Το υπερπρονόμιο των εργαζομένων στην ασφαλιστική εκκαθάριση
[Εξ αφορμής της απόφασης 1453/2014 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποίαν απερρίφθη ως απαράδεκτη αγωγή εργαζομένου κατά ασφαλιστικής επιχείρησης τελούσης υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, με το σκεπτικό ότι, αφού απαγορεύεται η αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος της ασφαλιστικής επιχείρησης, δεν νοείται και η έγερση αγωγής κατ’ αυτής, με βάση, άλλωστε, και τον ΠτΚ, που αναστέλλει όλες τις ατομικές διώξεις κατ’ αυτής.]
Α. Γενικά
1. Ο θεσμός της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, ήτοι ειδικής διαδικασίας για την εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης ευθύς ως αυτή λυθεί για οποιονδήποτε λόγο 1, εισήχθη το πρώτον με το άρθρο 5§2 ν. 2170/1993, με το οποίο προστέθηκε άρθρο 12β στο νομοθετικό διάταγμα 400/1970 «περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως». Εν συνεχεία το άρθρο 12β αναριθμήθηκε σε 12α με το άρθρο 13 ΠΔ 152/1996 και υπέστη αρκετές τροποποιήσεις μέχρις ότου λάβει τη σημερινή μορφή του. Βασική τροποποίηση αποτέλεσε η προσθήκη, με το άρθρο 35§13 ν. 2496/1997, στην παράγραφο 1 του ακόλουθου εδαφίου:
«Κατά το στάδιο αυτό και μέχρι την περάτωση της εκκαθάρισης η ασφαλιστική επιχείρηση δεν μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση».
Την προσθήκη αυτή υπαγόρευσε η ανάγκη να τεθεί εκποδών η απόφαση 249/1997 του Εφετείου Αθηνών, το οποίον ορθώς είχεν αποφανθεί ότι η ασφαλιστική εκκαθάριση δεν εμποδίζει την κήρυξη σε πτώχευση της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση τελούσης ασφαλιστικής επιχείρησης.
2. Το ν.δ. 400/1970, όμως, χρησιμοποιεί και τον όρο «κοινή εκκαθάριση» πέρα από τον όρο «ασφαλιστική εκκαθάριση» προκειμένου για ασφαλιστική επιχείρηση, η οποία έχει εισέλθει στο στάδιο της εκκαθάρισης. Ειδικώτερα:
«Άρθρο 12α
…9. Ανεξάρτητα από την υπαγωγή της επιχείρησης στο καθεστώς της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, η περάτωση των εκτός του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου εκκρεμών υποθέσεων συνεχίζεται κατά τις διατάξεις της κοινής εκκαθάρισης.
10. … Μετά τη λήξη της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, η εκκαθάριση δοσοληψιών εκτός ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου συνεχίζεται κατά τις διατάξεις που διέπουν την εκκαθάριση του νομικού προσώπου της επιχείρησης (κοινή εκκαθάριση)[/ref]
15.Το κατ’ άρθρο 19 του ν. 489/76 Επικουρικό Κεφάλαιο, το οποίο υπεισέρχεται αυτοδικαίως στις υποχρεώσεις και στα δικαιώματα της ασφαλιστικής επιχείρησης, διαχειρίζεται από κοινού με τα άλλα αρμόδια όργανα ειδικά το χαρτοφυλάκιο κλάδου αστικής ευθύνης αυτοκινήτων που βρίσκεται σε ασφαλιστική ή κοινή εκκαθάριση ή πτώxευση…….
18. Η κατά την παράγραφο 1 του παρόντος καταχώρηση της απόφασης για εκκαθάριση στο Μητρώο ασφαλιστικών ανωνύμων εταιριών, οι κατά την παράγραφο 2 του παρόντος προβλέψεις για τα ειδικά μητρώα του άρθρου 8 παρ. 2, ο κατά την παράγραφο 4 του παρόντος διορισμός από τον εκκαθαριστή άλλων προσώπων και η κατά τις παραγράφους 16 και 17 του παρόντος υποχρέωση ενημέρωσης των πιστωτών ισχύουν και στην κοινή εκκαθάριση.»
3. Από τις ανωτέρω διατάξεις καθίσταται σαφές ότι η ασφαλιστική εκκαθάριση αποτελεί ειδικό καθεστώς αντιδιαστελλόμενο από την [κοινή] εκκαθάριση νομικών προσώπων, η οποία διέπεται από τις γενικές ή κοινές περί νομικών προσώπων διατάξεις και αναλόγως της μορφής τού υπό εκκαθάριση νομικού προσώπου. Χαρακτηριστικό είναι ότι αν μία ασφαλιστική επιχείρηση – και δη ανώνυμη εταιρεία, αφού αποτελεί τον κανόνα, αλλά και την ασφαλιστική πρακτική, η ασφαλιστική επιχείρηση να έχει τη μορφή ανωνύμου εταιρείας [άρθρο 2§1 ν.δ. 400/1970] – λυθεί με απόφαση της Συνέλευσης των μετόχων της και τεθεί σε εκκαθάριση, και πάλι έχει την εξουσία η Εποπτική των ασφαλιστικών επιχειρήσεων Αρχή [νυν ΤτΕ κατά τον ν. 3867/2010] να θέσει την ασφαλιστική επιχείρηση υπό καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης [ανωτέρω υποσ. 2]. Ακόμη, όμως, και αν δεν τεθεί υπό ασφαλιστική εκκαθάριση η τελούσα υπό κοινή εκκαθάριση ασφαλιστική επιχείρηση, το κατά το άρθρο 19 ν. 489/1976 Επικουρικό Κεφάλαιο «διαχειρίζεται από κοινού με τα άλλα αρμόδια όργανα ειδικά το χαρτοφυλάκιο κλάδου αστικής ευθύνης αυτοκινήτων», πράγμα που σημαίνει ότι το χαρτοφυλάκιο κλάδου αστικής ευθύνης αυτοκινήτων εκφεύγει των εξουσιών του εκκαθαριστή ή ασφαλιστικού εκκαθαριστή και περιέρχεται αυτοδικαίως στην αποκλειστική διοικητική και διαχειριστική αρμοδιότητα του Επικουρικού Κεφαλαίου. Ασφαλιστικό δε χαρτοφυλάκιο είναι το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της ασφαλιστικής επιχείρησης που πηγάζουν από έγκυρες συμβάσεις ασφάλισης, όπως προκύπτει από το άρθρο 59 ν.δ. 400/1970 [όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 32 ΠΔ 252/1996], το οποίο ρυθμίζει τα της μεταβίβασης «χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων συμβολαίων» 2, ήτοι «δικαιωμάτων και υποχρεώσεων από τις εκχωρούμενες συμβάσεις» 3.
4. Αυτή η διάκριση μεταξύ ασφαλιστικής και κοινής εκκαθάρισης δεν μπορεί παρά να έχει την έννοια ότι άλλοι κανόνες εφαρμόζονται στην κοινή εκκαθάριση και άλλοι κανόνες στην ασφαλιστική εκκαθάριση. Τούτο προκύπτει κυρίως από τις προπαρατεθείσες διατάξεις των παραγράφων 9 και 10 του άρθρου 12α ν.δ. 400/1970, από τις οποίες συνάγεται ότι οι εκτός ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου εκκρεμείς υποθέσεις διέπονται από τις περί κοινής εκκαθάρισης διατάξεις τόσο κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής εκκαθάρισης όσο και μετά την περάτωσή αυτής. Άρα, για να απαντηθεί το ερώτημα ποίες είναι οι «εκτός ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου εκκρεμείς υποθέσεις» [παράγραφος 9] ή «εκτός ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου δοσοληψίες» [παράγραφος 10], οι οποίες εμπίπτουν στην κοινή και όχι στην ασφαλιστική εκκαθάριση, θα πρέπει να προσδιορίσουμε τις εντός και εκτός ασφαλιστικής εκκαθάρισης εκκρεμείς υποθέσεις ή δοσοληψίες.
Β.Ποίες απαιτήσεις υπάγονται στην ασφαλιστική εκκαθάριση και ποίες στην κοινή εκκαθάριση;
5. Κατά το άρθρο 2α ν.δ. 400/1970 [όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 ΠΔ 288/2002 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 ΠΔ 332/2003]
«λδ. “Απαίτηση από ασφάλιση” για τις ανάγκες των διαδικασιών εκκαθάρισης, θεωρείται κάθε ποσό που οφείλει η ασφαλιστική επιχείρηση σε ασφαλισμένους, κατόχους ασφαλιστηρίων συμβολαίων, δικαιούχους, ή σε κάθε ζημιωθέντα, οι οποίοι έχουν δικαίωμα άσκησης ευθείας αγωγής κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης που απορρέει από την ασφαλιστική σύμβαση, περιλαμβανομένων των ποσών που αποθεματοποιούνται για τα προαναφερόμενα πρόσωπα, όταν δεν έχουν ακόμη καταστεί γνωστά ορισμένα στοιχεία της οφειλής. Τα ασφάλιστρα που οφείλονται από ασφαλιστική επιχείρηση λόγω μη κατάρτισης ή ακύρωσης ασφαλιστικών συμβάσεων θεωρούνται επίσης απαιτήσεις από ασφάλιση για τις ανάγκες των διαδικασιών εκκαθάρισης».
Επίσης, το άρθρο 10 ν.δ. 400/1970 ορίζει ότι:
«λδ. “Απαίτηση από ασφάλιση” για τις ανάγκες των διαδικασιών εκκαθάρισης, θεωρείται κάθε ποσό που οφείλει η ασφαλιστική επιχείρηση σε ασφαλισμένους, κατόχους ασφαλιστηρίων συμβολαίων, δικαιούχους, ή σε κάθε ζημιωθέντα, οι οποίοι έχουν δικαίωμα άσκησης ευθείας αγωγής κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης που απορρέει από την ασφαλιστική σύμβαση, περιλαμβανομένων των ποσών που αποθεματοποιούνται για τα προαναφερόμενα πρόσωπα, όταν δεν έχουν ακόμη καταστεί γνωστά ορισμένα στοιχεία της οφειλής. Τα ασφάλιστρα που οφείλονται από ασφαλιστική επιχείρηση λόγω μη κατάρτισης ή ακύρωσης ασφαλιστικών συμβάσεων θεωρούνται επίσης απαιτήσεις από ασφάλιση για τις ανάγκες των διαδικασιών εκκαθάρισης».
Τέλος, κατά το άρθρο 12α ν.δ. 400/1970
«……16. Με την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης, ο εκκαθαριστής ενημερώνει αμελλητί και ατομικά με γραπτό σημείωμα κάθε γνωστό πιστωτή που έχει συνήθη διαμονή, κατοικία ή έδρα σε άλλο κράτος μέλος. Το αναφερόμενο ως άνω σημείωμα αναφέρει ιδίως τις προθεσμίες, τις κυρώσεις που ορίζονται για τις εν λόγω προθεσμίες, το όργανο ή την αρχή που έχει εξουσιοδοτηθεί προκειμένου να δεχθεί την αναγγελία απαιτήσεων ή παρατηρήσεις σχετικά με τις απαιτήσεις καθώς και τα υπόλοιπα επιβληθέντα μέτρα. Το σημείωμα αναφέρει επίσης αν οι πιστωτές, των οποίων οι απαιτήσεις είναι προνομιακές ή έχουν εμπράγματη ασφάλεια οφείλουν να προβούν σε αναγγελία των απαιτήσεών τους. …».
6. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτουν τα ακόλουθα: α] στην ασφαλιστική εκκαθάριση εμπίπτει κάθε «απαίτηση από ασφάλιση», ήτοι επί ασφάλισμα ή μη δεδουλευμένο ασφάλιστρο, β] ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής καλεί τους δικαιούχους ασφαλίσματος και όχι κάθε πιστωτή αδιακρίτως, να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους. Δεν καλεί ι] τους δικαιούχους ασφαλίσματος από ασφάλιση αστικής ευθύνης εκ της κυκλοφορίας αυτοκινήτων και ιι] τους δικαιούχους ασφαλίσματος από ασφάλιση ζωής, για τους οποίους δεν έχει επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση. Άρα, καλεί όλους τους δικαιούχους ασφαλίσματος από συμβάσεις ασφαλίσεως που εμπίπτουν σε οποιονδήποτε κλάδο ασφάλισης ζημιών πλην αυτοκινήτων. Και φυσικά δεν καλεί τους ασφαλισμένους που έχουν απαίτηση να τους επιστραφεί το μη δεδουλευμένο ασφάλιστρο, ήτοι το μέρος του ασφαλίστρου που κατέβαλαν για μία συγκεκριμένη ασφαλιστική περίοδο, η οποία διεκόπη από τη θέση της ασφαλιστικής επιχείρησης σε εκκαθάριση, και το οποίο αντιστοιχεί στο διάστημα από τη θέση της επιχείρησης σε ασφαλιστική εκκαθάριση μέχρι τη λήξη της ασφαλιστικής περιόδου, γ] προκειμένου για απαίτηση ανήκουσα σε κάτοικο άλλου κράτους-μέλους της ΕΕ, ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής αποστέλλει ειδικό σημείωμα, πράγμα που, εξ αντιδιαστολής, σημαίνει ότι δεν αποστέλλει τέτοιο σημείωμα σε πιστωτές που είναι κάτοικοι Ελλάδος, δ] για πιστωτές, των οποίων η απαίτηση δεν πηγάζει από ασφάλιση, υποχρεούται ο εκκαθαριστής να τους ενημερώσει, εφ’ όσον είναι γνωστοί [π.χ. προμηθευτές υλικών ή εφοδίων, εκμισθωτές, ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ, αντασφαλιστές]. Είναι προφανές ότι γνωστοί είναι όλοι οι πιστωτές, η ταυτότητα των οποίων προκύπτει από τα βιβλία της εταιρείας ή από άλλα στοιχεία που βρίσκονται στη διάθεσή της [π.χ. αγωγές, εξώδικοι δηλώσεις και γραπτά εν γένει στοιχεία]. Τέτοιοι δε είναι ασφαλώς οι εργαζόμενοι της ασφαλιστικής επιχείρησης, τους οποίους κάλλιστα γνωρίζει ο εκκαθαριστής, αφού, ως είθισται, καταγγέλλει τις συμβάσεις τους, ευθύς ως αναλάβει καθήκοντα, λόγω αδυναμίας απασχόλησής τους εξ αιτίας της διακοπής των εργασιών της εταιρείας, και μάλιστα τις καταγγέλλει εγκύρως, αρκεί να το πράξει εγγράφως, έστω και αν δεν τους καταβάλει την αποζημίωση απολύσεως [ΕΠειρ 279/2001, ΑΠ 1909/2008 ΕλΔνη 2010, 700]. Άρα, απαιτήσεις εντός ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου είναι οι ως άνω υπό α έως και γ απαιτήσεις, ενώ εκτός ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου κείνται οι υπό δ απαιτήσεις.
Γ. Αναστολή ατομικών διώξεων εις βάρος της υπό ασφαλισιτκή εκκαθάριση τελούσης ασφαλιστικής επιχείρησης. 7. Συμφώνως προς το άρθρο 12α§5 του ν.δ. 400/1970
«κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και σε βάρος των ασφαλισμένων της ασφαλίσεων αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται σε ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων ασφαλίσματος κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης».
Εν πρώτοις πρέπει να σημειωθεί ότι η αναστολή αναγκαστικής εκτέλεσης κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής εκκαθάρισης δεν μπορεί να αφορά σε κάθε απαίτηση τρίτου κατά της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης, αλλά σε απαιτήσεις τρίτων που έχουν απαίτηση κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης και κατά των ασφαλισμένων ασφαλίσεων αστικής ευθύνης, στο μέτρο που οι ασφαλισμένοι ευθύνονται εις ολόκληρον με την ασφαλιστική επιχείρηση. Είναι, λοιπόν, εσφαλμένη η ερμηνεία που έχει δοθεί στην επίμαχη διάταξη με μερικές αποφάσεις [ΕΠειρ 279/2001 ΕΕμπΔ 2003, 860 – ΕΘεσ 1038/2009 ΕπισκΕμπΔ 2009, 730 – ΜΠΠειρ 5375/2010 – ΕΑ 6286/2011 ΔΕΕ 2012, 556 – ΣτΕ 1553/2012 ΕΕμπΔ 2014, 358] που αποφαίνονται ότι αναστέλλεται η αναγκαστική εκτέλεση για κάθε απαίτηση κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης αδιακρίτως λόγω της «αδιάστικτης διατυπώσεως της διατάξεως». Τη σωστή άποψη εκφράζει η απόφαση ΜΠΑγρ 32/2014, χωρίς, όμως να διευκρινίζεται με αυτήν, αν η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται μόνον στις περιπτώσεις ασφάλισης αστικής ευθύνης ή τυγχάνει γενικής και άνευ εξαιρέσεων εφαρμογής [«Σημειώνεται δε, ότι δεν τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας της ανωτέρω διάταξης, διότι δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας (άρθρο 4 του Σ), αλλά, απλώς διαφυλάττει εύλογα τους ασφαλισμένους στην ασφαλιστική εταιρία που τέθηκε υπό εκκαθάριση, οι οποίοι, ενώ υπήρξαν συνεπείς στις υποχρεώσεις τους και κατέβαλαν κανονικά τα οφειλόμενα ασφάλιστρα, ακριβώς για να έχουν κάλυψη, έναντι ζημιών που τυχόν θα προκαλούσε το αυτοκίνητό τους σε τρίτους, βρέθηκαν ξαφνικά, χωρίς υπαιτιότητά τους λόγω της ανάκλησης της άδειας της ασφαλιστικής εταιρίας και της θέσης της σε εκκαθάριση, ακάλυπτοι και έκθετοι στη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον τους»].
Η αναστολή αφορά πρωτίστως α] στις απαιτήσεις τρίτων εκ συμβάσεων υποχρεωτικής ασφαλίσεως αστικής ευθύνης εκ της κυκλοφορίας αυτοκινήτων [ΠΔ 237/1986], αλλά και θαλάσσιων σκαφών αναψυχής [άρθρο 14§4 ν. 4256/2014] και μόνον μέχρι του ποσού, για το οποίο ευθύνεται εκ του νόμου και της ασφαλιστικής συμβάσεως η υπό εκκαθάριση ασφαλιστική εταιρεία, αλλά και β] κάθε άλλης απαίτησης εκ συμβάσεως ασφαλίσεως αστικής ευθύνης εν γένει, όπου ο ζημιωθείς τρίτος δεν έχει μεν ευθεία αξίωση κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης, αλλά έχει τη δυνατότητα να ασκήσει πλαγιαστική αγωγή κατ’ αυτής.
8. Επίσης, πρέπει να διακριθεί η αναστολή κάθε αναγκαστικής εκτέλεσης για οφειλές που γεννήθηκαν πριν από τη λύση της επιχείρησης και για όσο χρόνο διαρκεί η εκκαθάριση, η οποία επισπεύδεται από τρίτους σε βάρος της ασφαλιστικής εταιρείας, από την αναστολή των ατομικών διώξεων των δικαιούχων ασφαλίσματος. Με την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης δεν αναστέλλεται το δικαίωμα των τρίτων προς έγερση αγωγής κατά της επιχείρησης [ΜΠΠειρ 5005/2003], αναστέλλεται, όμως το δικαίωμα των δικαιούχων ασφαλίσματος προς έγερση αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής αγωγής κατά της υπό εκκαθάριση επιχείρησης. Σκοπός της αναστολής των ατομικών διώξεων των δικαιούχων ασφαλίσματος είναι η υπαγωγή των στη συλλογική διαδικασία σύμμετρης ικανοποίησής των, δοθέντος ότι η ασφαλιστική εκκαθάριση προσομοιάζει με εκείνην της πτωχεύσεως [ΕΠειρ 279/2001]. Έτσι, μόνον οι δικαιούχοι ασφαλίσματος περιορίζονται ως προς το δικαίωμα τους να ασκήσουν κατά της επιχείρησης αγωγές, ενώ δεν δεσμεύεται κάθε άλλος τρίτος να εναγάγει την επιχείρηση ούτε βέβαια να στραφεί η ίδια η επιχείρηση εναντίον τρίτων [ΜΠΠειρ 5005/2003, Α Δημοσίευση Νόμος]. Αυτός είναι ο λόγος που η ίδια διάταξη προβλέπει ότι εκκρεμείς δίκες μεταξύ δικαιούχων ασφαλίσματος και της επιχείρησης συνεχίζονται εισαγόμενες με κλήση στο Μονομελές Πρωτοδικείο, όπου εκδικάζονται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων [ΕΘεσ. 1038/2009 – ΕΑ 1716/2011 ΕΕμπΔ 2012, 890 – ΕΑ 6286/2011 ΔΕΕ 2012, 556 – contra EA 3194/2012 ΝοΒ 2014, 1407, κατά την οποία οι εκκρεμείς δίκες κηρύσσονται απαράδεκτες κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 25 ΠτΚ]. Αν αναστέλλονταν όλες οι ατομικές διώξεις παντός δανειστού τής επιχείρησης, δεν θα υπήρχε αυτή η ρύθμιση που κάνει λόγο μόνον για «δικαιούχους ασφαλίσματος». Αυτό καταδεικνύει, επίσης, ότι οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα περί αναστολής των ατομικών διώξεων δεν εφαρμόζονται συλλήβδην στην ασφαλιστική εκκαθάριση, αφού οι διατάξεις του Κώδικος εφαρμόζονται μόνον συμπληρωματικώς, ήτοι όπου οι ειδικές περί ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως διατάξεις δεν ορίζουν άλλως [άρθρο 179 ΠτΚ]. Και οι εν λόγω διατάξεις ορίζουν άλλως.
9. Περαιτέρω, με δεδομένο ότι από κανένα σημείο της διάταξης του άρθρου 12α§5 ν.δ. 400/1970 προκύπτει ότι η αναφορά στις ατομικές διώξεις των δικαιούχων ασφαλίσματος κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης καταλαμβάνει και άλλα πρόσωπα πλην των δικαιούχων ασφαλίσματος, δεν καταλαμβάνει και τον μισθωτό με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ως μη δικαιούχο ασφαλίσματος. Εξ άλλου η προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 2α (λδ) του ν.δ. 400/1970 που δίδει την ερμηνεία του όρου «απαίτηση από ασφάλιση» και μάλιστα για τις ανάγκες των διαδικασιών εκκαθάρισης, ουσιαστικά ορίζει ποιός είναι ο δικαιούχος απαίτησης από ασφάλιση χωρίς να κάνει την παραμικρή αναφορά σε μισθωτό με σχέση εξαρτημένης εργασίας. Ουδεμία, άλλωστε, σχέση θα μπορούσαν να έχουν απαιτήσεις επί ασφάλισμα δυνάμει έγκυρης ασφαλιστικής σύμβασης με απαιτήσεις εργαζομένων με σχέση εξαρτημένης εργασίας.
10. Είναι, συνεπώς, εντελώς εσφαλμένος ο νομικός συλλογισμός, όπως επίσης και οι σχετικές αποφάσεις Μονομελών Πρωτοδικείων, που κατατάσσουν τις απαιτήσεις των εργαζομένων στις απαιτήσεις που δεν μπορούν να επιδιωχθούν δικαστικώς με αγωγή. Τα ανωτέρω ενισχύονται και από το γεγονός ότι «οι απαιτήσεις από σχέσης εργασίας έχουν προνόμιο επί του συνόλου της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης … και προηγούνται των απαιτήσεων των δικαιούχων ασφάλισης αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, καθώς και των απαιτήσεων των λοιπών ασφαλίσεων κατά ζημιών» σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 του ως άνω ν.δ. Τέλος, εντελώς αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός περί εφαρμογής και επί αυτών των απαιτήσεων των αρχών της συλλογικής και σύμμετρης ικανοποίησης, αφού στην προκειμένη περίπτωση είναι ρητή και σαφής η διάταξη του άρθρου 10 περί προνομίου των απαιτήσεων από σχέση εργασίας. Πράγματι, αφού οι εργαζόμενοι έχουν για τις απαιτήσεις τους προνόμιο προηγούμενο παντός άλλου, ακόμη και του Δημοσίου και των δικαιούχων ασφαλίσματος [«υπερπρονόμιο» χαρακτηρίζεται με την απόφαση ΜΠΑθ 1453/2014], πώς θα ικανοποιηθεί αυτό το προνόμιο και η σχετική απαίτηση των εργαζομένων, αν απαγορεύεται η ένδικη διεκδίκησή των σε περίπτωση διαφωνίας με τον εκκαθαριστή; Και γιατί οι προνομιούχοι εργαζόμενοι θα πρέπει να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους και να αναμένουν την επαλήθευση και/ή ικανοποίηση των αναγγελθεισών αξιώσεων των δικαιούχων ασφαλίσματος, αφού ούτως ή άλλως η αξίωσή τους έχει προβάδισμα έναντι και των απαιτήσεων των δικαιούχων ασφαλίσματος; Αντιθέτως, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι για να προβεί ο εκκαθαριστής σε σύμμετρη ικανοποίηση όλων των άλλων πιστωτών, θα πρέπει προηγουμένως να έχει αφαιρέσει από την περιουσία της επιχείρησης κεφάλαια καλύπτοντα όλες τις αξιώσεις των εργαζομένων, διαφορετικά δεν μπορεί να προβεί σε διανομή.
Δ. Ποίες απαιτήσεις έχουν και ποιό προνόμιο επί ασφαλιστικής εκκαθάρισης;
11. Κατά το άρθρο 10 ν.δ. 400/1970
« 1. Οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφάλιση και οι καθολικοί και ειδικοί τους διάδοχοι έχουν προνόμιο στην ασφαλιστική τοποθέτηση, που προηγείται από κάθε άλλο γενικό ή ειδικό προνόμιο εκτός από το προνόμιο της παραγράφου 9 του άρθρου 12α του παρόντος. Το προνόμιο αυτό ασκείται αποκλειστικά από τους δικαιούχους ασφαλίσεων ζωής, από τους δικαιούχους ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων και από τους δικαιούχους των λοιπών ασφαλίσεων κατά ζημιών, στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν διατεθεί σε ασφαλιστική τοποθέτηση αντίστοιχα για καθεμιά από της ασφαλίσεις αυτές. Το ως άνω προνόμιο ισχύει και μετά τη λύση της ασφαλιστικής επιχείρησης. Οι απαιτήσεις από σχέση εξαρτημένης εργασίας, εκτός των απαιτήσεων προσώπων που ασκούν τη διοίκηση και διαχείριση της ασφαλιστικής επιχείρησης, έχουν προνόμιο επί του συνόλου της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, εξαιρουμένων των εξόδων εκκαθάρισης και των μαθηματικών αποθεμάτων που υπάγονται στην κατηγορία τεχνικών αποθεμάτων ασφαλίσεων ζωής, σύμφωνα με το άρθρο 7 του παρόντος. Οι απαιτήσεις του προηγούμενου εδαφίου προηγούνται των απαιτήσεων των δικαιούχων ασφάλισης αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, καθώς και των απαιτήσεων των λοιπών ασφαλίσεων κατά ζημιών. Τα προηγούμενα εδάφια ισχύουν αναδρομικά από 1.1.2006 4….
8. Το Επικουρικό Κεφάλαιο υποχρεούται να καταβάλει στα όργανα εκκαθάρισης το ποσό που αντιστοιχεί στην αναλογική συμμετοχή του στην ικανοποίηση των προνομιακών απαιτήσεων των εργαζομένων και στα έξοδα εκκαθάρισης, η οποία υπολογίζεται κατά το λόγο της ασφαλιστικής τοποθέτησης του κλάδου αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων προς το σύνολο της ασφαλιστικής τοποθέτησης της εταιρείας σε όλους τους κλάδους που ασκούσε. Το τυχόν εναπομένον υπόλοιπο μετά την καταβολή τού κατά τα άνω ποσού, την ικανοποίηση των δικαιούχων ασφαλίσματος και την επιστροφή των μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων επιστρέφεται στον εκκαθαριστή ή τον σύνδικο.» 5
Κατά το άρθρο 12α ν.δ. 400/1970 6
« ..9. Οι αμοιβές και τα έξοδα του επόπτη εκκαθάρισης ή πτώχευσης και του εκκαθαριστή της ασφαλιστικής εκκαθάρισης έχουν προνόμιο που προηγείται από κάθε άλλο γενικής ή ειδικής κατηγορίας σε όλα τα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης. Οι αμοιβές και τα έξοδα του συνδίκου για τις εργασίες εκκαθάρισης του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου έχουν το ίδιο προνόμιο.».
Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων συνάγονται τα ακόλουθα: α] προνόμιο προηγούμενο παντός άλλου, ακόμη και του Δημοσίου [βλ. ΕΑ 7260/1992 που ερμήνευσε το άρθρο 10 ν.δ. 400/1970 στην πρωταρχική μορφή του], επί των τεχνικών αποθεμάτων [ασφαλίσεις ζημιών] και μαθηματικών αποθεμάτων [ασφαλίσεις ζωής] είναι εκείνο των δικαιούχων ασφαλίσματος αναλόγως του κλάδου, στον οποίον υπάγεται η ασφάλισή των [ζημιών ή ζωής], β] επί του συνόλου της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης είτε αυτή είναι ελεύθερη είτε είναι τοποθετημένη ασφαλιστικώς [άρθρα 7 και 8 ν.δ. 400/1970] έχουν προνόμιο προηγούμενο παντός άλλου, ακόμη και των δικαιούχων ασφαλίσματος, αλλά και των εξόδων της εκκαθάρισης, οι εργαζόμενοι της ασφαλιστικής επιχείρησης, με εξαίρεση όσους εξ αυτών ασκούσαν διοίκηση ή διαχείριση [ΜΠΑθ 3187/2012 ΔΕΕ 2012, 1171]. Πρόκειται για ειδικό και όχι γενικό προνόμιο, το οποίο επέλεξε ο νομοθέτης κατά την ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο του άρθρου 10§1 της Οδηγίας 2001/17/ΕΚ (ΜΠΑθ 3187/2012 – ΕΑ 1104/2012 ΕΕμπΔ 2012, 906)], γ] το Επικουρικό Κεφάλαιο υπεισέρχεται αυτοδικαίως στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης που απορρέουν από συμβάσεις ασφάλισης αστικής ευθύνης εκ της κυκλοφορίας αυτοκινήτων, εξ ου και διοικεί, διαχειρίζεται και διαθέτει το τεχνικό απόθεμα, το οποίο έχει σχηματισθεί για τον κλάδο αυτό, υποχρεούμενο να αποχωρίζει από αυτό το τεχνικό απόθεμα και θέτει στη διάθεση το εκκαθαριστή εκείνο το ποσό που αντιστοιχεί κατ’ αναλογία στην ικανοποίηση των εργατικών απαιτήσεων και των εξόδων εκκαθάρισης σε σχέση με τα τεχνικά αποθέματα των λοιπών κλάδων ζημιών. δ] όπως προαναφέρθηκε [§7] από της θέσεως της ασφαλιστικής επιχείρησης υπό ασφαλιστική εκκαθάριση και για όσο χρόνο διαρκεί αυτή, αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων ασφαλίσματος κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης, αλλά εκκρεμείς δίκες που έχουν ανοίξει δικαιούχοι ασφαλίσματος συνεχίζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων με πρωτοβουλία είτε των δικαιούχων ασφαλίσματος είτε του εκκαθαριστή, πράγμα που σημαίνει ότι όσοι δικαιούχοι ασφαλίσματος έχουν καταφύγει στη Δικαιοσύνη δεν στερούνται της κατά το Σύνταγμα έννομης προστασίας, αφού οι δίκες τους συνεχίζονται [ανωτέρω §8 και αντίθετη ΕΑ 3194/2012], ενώ όσοι δικαιούχοι ασφαλίσματος δεν έχουν καταφύγει στη Δικαιοσύνη, στερούνται του δικαιώματος προσφυγής σ’ αυτήν. Και τούτο, διότι αυτοί προστατεύονται επαρκώς με την προβλεπόμενη διαδικασία αναγγελίας, αλλά και με το δικαίωμα να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη προβάλλοντας αντιρρήσεις κατά των θέσεων του εκκαθαριστή, αν αυτός δεν τους έχει περιλάβει στον πίνακα σύμμετρης διανομής είτε τους έχει περιλάβει, αλλά κατά μερική αποδοχή των απαιτήσεών τους, ε] πέρα της προαναφερθείσης αναστολής ατομικών διώξεων, ο νόμος προβλέπει και την αναστολή κάθε αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος τόσο της ασφαλιστικής επιχείρησης όσο και σε βάρος των ασφαλισμένων της αστικής ευθύνης μέχρι το ποσό, για το οποίο ευθύνεται σε ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση [ανωτέρω §8]. στ] Οι δικαιούχοι ασφαλίσματος διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες ι] στην πρώτη κατηγορία ανήκουν αυτοί που δεν έχουν κινηθεί δικαστικώς κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης και προστατεύονται κατ’ αρχάς δια της αναγγελίας των και της καταχωρίσεώς των στον πίνακα διανομής, σε περίπτωση δε μη καταχωρίσεώς των ή μη καταχωρίσεως για το σύνολο των απαιτήσεών τους, δικαιούνται να καταφύγουν στη Δικαιοσύνη ζητώντας δικαστική προστασία δια προβολής αντιρρήσεων κατά του πίνακος. ιι] στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν αυτοί που έχουν εις χείρας των τελεσίδικη δικαστική ή διαιτητική απόφαση, οι οποίοι κατατάσσονται στον πίνακα διανομής από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή για το ποσό του ασφαλίσματος που τους έχει επιδικασθεί. ιιι] στην τρίτη κατηγορία ανήκουν αυτοί που έχουν μεν προσφύγει στη Δικαιοσύνη, αλλά η υπόθεσή τους εκκρεμεί, δεν έχει, δηλαδή, εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Αυτοί συνεχίζουν τη διεκδίκηση με βάση μία διαφορετική διαδικασία [ανωτέρω §8], εν πάση, όμως, περιπτώσει δεν στερούνται του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματός των να τύχουν δικαστικής προστασίας έναντι ενδεχομένων αυθαιρεσιών του ασφαλιστικού εκκαθαριστή. Τούτων έπεται ότι αναστέλλονται μεν έναντι της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση τελούσης ασφαλιστικής επιχείρησης οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων ασφαλίσματος, αλλ’ αυτοί δεν μένουν απροστάτευτοι έναντι του εκκαθαριστή. Προβλέπει γι’ αυτούς το ν.δ. 400/1970 παροχή επαρκούς προστασίας από την ανεξάρτητη δικαστική εξουσία σύμφωνα με το άρθρο 20§1 του Συντάγματος.
12. Όσον αφορά, λοιπόν, στους δικαιούχους ασφαλίσματος, οι οποίοι έχουν προνόμιο προηγούμενο παντός άλλου, γενικού ή ειδικού, επί των τεχνικών ή μαθηματικών αποθεμάτων, αναλόγως του κλάδου ασφάλισης, παρατηρείται ότι παρέχει ο νόμος επαρκή δικαστική προστασία ακόμη και στα πλαίσια της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Και τούτο, παρά το γεγονός ότι το προνόμιό των είναι υποδεέστερο του προνομίου των απαιτήσεων των εργαζομένων, οι οποίες ικανοποιούνται κατά προτεραιότητα από το σύνολο της περιουσίας της ασφαλιστικής εταιρείας, ιδία, όμως, από το τεχνικό απόθεμα του κλάδου ασφάλισης αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, το οποίο [απόθεμα] διοικεί, διαχειρίζεται και διαθέτει το Επικουρικό Κεφάλαιο υποχρεούμενο να αποχωρίσει από αυτό και να παραχωρήσει στον ασφαλιστικό εκκαθαριστή κάθε ποσό στο οποίο συμποσούται η απαίτηση του εργαζομένου, ώστε να ικανοποιηθεί αυτός πριν από κάθε άλλον πιστωτή.
13. Πώς, όμως, θα προστατευθεί ο εργαζόμενος και το όλως ειδικό προνόμιό του, αν δεχθούμε ότι στη διάρκεια της ασφαλιστικής εκκαθάρισης ούτε αγωγή μπορεί να ασκήσει διεκδικών τα δικαιώματα που του φαλκιδεύει ή φρονεί ο εργαζόμενος ότι του φαλκιδεύει ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής; Ή, στην περίπτωση που ο εργαζόμενος είχεν εξασφαλίσει τελεσίδικη απόφαση περί των απαιτήσεών του, πώς θα προστατευθεί έναντι του αυθαιρετούντος ασφαλιστικού εκκαθαριστή, ο οποίος δεν αναγνωρίζει το ύψος των απαιτήσεών του, αν δεχθούμε ότι αυτός ο εργαζόμενος δεν μπορεί να ασκήσει το κατοχυρωμένο δικαστικώς δικαίωμά του, επειδή δήθεν δεν επιτρέπεται η αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος της ασφαλιστικής επιχείρησης; Πώς θα αντικρούσει τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή και θα τον υποχρεώσει να σεβασθεί τον νόμο που κατοχυρώνει με προνόμιο προηγούμενο παντός άλλου τις εργατικές απαιτήσεις του; Θα πρέπει να περιμένει μέχρις ότου ολοκληρωθεί μετά από πολλά έτη η ασφαλιστική εκκαθάριση 7 και τότε να του καταβάλει ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής αυτό που ο εργαζόμενος δικαιούται είτε αυτό έχει κριθεί από δικαστήριο ή άλλο δικαιοδοτικό όργανο είτε όχι; Κι’ αν ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής δεν του το καταβάλει έχοντας διανείμει το σύνολο της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης; Συνεπώς, ορθώς ο νόμος προβλέπει εν προκειμένω ότι αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων ασφαλίσματος μόνον και όχι πάσης άλλης απαιτήσεως.
14. Ας υποτεθεί τώρα ότι η ανωτέρω άποψη είναι ορθή, όπως και είναι, και ότι δεν αναστέλλεται το δικαίωμα του εργαζομένου να στραφεί δικαστικώς κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης έναντι της οποίας έχει απαίτηση εξοπλισμένη με ειδικότατο προνόμιο προηγούμενο παντός άλλου. Τί θα γίνει, αν η απαίτησή του εξοπλισθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση; Θα μπορεί αυτή να εκτελεσθεί ή θα τον αντικρούσει ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής με την ένσταση ότι απαγορεύεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης όσο διαρκεί η ασφαλιστική εκκαθάριση; Το άρθρο 12α§5 ν.δ. 400/1970 ορίζει ότι «Κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε Ασφαλιστική εκκαθάριση αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και σε βάρος των ασφαλισμένων της ασφαλίσεων αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται σε ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση.» Δυστυχώς, η φράση «κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε Ασφαλιστική εκκαθάριση αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της» απομονώνεται από τα δικαστήρια, με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί νομολογία, όπως προελέχθη, κατά την οποία πάσα αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος ασφαλιστικής επιχείρησης απαγορεύεται αδιακρίτως. Η διάταξη της ως άνω παραγράφου, όμως, πρέπει να αναγνωσθεί και ερμηνευθεί ολόκληρη και όχι κατακερματισμένη. Και τούτο, διότι απαγορεύει μεν την αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος όχι μόνον της ασφαλιστικής επιχείρησης, αλλά και εις βάρος των ασφαλισμένων της ασφαλίσεων αστικής ευθύνης, μόνον όμως μέχρι του ποσού, για το οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση [βλ. ανωτέρω §8]. Ποίο είναι, λοιπόν, το αληθές νόημα της εν λόγω διάταξης;
15. Όπως ήδη αναλύθηκε εν εκτάσει, το ν.δ. 400/1970 έχει καταστρωμένη πλήρη διαδικασία αναγγελίας απαιτήσεων από ασφάλιση και σύμμετρη ικανοποίησή των με τρόπο που ουδέν δικαίωμα των δικαιούχων φαλκιδεύεται [αναγγελία, πίναξ διανομής, αντιρρήσεις]. Υπάρχει, όμως, και η ειδική ρύθμιση, κατά την οποία το Επικουρικό Κεφάλαιο υπεισέρχεται αυτοδικαίως στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης από ασφαλίσεις αστικής ευθύνης εκ της κυκλοφορίας αυτοκινήτων, εξ ου και αυτό αναλαμβάνει κατ’ αποκλειστικότητα τη διαχείριση και πληρωμή των σχετικών ζημιών. Αυτός είναι ο λόγος που έχει νομολογηθεί παγίως ότι όλες οι εκκρεμείς αυτοκινητικές υποθέσεις συνεχίζονται άνευ άλλου τινός από το Επικουρικό Κεφάλαιο, το οποίο καταλαμβάνει στις εκκρεμείς δίκες τη θέση της ασφαλιστικής επιχείρησης ως διαδίκου, ενώ αγωγές για διεκδίκηση αποζημιώσεως εκ μέρους τρίτων ζημιωθέντων ασκούνται κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου και μόνον χωρίς να αναστέλλεται το δικαίωμά τους να στραφούν κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου αγωγικώς. Εύλογο είναι, λοιπόν, να απαγορεύεται η αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος της ασφαλιστικής επιχείρησης, αφού όλες αυτές τις αξιώσεις θα ικανοποιήσει το Επικουρικό Κεφάλαιο και όχι η ασφαλιστική επιχείρηση. Όμως, συνήθως ενάγεται από τον τρίτο ζημιωθέντα με την ευθεία αγωγή τού άρθρου 10 ν. 489/1976 όχι μόνον η ασφαλιστική επιχείρηση ή το Επικουρικό Κεφάλαιο, αναλόγως της περιπτώσεως, αλλά και ο ασφαλισμένος στην ασφαλιστική επιχείρηση. Είναι, λοιπόν, όπως προελέχθη [§8] άδικο ο ζημιώσας οδηγός που ασφαλίσθηκε εκπληρώνοντας, έτσι, την εκ του νόμου προς τούτο υποχρέωσή του να κινδυνεύει να μείνει ακάλυπτος και να χάσει την περιουσία του, επειδή ανακλήθηκε η άδεια της ασφαλιστικής επιχείρησης, στην οποίαν είχε ασφαλισθεί [ΜΠΡόδου 6/2013 Αρμ 2013, 908 και ΜΠΑγρινίου 32/2014]. Για τον λόγο αυτό εισήχθη η επίμαχη διάταξη, με την οποίαν ορίζεται ότι αναγκαστική εκτέλεση δεν χωρεί εις βάρος της τε ασφαλιστικής επιχείρησης και του ασφαλισμένου της, αλλά στο μέτρο κατά το οποίο η ασφαλιστική επιχείρηση ευθύνεται εις ολόκληρον με τον ασφαλισμένο. Με άλλα λόγια, αφού υπεισέρχεται το Επικουρικό Κεφάλαιο στις υποχρεώσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης και μέχρι του ασφαλιστικού ποσού, με αποτέλεσμα να απαλλάσσεται της υποχρέωσης προς αποζημίωση η ασφαλιστική επιχείρηση, θα πρέπει να απαλλάσσεται μέχρι του ίδιου ποσού και ο ασφαλισμένος της. Παράδειγμα: ασφαλιστικό ποσό € 500.000. Επιδικασθείσα απαίτηση € 600.000. Μέχρι του ποσού των € 500.000 υπόχρεο είναι το Επικουρικό Κεφάλαιο υπεισελθόν στη θέση της ασφαλιστικής επιχείρησης. Μέχρι του ίδιου ποσού δεν μπορεί να ευθύνεται ο ασφαλισμένος, αφού αυτός είχε εκπληρώσει την προς ασφάλιση υποχρέωσή του, εξ ου και αυτός θα πρέπει να προστατευθεί έναντι του γεγονότος ότι η ασφαλιστική επιχείρηση που τον εκάλυπτε τέθηκε χωρίς δική του υπαιτιότητα υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, ώστε να μην μπορεί να στραφεί εναντίον του ο ζημιωθείς για το ποσό των €500.000. Για το πέραν των € 500.000, όμως, ποσό εξακολουθεί να ευθύνεται ο ασφαλισμένος, όπως ευθυνόταν και πριν τεθεί υπό εκκαθάριση η ασφαλιστική επιχείρηση που τον εκάλυπτε. Αυτό είναι το αληθές νόημα της εν λόγω διάταξης. Η προστασία του ασφαλισμένου κυρίως και όχι της ασφαλιστικής επιχείρησης μέχρι του ασφαλιστικού ποσού της σύμβασης ασφάλισης αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων. Είναι, συνεπώς, ανεπέρειστη η άποψη ότι με την εν λόγω διάταξη απαγορεύεται αδιακρίτως η αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος ασφαλιστικής επιχείρησης τελούσης υπό ασφαλιστική εκκαθάριση [ανωτέρω §7].
Τούτων έπεται ότι η απαγόρευση κάθε αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος της ασφαλιστικής επιχείρησης δεν καταλαμβάνει τις απαιτήσεις των εργαζομένων, οι οποίες έχουν προνόμιο προηγούμενο παντός άλλου και για τις οποίες ουδεμία προστασία υπό του νόμου προβλέπεται για την περίπτωση που υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ εκκαθαριστή και εργαζομένου.
Ε.Ποία η σχέση του άρθρου 179 του Πτωχευτικού Κώδικα με τις διατάξεις του ν.δ. 400/1970 περί εκκαθαρίσεως ασφαλιστικών επιχειρήσεων;
16. Είναι γεγονός ότι κατά το άρθρο 179 του Πτωχευτικού Κώδικος
«Οι διατάξεις του κώδικα αυτού εφαρμόζονται συμπληρωματικά και επί εξυγίανσης και εκκαθάρισης πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατά το μέρος που δεν ρυθμίζονται ειδικά».
Τούτο σημαίνει ότι οι διατάξεις του εν λόγω Κώδικος εφαρμόζονται και στην εκκαθάριση ασφαλιστικών επιχειρήσεων, αλλά μόνον συμπληρωματικώς, ήτοι εκεί όπου δεν υπάρχει ειδική διάταξη, η οποία να ρυθμίζει με τον ίδιο ή άλλο τρόπο το ίδιο θέμα. Το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι: οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικος εφαρμόζονται και επί της όλως ειδικής ασφαλιστικής εκκαθάρισης ή μόνον επί της κοινής εκκαθάρισης ασφαλιστικών επιχειρήσεων, τις οποίες [αμφότερες] προβλέπει το ν.δ. 400/1970; Το δεύτερο ερώτημα είναι ποίες διατάξεις του ΠτΚ εφαρμόζονται επί ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως ως μη καλυπτόμενες από τις διατάξεις που διέπουν την ασφαλιστική εκκαθάριση;
17. Κατά το άρθρο 25 ΠτΚ:
«1. Με επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 26, από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεων τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ’ αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως, ή η εκτέλεση τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας.
2. Πράξεις κατά παράβαση της κατά την παράγραφο 1 αναστολής είναι απολύτως άκυρες.»
Ενώ κατά το άρθρο 26 ΠτΚ:
«1. Πιστωτές, των οποίων οι απαιτήσεις εξασφαλίζονται με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια επί αντικειμένου της πτωχευτικής περιουσίας, ικανοποιούνται αποκλειστικά από τη ρευστοποίηση του σύμφωνα με τις ισχύουσες γενικές διατάξεις, εκτός εάν ο παρών κώδικας προβλέπει διαφορετικά. Οι ενέγγυοι πιστωτές ικανοποιούνται από το σύνολο της πτωχευτικής περιουσίας, μόνο σε περίπτωση που παραιτηθούν από το προνόμιο ή την ασφάλεια τους ή το προνόμιο ή η ασφάλεια δεν επαρκεί για την πλήρη ικανοποίηση τους. 8
2. Με την επιφύλαξη των αναφερομένων στις παραγράφους 3 έως 6, η αναστολή των ατομικών διώξεων δεν ισχύει ως προς τους ενέγγυους πιστωτές σχετικά με τα ανωτέρω υπέγγυα στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας….»
18. Ο ΠτΚ, λοιπόν, διακρίνει τους πιστωτές σε ενέγγυους, γενικώς προνομιούχους, ανέγγυους και πιστωτές μειωμένης εξασφάλισης. Ως ενέγγυοι πιστωτές ορίζονται εκείνοι των οποίων οι απαιτήσεις έναντι της πτωχευτικής περιουσίας είναι εξασφαλισμένες είτε με εμπράγματο δικαίωμα του κοινού δικαίου είτε με άλλο ειδικό προνόμιο που προβλέπεται στον νόμο. Δηλαδή οι ενέγγυοι πιστωτές διακρίνονται στους εμπραγμάτως εξασφαλισμένους και στους ειδικούς προνομιούχους. Ως ειδικοί προνομιούχοι θεωρούνται οι πιστωτές εκείνοι που μπορούν με βάση το ειδικό προνόμιο τους να ικανοποιηθούν προνομιακά από συγκεκριμένο πράγμα, το οποίο βρίσκεται σε ορισμένη σχέση προς την απαίτηση. Επομένως, οι ειδικοί προνομιούχοι πρέπει να διακρίνονται από τους γενικούς προνομιούχους, των οποίων το προνόμιο εξασφαλίζει την προνομιακή ικανοποίηση τους από το σύνολο της αξίας της πτωχευτικής περιουσίας και όχι από την αξία συγκεκριμένου πράγματος. Τέτοια ειδικά προνόμια προβλέπονται π.χ. στο άρθρο 155 ΠτΚ [Ειδικά προνόμια:1. Οι απαιτήσεις που έχουν προνόμιο σε ορισμένο κινητό ή ακίνητο πράγμα ή σε ποσότητα χρημάτων κατατάσσονται με την παρακάτω σειρά: α) Οι απαιτήσεις που προέκυψαν από δαπάνες για τη διατήρηση του πράγματος το τελευταίο εξάμηνο πριν την κήρυξη της πτώχευσης. β) Οι απαιτήσεις για το κεφάλαιο με τους τόκους των δύο (2) τελευταίων ετών για τις οποίες υπάρχει ενέχυρο ή υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης, εφόσον πρόκειται για ακίνητο. γ) Οι απαιτήσεις που προέκυψαν από δαπάνες για παραγωγή και συγκομιδή καρπών κατά το τελευταίο εξάμηνο πριν την κήρυξη της πτώχευσης. 2. Επί πωλήσεως της επιχείρησης ως συνόλου (άρθρα 135 επ.), αν υπάρχουν ειδικοί προνομιούχοι πιστωτές επί κατ` ιδίαν αντικειμένων της περιουσίας του οφειλέτη, κατατάσσονται ειδικά επί του ποσού του μέρους του τιμήματος που αντιστοιχεί στο μεταβιβασθέν στοιχείο επί του οποίου υπάρχει το ειδικό προνόμιο, του οποίου η αξία υπολογίζεται για την κατάταξη τους.) και στο άρθρο 205 του ΚΙΝΔ περι του ναυτικού προνομίου επί πλοίου.
19. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η απαίτηση επί τη διαφορά π.χ. αποδοχών και αποζημιώσεως λόγω απολύσεως αποτελεί και κατά τον ΠτΚ απαίτηση απολαύουσα γενικού προνομίου εφ’ ολοκλήρου της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης όντας εξασφαλισμένη κατά ρητή του νόμου διάταξη με προνόμιο ασκούμενο επί του συνόλου της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης. Συνεπώς, και υπό τις διατάξεις του ΠτΚ θεωρούμενη αυτή η εργατική απαίτηση απολαύει προνομίου εξόχως προστατευτικού αυτής ακριβώς όπως προβλέπει και το ν.δ. 400/1970. Επισημαίνεται, μάλιστα, ότι ενώ κατά το άρθρο 154 ΠτΚ το γενικό προνόμιο των εργατικών απαιτήσεων έπεται των απαιτήσεων από χρηματοδοτήσεις και των απαιτήσεων για έξοδα συντήρησης του πτωχού-οφειλέτου, ικανοποιούνται δε κατά την εν λόγω σειρά μετά την αφαίρεση των δικαστικών εξόδων και των εξόδων διοίκησης της πτωχευτικής περιουσίας, επί ασφαλιστικής εκκαθάρισης ή πτώχευσης οι εργατικές απαιτήσεις προηγούνται και αυτών των δικαστικών εξόδων και των εξόδων της εκκαθάρισης, εξ ου και το προνόμιο των εργατικών απαιτήσεων ευστόχως χαρακτηρίσθηκε «υπερπρονόμιο» [ΜΠΑθ 1453/2014]. Επισημαίνεται, ομοίως, ότι κατά το άρθρο 25 ΠτΚ η αναστολή των ατομικών διώξεων και της αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του πτωχού τελεί υπό την επιφύλαξη του άρθρου 26, το οποίο ορίζει ότι η «η αναστολή των ατομικών διώξεων δεν ισχύει ως προς τους ενέγγυους πιστωτές σχετικά με τα ανωτέρω υπέγγυα στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας». Με δεδομένο, λοιπόν, ότι οι εργαζόμενοι έχουν κατά της υπό εκκεθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης προνόμιο ειδικό[τατο] και γενικό, με αποτέλεσμα να προηγούνται στην ικανοποίηση παντός άλλου έχοντος ειδικό ή γενικό προνόμιο, συνάγεται και εκ του άρθρου 25 ΠτΚ πως όταν μία απαίτηση προηγείται πάσης άλλης εφ’ ολοκλήρου της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, δεν είναι δυνατόν να γίνεται δεκτό ότι μπορεί ο δικαιούχος της να στερείται των ατομικών διώξεων κατά της επιχείρησης και να τίθεται σε χείρονα μοίρα από τον έχοντα ειδικό προνόμιο επί ορισμένου πράγματος, ο οποίος δεν στερείται του δικαιώματος να συνεχίσει τη δικαστική επιδίωξη της αξιώσεώς του επί του συγκεκριμένου πράγματος, αφού το υπερπρονόμιο του εργαζομένου εφαρμόζεται και επί του πράγματος, επί του οποίου έχουν δικαίωμα πρωτοπραξίας ενέγγυοι [ενεχυρούχοι, υποθηκικοί] πιστωτές. Τούτου έπεται ότι ακόμη και με βάση τις διατάξεις του ΠτΚ δεν αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των εχόντων υπερπρονόμιο πιστωτών εφ’ ολοκλήρου της περιουσίας του οφειλέτη, όπως είναι το προνόμιο των εργατικών απαιτήσεων, το οποίο ισχύει επί του συνόλου της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, ιδία δε επί της ασφαλιστικής τοποθετήσεως αυτοκινήτων, από την οποία αντλούνται κατά μέγιστο ποσοστό τα αναγκαία κεφάλαια για την ικανοποίηση αυτών. Τούτων όλων έπεται ότι το άρθρο 12§5 ν.δ. 400/1970 δεν αφορά σε διαφορές μεταξύ της ασφαλιστικής επιχείρησης και παντός τρίτου μη δικαιούχου ασφαλίσματος. Όπως δεν αφορά και στους ενυπόθηκους πιστωτές, οι οποίες μπορούν να εγείρουν την υποθηκική αγωγή και να εκτελέσουν την επ’ αυτής αγωγή σε βάρος της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης [ΜΠΑθ 3188/2012 ΕΕμπΔ 2012, 907].
20. Προχωρώντας ένα βήμα πιο πέρα εξεταστέον, αν με τη θέση μιας ασφαλιστικής επιχείρησης σε ασφαλιστική εκκαθάριση διακόπτεται η τοκογονία των απαιτήσεων των δανειστών της. Το ν.δ. 400/1970 ουδέν ορίζει σχετικώς. Αν εφαρμόσουμε συμπληρωματικώς τη διάταξη του άρθρου 24§1 εδ. α΄ του ΠτΚ που ορίζει ότι: «Από την κήρυξη της πτώχευσης οι απαιτήσεις των πιστωτών που δεν είναι εξασφαλισμένες με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματο δικαίωμα παύουν να παράγουν νόμιμους ή συμβατικούς τόκους», πρέπει, για την ταυτότητα του δικαιολογητικού λόγου, να ισχύσει η διάταξη και στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Επομένως και στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης οι υποκείμενες σε αυτήν απαιτήσεις που έχουν υπέρ αυτών υπερπρονόμιο δεν παύουν να παράγουν τόκους, νόμιμους ή συμβατικούς, από τη θέση της ασφαλιστικής επιχείρησης υπό καθεστώς εκκαθάρισης. Αντιθέτως έκρινε το Εφετείο Αθηνών, κατά το οποίο συνέπεια της αναστολής των ατομικών διώξεων κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης είναι αδιακρίτως και η παύση της τοκοδοσίας κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 24§1.α ΠτΚ [6286/2011 ΔΕΕ 2012, 556].
21. Αλλά ακόμη και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι οι σχετικές διατάξεις του ΠτΚ περί αναστολής των ατομικών διώξεων, αδυναμίας αναγκαστικής εκτέλεσης κ.λπ. εφαρμόζονται και επί των εργατικών απαιτήσεων κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης που τελεί υπό καθεστώς εκκαθάρισης, σημειώνεται ότι ο ΠτΚ προβλέπει ειδική διαδικασία προσβολής του πίνακα των επαληθευθεισών απαιτήσεων με ανακοπή, την οποία δεν προβλέπει το ν.δ. 400/1970 για τους έχοντες ειδικό προνόμιο εργαζομένους, με αποτέλεσμα αυτοί να παραμένουν απροστάτευτοι έναντι των αυθαιρεσιών τού εκκαθαριστή και χωρίς δικαστική προστασία κατά παράβαση του άρθρου 20 του Συντάγματος. 22. Το αληθές νόημα, λοιπόν, του άρθρου 10§1 ν.δ. 400/1970
« 1. …….. Οι απαιτήσεις από σχέση εξαρτημένης εργασίας, εκτός των απαιτήσεων προσώπων που ασκούν τη διοίκηση και διαχείριση της ασφαλιστικής επιχείρησης, έχουν προνόμιο επί του συνόλου της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, εξαιρουμένων των εξόδων εκκαθάρισης και των μαθηματικών αποθεμάτων που υπάγονται στην κατηγορία τεχνικών αποθεμάτων ασφαλίσεων ζωής, σύμφωνα με το άρθρο 7 του παρόντος. Οι απαιτήσεις του προηγούμενου εδαφίου προηγούνται των απαιτήσεων των δικαιούχων ασφάλισης αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, καθώς και των απαιτήσεων των λοιπών ασφαλίσεων κατά ζημιών.»,
του άρθρου 10§3 ν.δ. 400/1970
«3. Σε περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης ή πτώχευσης ασφαλιστικής επιχείρησης ο, κατά το άρθρο 12α του παρόντος, επόπτης εκκαθάρισης ή πτώχευσης καλεί μέσα σε δέκα ημέρες από το διορισμό του τους δικαιούχους ασφαλίσματος, …. Ο επόπτης εκκαθάρισης και ο εκκαθαριστής ή ο επόπτης πτώχευσης και ο σύνδικος υποβάλλουν στο Υπουργείο Εμπορίου κατάσταση των δικαιούχων ασφαλίσματος….. Στην κατάσταση αυτήν περιλαμβάνονται, εφόσον έχουν επαληθευθεί οι απαιτήσεις τους: α) οι δικαιούχοι ασφαλίσματος ασφαλίσεων ζωής, β) οι δικαιούχοι ασφαλίσματος ασφαλίσεων κατά ζημιών εκτός ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, που έχουν δηλώσει την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης και έχει καταχωρισθεί η δήλωση στα βιβλία της ασφαλιστικής επιχείρησης και γ) όσοι αναγγέλθηκαν μέσα στην ως άνω προθεσμία. ………. Αντιρρήσεις κατά της πιο πάνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. `Εφεση κατά της απόφασης του πρωτοδικείου εκδικάζεται από το αρμόδιο εφετείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η απόφαση του εφετείου δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο».
και του άρθρου 12α§5,6,9
« 5. Κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε Ασφαλιστική εκκαθάριση αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και σε βάρος των ασφαλισμένων της ασφαλίσεων αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται σε ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων ασφαλίσματος κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης.
6. Με τη θέση της επιχείρησης σε Ασφαλιστική εκκαθάριση οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων με πρωτοβουλία των δικαιούχων ασφαλίσματος ή του επόπτη εκκαθάρισης και του εκκαθαριστή ή του επόπτη πτώχευσης και του συνδίκου. Εκκρεμείς διαφορές στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εισάγονται, με κλήση οποιουδήποτε νομιμοποιουμένου, στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης ανεξάρτητα από το ποσό. …….
9. Οι αμοιβές και τα έξοδα του επόπτη εκκαθάρισης ή πτώχευσης και του εκκαθαριστή της ασφαλιστικής εκκαθάρισης έχουν προνόμιο που προηγείται από κάθε άλλο γενικής ή ειδικής κατηγορίας σε όλα τα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης. Οι αμοιβές και τα έξοδα του συνδίκου για τις εργασίες εκκαθάρισης του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου έχουν το ίδιο προνόμιο.………».
όπως αναλύθηκαν διεξοδικώς, ακόμη και υπό το φως των διατάξεων του ΠτΚ [άρθρα 179, 25 και 26], είναι ότι: α] των ατομικών διώξεων στερούνται μόνον οι ανέγγυοι πιστωτές, ενώ ο εργαζόμενος είναι ενέγγυος πιστωτής απολαύων, μάλιστα, ειδικότατου [υπερ]προνομίου έναντι ΠΑΝΤΟΣ άλλου πιστωτή, β] το ν.δ. 400/1970 δεν προβλέπει διαδικασία αμφισβήτησης της άποψης του ασφαλιστικού εκκαθαριστή ως προς το ύψος της εργατικής απαίτησης, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει στην πτώχευση, με αποτέλεσμα να στερείται ο εργαζόμενος του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας από τη Δικαιοσύνη, αν ήθελε γίνει δεκτό ότι ο εργαζόμενος σε ασφαλιστική επιχείρηση, η οποία έχει τεθεί σε ασφαλιστική εκκαθάριση, δεν νομιμοποιείται να εγείρει κατ’ αυτής αγωγή με το αιτιολογικό ότι η αγωγή του είναι αλυσιτελής, αφού ούτως ή άλλως και δεκτή γενομένη δεν μπορεί να εκτελεσθεί αναγκαστικώς εις βάρος της ασφαλιστικής επιχείρησης. Όπως, όμως, και αν ιδωθεί το ζήτημα αυτό, είτε υπό το πρίσμα του ν.δ. 400/1970 είτε υπό το πρίσμα του ΠτΚ, η λύση που δίνεται από τα δικαστήρια είναι εσφαλμένη και φαλκιδεύει τα δικαιώματα των εργαζομένων σε ασφαλιστική επιχείρηση, η οποία τελεί υπό καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης.
Επίμετρο: το υπερπρονόμιο των εργαζομένων σε ασφαλιστική επιχείρηση, η οποία τελεί σε ασφαλιστική εκκαθάριση, ιδωμένο υπό το πρίσμα είτε του Πτωχευτικού Κώδικος είτε του ν.δ. 400/1970 είναι αγώγιμο και δεν αναστέλλεται η άσκησή του, η οποία μπορεί να εξασφαλισθεί μόνον μέσω της δικαστικής οδού ακριβώς όπως μπορεί να ασκηθεί το δικαίωμα του ενυπόθηκου δανειστή επί του ενυποθήκου ακινήτου, με το δεδομένο ότι αυτό το υπερπρονόμιο ασκείται εφ’ ολοκλήρου της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης και προηγείται παντός άλλου ειδικού ή γενικού προνομίου οιουδήποτε άλλου.
Σωτήριος Καλαμίτσης
30.10.2014
- Άρθρο 12α §10 ν.δ. 400/1970 ↩
- Άστοχη είναι η μεταφορά σε νομοθετικό κείμενο του όρου «ασφαλιστήριο συμβόλαιο», ο οποίος έχει επικρατήσει στην πράξη στις σχέσεις ασφαλιστικών επιχειρήσεων, ασφαλιστικών διαμεσολαβητών και ασφαλιζομένων, δοθέντος ότι το άρθρο 2§1 ν. 2496/1997 ορίζει ως «ασφαλιστήριο» το αποδεικτικό της ασφάλισης έγγραφο που εκδίδει ο ασφαλιστής. Η έκδοση, όμως, από τον ασφαλιστή εγγράφου, το οποίο αποτυπώνει τους όρους της ασφαλιστικής σύμβασης δεν αποτελεί κατά κυριολεξία συμβόλαιο. ↩
- Ούτε ο όρος «εκχωρούμενες συμβάσεις» είναι όρος νομικώς δόκιμος, αφού μία σύμβαση δεν εκχωρείται, αλλά μεταβιβάζεται η όλη συμβατική σχέση δια ταυτοχρόνου εκχωρήσεως των δικαιωμάτων και αναδοχής των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση. ↩
- Το πρώτο εδάφιο, το οποίο είχεν αντικατασταθεί με το άρθρο 35§ ν. 2496/1997, αντικαταστάθηκε και πάλι ως άνω με το άρθρο 6 ΠΔ 332/2003, ενώ τα τελευταία τρία εδάφια προστέθηκαν με το άρθρο 11§2 ν. 3557/2007. ↩
- Οι §§7 και 8 προστέθηκαν, οι δε §§7 και 8 αναριθμήθηκαν σε 9 και 10, με το άρθρο 25§2 ν. 2919/2001. ↩
- Όπως το άρθρο 12α αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 ΠΔ 332/2003. ↩
- Βλ. στο ΦΕΚ/ΤΑΕ&ΕΠΕ 5834/02.07.2012 τη δημοσίευση αποφάσεων σχετικών με 13 ασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν τεθεί σε ασφαλιστική εκκαθάριση από πολλών ετών χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η εκκαθάριση μέχρι και σήμερα. ΣΚΟΥΡΤΗΣ ανάκληση αδείας 21.09.2009 – LE MONDE ανάκληση 05.02.2007 – ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ανάκληση 28.05.1996 – ΕΓΝΑΤΙΑ ανάκληση 05.02.2007 – ΕΣΤΙΑ ανάκληση 28.01.2000 – ΓΑΛΑΞΙΑΣ ανάκληση 25.07.2006 – ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ ανάκληση 23.10.1996 – ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ανάκληαη 15.10.2001 – ΘΕΜΙΣ ανάκληση 20.11.1997 – ΓΕΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ ανάκληση 21.09.2009 – ΕΟΣ ανάκληση 03.04.2009 – ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΚΗ ανάκληση 16.04.2003 – 20ός ΑΙΩΝ ανάκληση 28.05.1996. ↩
- Το δεύτερο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 13§3 ν. 4013/2011. ↩