Σωτήριος Καλαμίτσης

Εταιρεία Δικηγόρων

Χρήση μουσικών, θεατρικών, οπτικοακουστικών έργων & χορογραφιών στην εκπαίδευση

Στην Ελλάδα, το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται από το Ν. 2121/93. Στο άρθρο 2 του νόμου αυτού απαριθμούνται ενδεικτικά τα έργα που καταλαμβάνονται από το αντικείμενο του δικαιώματος. Τα οπτικοακουστικά έργα, οι μουσικές συνθέσεις, τα θεατρικα έγρα, οι χορογραφίες αναφέρονται ρητώς στην διάταξη. Επομένως, τα πνευματικά δικαιώματα επ’ αυτών των έργων προστατεύονται, εφόσον, βέβαια, τα έργα παρουσιάζουν πρωτοτυπία, προϋπόθεση απαραίτητη για την ενεργοποίηση των διατάξεων περί προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας.Το δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας αναλύεται σε δυο επιμέρους δικαιώματα, το περιουσιακό και το ηθικό (άρθρο 1 ν. 2121/93). Το πρώτο έχει οικονομική αξία και είναι δεκτικό εκμετάλλευσης, ενώ το δεύτερο έχει προσωπικό χαρακτήρα και  αποσκοπεί στην προστασία τον προσωπικού δεσμού του δημιουργού με το έργο του. Τα δικαιώματα αυτά είναι αποκλειστικά και απόλυτα και περιλαμβάνουν τις εξουσίες που απαριθμούνται ενδεικτικά στα άρθρα 3 και 4 του νόμου.[1]

Στο τέταρτο κεφάλαιο του νόμου προβλέπονται περιορισμοί ως προς το περιουσιακό δικαίωμα του δημιουργού. Ένας εκ των περιορισμών τίθεται προς όφελος της εκπαιδευτικής δραστηριότητας [άρθρο 21]. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι επιτρέπεται, χωρίς την άδεια του δημιουργού και χωρίς αμοιβή, η αναπαραγωγή άρθρων νομίμως δημοσιευμένων σε εφημερίδα ή σε περιοδικό, σύντομων αποσπασμάτων έργου ή τμημάτων σύντομου έργου ή έργου των εικαστικών τεχνών νομίμως δημοσιευμένου, εφόσον γίνεται αποκλειστικά για τη διδασκαλία ή για τις εξετάσεις σε εκπαιδευτικό ίδρυμα, στο μέτρο που δικαιολογείται από τον επιδιωκόμενο σκοπό, είναι σύμφωνη με τα χρηστά ήθη και δεν εμποδίζει την κανονική εκμετάλλευση του έργου.[2] Η αναπαραγωγή πρέπει να συνοδεύεται από την ένδειξη της πηγής και των ονομάτων του δημιουργού και του εκδότη, εφόσον τα ονόματα αυτά εμφανίζονται στην πηγή.

Ζήτημα ανακύπτει κατά πόσον ο ως άνω περιορισμός του περιουσιακού δικαιώματος  καταλαμβάνει και τα οπτικοακουστικά έργα, τις χορογραφίες και τα θεατρικά και μουσικά έργα. Σχετικώς επικρατεί διχογνωμία στην θεωρία. Κάποιοι συγγραφείς δέχονται ότι ο νομοθέτης χρησιμοποίησε μια γενική διατύπωση (αναφερόμενος σε «έργο») προκειμένου η διάταξη να περιλαμβάνει κάθε έργο που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2 παρ. 1 και 2 και το οποίο μπορεί να εξυπηρετεί τη διαδικασία της διδασκαλίας,[3] ενώ άλλοι θεωρούν ότι ο νομοθέτης αναφέρεται μόνο σε έργα λόγου και εικαστικά έργα.[4] Το θέμα δεν φαίνεται να έχει απασχολήσει μέχρι σήμερα την ελληνική νομολογία.

Αξίζει, ωστόσο το ζήτημα να εξετασθεί και υπό το πρίσμα του  άρθρου 27 του ως άνω νόμου, με το οποίο εισάγεται ένας ακόμη περιορισμός του περιουσιακού δικαιώματος για λόγους κοινωνικής σκοπιμότητας. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, επιτρέπεται, χωρίς την άδεια του δημιουργού και χωρίς αμοιβή, η δημόσια παράσταση ή εκτέλεση έργου: α) σε περίπτωση επισήμων τελετών, στο μέτρο που δικαιολογείται από τη φύση αυτών των τελετών, β) στο πλαίσιο της δραστηριότητας εκπαιδευτικών ιδρυμάτων από το προσωπικό και τους μαθητές ή σπουδαστές του ιδρύματος εφόσον το κοινό απαρτίζεται αποκλειστικά από αυτούς ή από τους γονείς των μαθητών ή σπουδαστών ή όσους έχουν την επιμέλεια αυτών ή όσους συνδέονται άμεσα με τις δραστηριότητες του ιδρύματος. «Δημόσια παράσταση ή εκτέλεση» συνιστά κάθε ενέργεια που καθιστά το έργο προσιτό στο κοινό χωρίς την δημιουργία νέων υλικών υποστρωμάτων. Απαιτείται η εκτέλεση του έργου από ερμηνευτή καλλιτέχνη είτε ζωντανά (άμεση εκτέλεση) όπως π.χ. συναυλία, απαγγελία, θεατρική παράσταση, κλπ, είτε με παρεμβολή μηχανικού μέσου (έμμεση εκτέλεση), όπως κινηματογραφική μηχανή, μετάδοση με μεγάφωνα, κλπ.[5] Δημόσια εκτέλεση αποτελεί και η ραδιοτηλεοπτική μετάδοση, αλλά ο νομοθέτης την ανάγει σε ιδιαίτερη εξουσία, άρθρο 3 παρ. 1 ζ’.[6] «Εκπαιδευτικά ιδρύματα» δε είναι εκείνα της πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, είτε είναι δημόσια είτε είναι ιδιωτικά, ακόμη και τα φροντιστήρια[7], τα ωδεία, και οι σχολές χορού του ν. 1158/1981 (ήτοι οι ανώτερες επαγγελματικές σχολές χορού, αλλά και οι ερασιτεχνικές, δοθέντος ότι τυγχάνουν κρατικής αναγνώρισης)[8]. Έτσι, έχει γίνει δεκτό ότι επιτρέπεται (χωρίς άδεια από και αμοιβή του δημιουργού) η χρήση μουσικών έργων στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών αναγκών των μαθητών αναγνωρισμένης σχολής χορού, και ειδικότερα όταν πρόκειται για εκτέλεση που γίνεται στο πλαίσιο της διδασκαλίας του μαθήματος χορού στους σπουδαστές ή μαθητές με την επίβλεψη του καθηγητή.[9]  Εφόσον επιτρέπεται η χρήση και η εκτέλεση μουσικών έργων στα πλαίσια των εκπαιδευτικών αναγκών των μαθητών, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι επιτρέπεται και η χρήση και εκτέλεση οποιουδήποτε έργου, άρα και οπτικοακουστικών έργων, χορογραφιών και μουσικών/θεατρικών παραστάσεων κατά τη διδασκαλία σε σπουδαστές ή μαθητές[10].

 

Δεδομένου, λοιπόν, ότι ο ίδιος ο νομοθέτης, αφενός, αναγνωρίζει επί της αρχής την εκπαίδευση ως δικαιολογούσα την εισαγωγή περιορισμών στο περιουσιακό δικαίωμα του δημιουργού (έστω και για ορισμένα – αν όχι για όλα – τα έργα), αφετέρου δε ορίζει ρητώς πως η δημόσια παράσταση ή εκτέλεση έργων στο πλαίσιο της δραστηριότητας εκπαιδευτικών ιδρυμάτων επιτρέπεται χωρίς την άδεια του δημιουργού και χωρίς αμοιβή αυτού,  φρονούμε πως θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η χρησιμοποίηση οποιουδήποτε πνευματικού δημιουργήματος στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας (αυστηρώς) δεν απαιτεί άδεια και αμοιβή του δημιουργού (ή των λοιπών δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων), πάντα με τις προϋποθέσεις και περιορισμούς των άρθρων 21 και 27 του ν. 2121/1997.

Ελένη Παύλου – 17.11.2017 

 

[1] Βλ. Καλλινίκου, Πνευματική Ιδιοκτησία και Συγγενικά Δικαιώματα, εκδόσεις Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2008, 3η έκδοση, σελ. 25 επ.

[2] Αναπαραγωγή είναι η παραγωγή ενός η περισσοτέρων αντιτύπων του έργου που συνήθως γίνεται με βάση την υλική ενσωμάτωση, η οποία πραγματοποιείται με την εγγραφή. Βλ. αναλυτικά Καλλινίκου, ο.π. και Συγγενικά Δικαιώματα, εκδόσεις Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2008, 3η έκδοση, σελ. 143 επ.

Ο περιορισμός του άρθρου 21 εφαρμόζεται και επί των συγγενικών δικαιωμάτων (άρθρο 52 β΄). Αυτό σημαίνει ότι επιτρέπεται η χωρίς την άδεια του ερμηνευτή καλλιτέχνη και χωρίς αμοιβή η περιστασιακή αναπαραγωγή σύντομου αποσπάσματος νόμιμης ερμηνείας ή εκτέλεσής του, εφόσον πρόκειται να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για τη διδασκαλία η για τις εξετάσεις σε  εκπαιδευτικό ίδρυμα. Βλ. αναλυτικά Κοριατοπούλου/Αγγελή-Τσίγκου, Πνευματική Ιδιοκτησία Λημματογραφημένη ερμηνεία, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, έκδοση 2008, σελ. 34

[3] Βλ. Κοτσίρη-Σταματούδη, Νόμος για την Πνευματική Ιδιοκτησία Κατ’άρθρο ερμηνεία, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2009, σελ. 527 επ.

[4] Βλ. Κοριατοπούλου/Αγγελή-Τσίγκου,  ο.π., σελ 32

[5] Η χρήση και η εκτέλεση έργων διαφέρει από την αναπαραγωγή, καθώς, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η τελευταία προϋποθέτει την παραγωγή αντιτύπων, ενέργεια που δεν περιλαμβάνεται στην έννοια της εκτέλεσης (βλ. Γνμδ ΝΣΚ 243/1999].

[6] Βλ. Κοριατοπούλου/Αγγελή-Τσίγκου, Πνευματική Ιδιοκτησία Λημματογραφημένη ερμηνεία, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, έκδοση 2008, σελ 107

[7] Βλ. Κοτσίρη-Σταματούδη, Νόμος για την Πνευματική Ιδιοκτησία Κατ’άρθρο ερμηνεία, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2009, σελ. 532 επ. και βλ. Καλλινίκου, Πνευματική Ιδιοκτησία και Συγγενικά Δικαιώματα, εκδόσεις Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2008, 3η έκδοση, σελ. 252

[8] βλ. Γνωμοδότηση ΝΣΚ 243/1999 για τη χρήση μουσικών έργων σε σχολές χορού.

[9] ο.π.. Από την γνωμοδότηση προκύπτει ότι η χρήση και η εκτέλεση έργων διαφέρει από την αναπαραγωγή, καθώς, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η τελευταία προϋποθέτει την παραγωγή αντιτύπων, ενέργεια που δεν περιλαμβάνεται στην έννοια της εκτέλεσης.

[10] βλ. ο.π.