8]. Αντιλαμβανόμαστε, επίσης, την αξία του να γίνονται σεβαστές οι αποφάσεις αυτές και την αναγκαιότητα περιφρουρήσεως της αποχής. Δεν μπορούμε, όμως, να αντιληφθούμε πώς η απόφαση οποιουδήποτε δικηγόρου να μην απέχει συνεπάγεται ο,τιδήποτε άλλο πέραν πειθαρχικών κυρώσεων.

Οι δικηγόροι υποτίθεται ότι δεν έχουμε αφεντικά, ούτε, βεβαίως, απέχουμε διεκδικώντας κάτι από τους εντολείς μας. Η δε Δικαιοσύνη δεν αποτελεί κερδοφόρο παραγωγική μονάδα, την οποία παραλύουμε δια της αποχής για να στερήσουμε τον ιδιοκτήτη της από τα κέρδη του και να τον εξαναγκάσουμε να υποχωρήσει στις διεκδικήσεις μας. Η Δικαιοσύνη αποτελεί θεσμό συνυφασμένο με τη δημοκρατία και το δικαίωμα πρόσβασης στη Δικαιοσύνη προστατεύεται υπερνομοθετικώς. Προφανώς, με την αποχή στοχεύουμε στο να προκληθεί μια κάποια δυσλειτουργία, για να επιτύχουμε ένα μεγαλύτερο καλό. Κατά τούτο, «κωλύουμε» μερικώς (καθυστερούμε) την πρόσβαση στη Δικαιοσύνη. Από τη στιγμή, όμως, που όλοι οι παράγοντες της δίκης (δικαστές, δικηγόροι, διάδικοι και δικαστικοί υπάλληλοι) συμφωνούν στη διεξαγωγή της, μπορεί ένας τρίτος (άτομο ή συλλογικότητα) να τους αποτρέψει; Θα φθάναμε – στο παρελθόν – όταν η μη προσκομιδή γραμματίου δεν είχε ως συνέπεια το απαράδεκτο της διαδικαστικής πράξης – στο σημείο να εισέλθουμε σε μία αίθουσα ακροατηρίου και να σύρουμε εκτός αυτής τον δικηγόρο που δεν απέχει; (δραματοποιούμε για λόγους εμφάσεως).

Με σεβασμό προς τις περί αποχής αποφάσεις των Συλλόγων – λόγω και της νομοθετικής κατοχυρώσεως αυτών –, φρονούμε ότι τα γραμμάτια δεν μπορεί παρά να εκδίδονται, εφόσον ο δικηγόρος ζητεί τούτο. Ο κάθε Σύλλογος μπορεί, αφενός, να παρακαταθέτει τις υπέρ αυτού καταβαλλόμενες εισφορές, για να μη φανεί ότι εισπράττων αντιφάσκει ως προς την απόφασή αποχής, και, αφετέρου, να κινεί πειθαρχική διαδικασία σε βάρος του δικηγόρου και/ή της δικηγορικής εταιρείας που θα κάνει χρήση του γραμματίου σε ημέρα αποχής[9].

Ζητούμε συγγνώμη για το μακροσκελές του κειμένου.

Αθήνα, 6η Δεκεμβρίου 2014

Σωτήριος Καλαμίτσης               Νίκος Καλαμίτσης



http://www.dsa.gr/%CE%BD%CE%AD%CE%B1/%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%BA%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%8E%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82/%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%BA%CE%BF%CE%AF%CE%BD%CF%89%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%BC%CE%AD%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CE%B1%CF%82-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%AD%CE%B4%CF%81%CF%89%CE%BD-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%B9%CE%BA%CF%8E%CE%BD-%CF%83%CF%85%CE%BB%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CF%89%CE%BD-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4o%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%B1%CF%84%CE%AF-%CE%B5%CE%AF%CE%BC%CE%B1%CF%83
[2] ο.π.
[3] ο.π.
[4] και στο σημείο αυτό, βεβαίως, η τοποθέτηση εκάστου αναχωρεί εκ της ευρύτερης κοινωνικοπολιτικής τοθετήσεώς του, εξ ου και τα εκατέρωθεν επιχειρήματα είναι πολλά και διόλου ευκαταφρόνητα.
[5] Δεν επεκτεινόμαστε σε άλλες τροποποιήσεις του Κώδικα. Εξ αυτών άλλες μοιάζουν θετικές, άλλες όχι.
[6] Ενδιαφέρον θα ήταν να μελετηθεί πόσες αιτήσεις για την έκδοση διαταγών πληρωμής (κ.λπ. ένδικα βοηθήματα) κατατέθηκαν στις 4 και 5 Δεκεμβρίου 2014 για λογαριασμό των «ευνοουμένων» από τις αλλαγές Τραπεζών από τους μη απέχοντες (σε αντίθεση με εκείνους άλλων Συλλόγων) δικηγόρους Αθηνών. Διότι αν το διήμερο μη αποχής των δικηγόρων Αθηνών έδωσε τη δυνατότητα κατάθεσης σημαντικά μεγαλύτερου του συνήθους αριθμού αιτήσεων, γίνεται αντιληπτό ότι αυτή η διαφοροποίηση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών συνέτεινε ατυχώς α. στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων εκείνων των εντολέων που φέρονται ως ευρισκόμενοι πίσω από αυτές ακριβώς τις δικονομικές αλλαγές που ενοχλούν και β. στην όξυνση των ανισοτήτων μεταξύ των δικηγόρων / δικηγορικών εταιρειών (ο έχων δίκες ορισθείσες μέσα στην περίοδο αποχής δεν μπορεί να παραστεί σε αυτές, ενώ ο έχων αντικείμενο εργασίας τη διεκδίκηση χρηματικών απαιτήσεων μέσω εκδόσεως διαταγών πληρωμής, είχε τη δυνατότητα – διόλου αθέμιτα – να συγκεντρώσει σε δύο ημέρες μεγάλο όγκο εργασίας και να είναι καλύτερα προετοιμασμένος για τις οικονομικές θυσίες της αποχής). Επειδή δε το παρόν δεν γράφεται με διάθεση αρνητική έναντι των «δικηγόρων των Τραπεζών» (ούτε καν με εμπάθεια κατά των συγκεκριμένων εντολέων – διαδίκων, ως προς τους οποίους ισχύουν τα περί δίκαιας δίκης), υπογραμμίζουμε ότι εξίσου ενδιαφέρον θα ήταν να μελετηθεί πόσα ένδικα βοηθήματα και μέσα (τα οποία δεν θα ετύγχαναν χορήγησης αδείας σε ημέρα αποχής) κατατέθηκαν από τους μη απέχοντες (σε αντίθεση με εκείνους άλλων Συλλόγων) δικηγόρους Αθηνών στις 4 και 5 Δεκεμβρίου 2014. Αν ο αριθμός είναι στατιστικώς μεγαλύτερος του συνήθους, τότε, μάλλον, θα υφίσταται ανακολουθία μεταξύ της ψήφου της 2 και 3 Δεκεμβρίου και της συμπεριφοράς της 4 και 5 Δεκεμβρίου. Και ναι μεν δεν θα πρέπει να «καταδικασθεί» ο δικηγόρος που άδραξε την ευκαιρία του «παραθύρου» μη αποχής για να εξασφαλίσει τα προς το ζειν, πως, όμως, θα διωχθεί άυριο ο δικηγόρος που θα «σπάσει» την αποχή για τον ίδιο βιοποριστικό λόγο;
[7] Δεν θα τοποθετηθούμε ως προς το ορθόν ή μη της θεσπίσεως απαραδέκτου λόγω μη προσκομιδής γραμματίου.
[8] Θα προτιμούσαμε, ωστόσο, να έχει προηγηθεί του «δημοψηφίσματος» εκτενέστερος διάλογος, ως προς τις τροποποιήσεις της Δικονομίας και ως προς τα πιθανά μέσα κινητοποιήσεων, μέσω Συνελεύσεων των μελών των Συλλόγων.
[9] Όπως ακριβώς και τον δικηγόρο που παρίσταται για προσωπική του υπόθεση ή υπόθεση εντολέως για τον οποίο συντρέχει περίπτωση εξαίρεσης από την προκαταβολή εισφορών.