Τα εξωτραπεζικά επιτόκια ως μέτρο για τον προσδιορισμό των τραπεζικών επιτοκίων (νομολογιακά δεδομένα):
Με την απόφαση 1219/2001 του Αρείου Πάγου [ΔΕΕ 2001, 1128] διατυπώθηκε η θέση ότι τα εξωτραπεζικά επιτόκια αποτελούν δείκτη για τη στάθμιση της νομιμότητας ή μη των ΓΟΣ καθορισμού επιτοκίων τραπεζικού δανεισμού εξ επόψεως καταχρηστικότητας και δικαίου προστασίας καταναλωτή. Ειδικώτερα, διαβάζουμε στην ως άνω απόφαση:
«Σύμφωνα με την ΠΔ/ΤΕ υπ’ αριθ. 2286/28.1.1994 που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 1 του Ν 1266/1982 σχετικώς με τα καταναλωτικά δάνεια και τα χρεωστικά υπόλοιπα λογαριασμών πιστωτικών δελτίων, τα επιτόκια καθορίζονται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα με την επιφύλαξη όμως των διατάξεων περί ελαχίστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που τυχόν ισχύουν. Τα τραπεζικά επιτόκια είναι σήμερα κατά κανόνα ελευθέρως διαπραγματεύσιμα και το ισχύον γι’ αυτά καθεστώς δεν συνοδεύεται από τη θέσπιση ανωτάτων ορίων. Η επέμβαση του νομοθέτη περιορίζεται στη ρύθμιση των εξωτραπεζικών μόνο επιτοκίων. Ωστόσο τα εξωτραπεζικά επιτόκια παρά τον περιορισμό τους στις εξωτραπεζικές συναλλαγές δεν παύουν να έχουν γενικότερη κοινωνικοοικονομική σημασία και να αφορούν και στις τραπεζικές συμβατικές σχέσεις. Δηλαδή, ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος στην ελεύθερη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων είναι η συμπίεσή τους κάτω από τα όρια των εξωτραπεζικών. Έτσι η συμφωνία για επιτόκια που υπερβαίνουν τα ανώτατα αυτά όρια δεν παύει να απαγορεύεται από το νόμο (ΑΚ 281). Ενόψει των ανωτέρω, γενικός όρος που επιτρέπει στην τράπεζα να καθορίζει εκάστοτε συμβατικό τόκο με τον οποίο θα χρεώνεται ο λογαριασμός του πελάτη στις περιπτώσεις τμηματικών εξοφλήσεων (καταβολών σε δόσεις) είναι καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος λόγω αντιθέσεώς του στο άρθρο 2 παρ. 7 περ. ια’ του Ν 2251/1994, όταν δεν καθορίζονται κριτήρια ειδικά εκ των προτέρων και εύλογα για τον καταναλωτή – πελάτη.»
Η νομολογία δεν άργησε να υιοθετήσει το λεκτικό της απόφασης αυτής [π.χ. ΠΠρΑθ 6774/2003, ΕιρΑθ 1446/2005 βλ. ΝΟΜΟΣ], ώσπου εκδόθηκε η απόφαση 178/19.7.2004 της ΕΤ/ΠΘ, με την οποία διακηρρύσεται εκ νέου εκ νέου πως τα τραπεζικά επιτόκια δεν έχουν περιορισμούς. Η στάση της νομολογίας άλλαξε και πάλι, γενομένου δεκτού ότι τα εξωτραπεζικά επιτόκια δεν συνεπάγονται περιορισμούς στην ελεύθερη διαπραγμάτευση των τραπεζικών επιτοκίων.
Με την επέλευση της οικονομικής κρίσης, όμως, διαπιστώνεται νέα μεταστροφή της νομολογίας, ιδίως των κατώτερων (στην παρούσα φάση) δικαστηρίων, που κρίνοντας επί σωρείας ανακοπών επανέρχονται στην ανωτέρω θέση της ΑΠ 1219/2001 [βλ. ΕιρΑθ 2717/2014 αδημ. – ΕιρΒολ 234/2013, ΜΠρΚορινθ 175/2013, Ειρ Αθ 797/2011, ΕιρΑθ 1471/2011 στη ΝΟΜΟΣ – ΕιρΑθ 2221/2010 ΑΡΜ 2011/25 – ΕιρΑθ 3154/2010 ΑΡΜ 2011/768 – ΕιρΧαν 806/2013, ΝοΒ 2014/86]. Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων τα δικαστήρια μοιάζουν να θέτουν εκποδών την απόφαση 178/2004 ΕΤ/ΠΘ χωρίς περαιτέρω εξήγηση. Εντοπίζονται, όμως, και ιδιαίτερα εύστοχες στη διατύπωση αποφάσεις, που με τρόπο πειστικό εξηγούν τη χρησιμότητα των εξωτραπεζικών κατά τη δικαστική εκτίμηση της νομιμότητας υψηλών επιτοκίων τραπεζικών πιστωτικών συμβάσεων, ανεξαρτήτως του γενικού κανόνα περί ελεύθερης διαπραγμάτευσης:
«Τα τραπεζικά επιτόκια σύμφωνα με την με αριθμό. 178/19-7-2004 απόφαση της ΕΤΠΘ/ΤΕ (ΦΕΚ 1872/τχ Α 726/27-12-2006) καθορίζονται ελεύθερα και δεν επιτρέπεται κρατική παρέμβαση, ήτοι διοικητικός καθορισμός ανωτάτου ορίου αυτών και μπορούν να υπερβαίνουν το εκάστοτε ισχύον για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο (βλ. σχετικά και ΑΠ 652/2010 δημ Νόμος, η οποία αποφάνθηκε επί της εγκυρότητας των παραπάνω όρων των Τραπεζών για επιτόκιο μεγαλύτερο των εξωτραπεζικών, κρίνοντας επί συλλογικής αγωγής ένωσης καταναλωτών και επί αιτήματος να κριθεί, ότι συλλήβδην και γενικευμένα το τραπεζικό επιτόκιο δεν μπορεί να υπερβαίνει το ανώτατο όριο των εξωτραπεζικών). Ωστόσο τα δικαστήρια (ως δικαιοδοτικές αρχές και όχι διοικητικές) ύστερα από προβολή συγκεκριμένων λόγων επί συγκεκριμένων υποθέσεων και περιπτώσεων διαδίκων, δεν εμποδίζονται (επειδή επιτρέπεται από το νόμο ως προνομιακό δικαίωμα στα πιστωτικά ιδρύματα στα πλαίσια της πιστοληπτικής πολιτικής του κράτους, που ασκείται μέσω αυτών να δανείζουν με επιτόκιο μεγαλύτερο των εξωτραπεζικών) να κρίνουν λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικότερες συνθήκες δανεισμού, το ύψος των αντίστοιχων τραπεζικών επιτοκίων δανεισμού στον τραπεζικό χώρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και τις ειδικότερες συνθήκες, που διαβιώνει κάθε στρεφόμενος στην δικαιοσύνη πολίτης ανά περίπτωση καταχρηστικό το ύψος του συμφωνημένου επιτοκίου και να περιορίσουν την απαίτηση μειώνοντας αυτό (το συμφωνημένο επιτόκιο) στο ύψος, που κρίνουν μη καταχρηστικό (λαμβάνοντας ως κριτήριο το ύψος του εξωτραπεζικού επιτοκίου) εφαρμόζοντας κατά τα παραπάνω τις διατάξεις του άρθ 281 του ΑΚ μόνες ή, αν συντρέχουν, συνδυαστικά και του άρθ. 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών (βλ. σχετικά ΑΠ 1219/2001 ΔΕΕ 2001/1128, ΑΠ 370/2012 δημ. Νόμος).” [5885/2013 ΕιρΑθ ΝΟΜΟΣ – βλ. επίσης, και το σκεπτικό της ΕιρΑθ 1823/2014 Αρμ. 2015, 605].
Ωστόσο, υπάρχει και αντίλογος, ο οποίος εκφράσθηκε προσφάτως στην απόφαση 2037/2014 του Αρείου Πάγου [NOMOΣ, με εκτενή αναφορά στην ιστορική εξέλιξη του ρυθμιστικού πλαισίου των ταπεζικών επιτοκίων]: “Το δικαιοπρακτικό επιτόκιο και τα τραπεζικά επιτόκια αποτελούσαν ανέκαθεν δύο διακριτά μεταξύ τους και μάλιστα μη συγκρίσιμα μεγέθη, που δεν επικαλύπτονταν από άποψη πεδίου εφαρμογής, υποκείμενα σε απολύτως μη επικαλυπτόμενες ρυθμίσεις [άρθρο 2 παρ. 3 ν.δ. 588/1948, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του ν 1266/1982, όπως ισχύει και το άρθρο 15 παρ. 5 του ν. 876/1979], αφού καθεμία κατηγορία ρυθμιζόταν από διαφορετικά όργανα με διαφορετικές νομοθετικές εξουσιοδοτήσεις, τα δε ονομαστικά επιτόκια των πιστωτικών καρτών και γενικότερα τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονταν ελεύθερα, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό και τις διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας [άρθρα 2, 4, 105 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας], ενώ, στη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων χορηγήσεων, πέραν του κόστους του χρήματος, ιδιαίτερη σημασία ανέπτυσσαν ο πιστωτικός κίνδυνος και το λειτουργικό κόστος. Η απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων στόχευσε στην ανάπτυξη του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών και τούτο είχε ως αποτέλεσμα να καθορίζουν πλέον οι ίδιες οι τράπεζες τα συμβατικά επιτόκια χορηγήσεων, χωρίς να δεσμεύονται από το ύψος των εξωτραπεζικών επιτοκίων.” Με το σκεπτικό αυτό ο ελεύθερος καθορισμός των επιτοκίων από τις τράπεζες με την εισαγωγή σχετικών όρων στις συμβάσεις πιστώσεων και η επιβολή επιτοκίων υψηλότερων των εξωτραπεζικών κρίθηκαν σύννομοι. Θα πρέπει, όμως, να υπογραμμισθεί ότι ακόμη και με την παραδοχή αυτή, δεν αποκλείεται σχετικοί όροι δανειακών συμβάσεων και η επιβολή υψηλότατων επιτοκίων, και δη σε περίοδο ύφεσης, να κριθούν άκυροι ως καταχρηστικοί. Άλλωστε, η απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων αποσκοπούσε στη λειτουργία του καλουμένου ελεύθερου ανταγωνισμού προς όφελος του δανειολήπτη / καταναλωτή, ήτοι στη μείωση των επιτοκίων. Η διατήρηση, όμως, επιτοκίων κατά πολύ υψηλότερων των εξωτραπεζικών, φανερώνει ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός δεν λειτούργησε ως προσδοκούσε ο νομοθέτης. Η “διορθωτική”, λοιπόν, παρέμβαση της Δικαιοσύνης, με τη συνεκτίμηση των ευρύτερων συνθηκών και των ισχυόντων εξωτραπεζικών επιτοκίων, δύναται να λειτουργήσει συμπληρωματικά προς τον ελεύθερο ανταγωνισμό για την ευόδωση αυτού ακριβώς του σκοπού της απελευθέρωσης στις ουκ ολίγες περίπτώσεις όπου παρατηρούνται αστοχίες.
ΣΩΚΕΔ 01.03.2014
Last Updated: 11.09.2015 από Νίκο Καλαμίτση