Σωτήριος Καλαμίτσης

Εταιρεία Δικηγόρων

Κτηματολόγιο Αθήνας – Έναρξη Λειτουργίας 20-03-2023

Δεδομένου ότι περαιώθηκε η διαδικασία κτηματογράφησης και ολοκληρώθηκαν οι πρώτες εγγραφές στα κτηματολογικά βιβλία για τα ακίνητα στον Δήμο Αθηναίων, ορίστηκε η έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου την 20η Μαρτίου 2023. Ενόψει των παραπάνω, οι έχοντες δικαιώματα (όπως π.χ. κυριότητα, επικαρπία, υποθήκη, μακροχρόνια μίσθωση κλπ) σε ακίνητα ευρισκόμενα στο Δήμο Αθηναίων, θα πρέπει να ελέγξουν μετά την 20.03.2023 αν έχουν δηλωθεί ορθά τα δικαιώματά τους στο Ελληνικό Κτηματολόγιο, αλλά και αν απεικονίζεται σωστά το ακίνητο που τους ενδιαφέρει, ώστε να προβούν στις σχετικές διορθώσεις.

Σε περίπτωση ανακριβειών και λαθών ο δικαιούχος δικαιώματος επί ακινήτου ή άλλο πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να ζητήσει την αναγνώριση του δικαιώματός του και την ολική ή μερική διόρθωση της πρώτης εγγραφής μέχρι την οριστικοποίηση των πρώτων εγγραφών [σήμερα η προθεσμία οκταετής]. Ανάλογα με την κάθε περίπτωση και το σφάλμα που υπάρχει, μπορεί για τη διόρθωση να απαιτείται άσκηση αγωγής ή αίτησης ενώπιον Δικαστηρίου και έκδοση δικαστικής απόφασης ή να γίνεται η διόρθωση μέσω της διαδικασίας διόρθωσης προδήλου σφάλματος με αίτηση [ή και οίκοθεν σε κάποιες περιπτώσεις] στο Κτηματολογικό Γραφείο. Κατά περίπτωση, αναγκαία ή απλώς σκόπιμη θα είναι και η συνδρομή δικηγόρου ή/και μηχανικού.

Απαγόρευση χειροτέρευσης θέσης κατηγορουμένου μετ’ αναίρεση, 514/2014 ΑΠ

Kαταδολίευση δανειστών και άμεση συνέργεια σ΄ αυτή. ……

Καταδίκη από το δικαστήριο της παραπομπής χωρίς να αναγνωριστεί ελαφρυντική περίσταση που είχε αναγνωριστεί με την προγενέστερη αναιρεθείσα απόφαση του Εφετείου. Αναιρεί εν μέρει την υπ΄ αριθ. 2480/2012 απόφαση του Τριμ. Εφ. Πλημμ. Θεσ/κης μόνο ως προς τη διάταξη της ποινής.  Η ενοχή των κατηγορουμένων έχει κριθεί αμετάκλητα. Η καταδικαστική απόφαση αναιρείται μόνο ως προς τη μη αναγνώριση στο πρόσωπο του κατηγορουμένου της ελαφρυντικής περιστάσεως και όχι ως προς την ενοχή.

 Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βιολέτα Κυτέα, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά – Εισηγήτρια, Δήμητρα Μπουρνάκα και Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αρεοπαγίτες.

, με την παρουσία του  Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη

………………………….

 Στην προκειμένη περίπτωση του Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης που δίκασε σε δεύτερο βαθμό (μετά από αναίρεση της προηγούμενης απόφασης του), …………, κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες………

 Κατά το άρθρο 470 εδ. α` του Κ.Ποιν.Δ. “στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται”. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 519 και 524 του ίδιου κώδικα προκύπτει ότι επί καθολικής αναίρεσης της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, η υπόθεση επανακτά την εκκρεμότητα της και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπεται η υπόθεση, εξετάζει από την αρχή την όλη υπόθεση, μέσα στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, μη δεσμευόμενο από τα φερόμενα ως γενόμενα αποδεκτά πραγματικά περιστατικά, διότι με τη δημοσίευση της αναιρετικής απόφασης οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που διατελούσαν μέχρι την έκδοση της απόφασης που αναιρέθηκε, με μόνο τον περιορισμό που επιβάλλεται από το άρθρο 470 του Κ.Ποιν.Δ., δηλαδή να μη χειροτερεύσει η θέση του κατηγορουμένου. Το Εφετείο μετά την ολοκληρωτική αναίρεση και παραπομπή, έχει δικαιοδοσία να εξετάσει από την αρχή την υπόθεση και επομένως να ερευνήσει τους λόγους έφεσης που είχαν περιληφθεί στην έκθεση εφέσεως του αναιρεσείοντος, εφόσον βεβαίως οι λόγοι αυτοί ήταν ορισμένοι και παραδεκτοί.

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι με την 2262/2011 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, οι εκκαλούντες-κατηγορούμενοι, ήδη αναιρεσείοντες, καταδικάστηκαν σε ποινή φυλάκισης οκτώ μηνών ο καθένας για καταδολίευση δανειστών και άμεση συνεργεία στην πράξη αυτή, αντίστοιχα, αφού τους αναγνωρίστηκε η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 α του Π.Κ. Με την 910/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, μετά παραδοχή ασκηθείσας αναίρεσης από τους κατηγορουμένους, αναιρέθηκε ολικά η ως άνω 2262/2011 απόφαση του Εφετείου και παραπέμφθηκε η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Εφετείο Θεσσαλονίκης. Ομως το δικαστήριο αυτό της παραπομπής, με την τώρα προσβαλλόμενη υπ` αριθμ. 2480/2012 απόφαση του, καταδίκασε τους αναιρεσείοντες για τις ίδιες πράξεις, χωρίς να τους αναγνωρίσει την παραπάνω ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 α του Π.Κ. που τους είχε αναγνωρισθεί με την αναιρεθείσα 2262/2011 απόφαση του Εφετείου. Έτσι όμως χειροτέρευσε τη θέση των αναιρεσειόντων, καθόσον παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 470 εδ.α` σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 524 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., αδιαφόρως του ότι δεν είχε ζητηθεί από τους κατηγορουμένους η αναγνώριση της ελαφρυντικής αυτής περίστασης. ….. να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο ως προς την περί ποινής διάταξη της και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, για την παραδοχή της ελαφρυντικής περίστασης του προτέρου εντίμου βίου των αναιρεσειόντων και την επιβολή μετά ταύτα ποινής.”

Κατάσχεση & Πλειστηριασμός Επικαρπίας

Ερωτήματα:
1. Είναι δυνατή η κατάσχεση επικαρπίας ακινήτου;
2. Επιτρέπεται ο αναγκαστικός πλειστηριασμός επικαρπίας;

Ερώτημα 1ο:
Η επικαρπία ακινήτου αποτελεί εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου. Κατά τη γενική διάταξη της 992§1 Κ.Πολ.Δ. τα εμπράγματα επί ακινήτων δικαιώματα μπορούν να κατασχεθούν, εφαρμοζομένης της διαδικασίας κατάσχεσης ακινήτων (ή κατά το ορθότερον της κυριότητας επ’ αυτών). Εντούτοις, το γεγονός ότι στην 1166 ΑΚ ορίζεται το καταρχήν αμεταβίβαστο της επικαρπίας αποτέλεσε την αιτία στήριξης της απόψεως ότι αυτή είναι και ακατάσχετη. 1
Επιχειρήματα υπέρ του ακατασχέτου της επικαρπίας είναι τα ακόλουθα:
1. Γενικώς τα δικαιώματα που δεν μπορούν να μεταβιβασθούν δεν μπορούν και να κατασχεθούν. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι η κατάσχεση συνήθως οδηγεί σε αναγκαστική εκποίηση του κατασχεθέντος, ήτοι σε μεταβίβαση αυτού. Επιτρεπομένης της κατάσχεσης θα ανατρεπόταν και η απαγόρευση μεταβίβασης, η οποία έχει προφανώς τεθεί από το νομοθέτη για κάποια εύλογη αιτία (πρωσοποπαγής χαρακτήρας δικαιώματος, δημόσιο συμφέρον, κ.λπ.). 2 Πάντως, πιστός στη θεμελιώδη αρχή της ελευθερίας διάθεσης των ιδιωτικών δικαιωμάτων και της ελευθερίας των συμβάσεων ο νομοθέτης επέτρεψε στους συμβαλλομένους κατά τη σύσταση επικαρπίας να συμφωνήσουν ότι αυτή θα μπορεί να μεταβιβασθεί [1166§2 ΑΚ].
2. Ορίζοντας ο νομοθέτης ότι η επικαρπία δεν μεταβιβάζεται, απαγόρευσε και τη σύσταση οποιουδήποτε άλλου δικαιώματος επ’ αυτής. Ωστόσο, ρητώς επέτρεψε την εγγραφή υποθήκης επί επικαρπίας ακινήτου [1259 ΑΚ] και, επομένως, την αναγκαστική εκποίησή της. Το γεγονός ότι ορίσθηκε σαφώς και με ειδική διάταξη η εγγραφή υποθήκης (και άρα δυνατότητα αναγκαστικής εκποίησης στην περίπτωση αυτή) φανερώνει την επιθυμία του νομοθέτη να εισαγάγει μία και μοναδική εξαίρεση στη γενική απαγόρευση μεταβίβασης. Αν επιθυμούσε την κάμψη του κανόνα και σε άλλες περιπτώσεις, θα ακολουθούσε την ίδια τακτική διατύπωσης σαφών εξαιρέσεων.
Ωστόσο, η ανωτέρω άποψη έχει βρεθεί αντιμέτωπη με ισχυρό αντίλογο. Η θεωρία κατά κόρον 3 και η νομολογία 4 όλο και περισσότερο τάσσονται υπέρ της δυνατότητας κατάσχεσης και, κατ’ επέκταση, αναγκαστικής εκποίησης της επικαρπίας. Στη θέση αυτή φθάνουν βάσει των ακόλουθων επιχειρημάτων:
1. Ψιλή κυριότητα και επικαρπία είναι αυτοτελή δικαιώματα.
2. «Καμία διάταξη δεν θεσπίζει το ακατάσχετο του δικαιώματος [της επικαρπίας] όπως επί μισθού (664§3 ΑΚ) ή ισοβίου προσόδου (843§2)», ΕΑ 7899/1993, Ελλ Δνη 1997, 1893.
3. Η απαγόρευση μεταβίβασης της επικαρπίας αποτελεί κανόνα ενδοτικού δικαίου, που σκοπεί στην προστασία του ψιλού κυρίου. 5 Είναι, λοιπόν, δυνατόν να συμφωνηθεί ότι η επικαρπία μπορεί να μεταβιβασθεί. Στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται ανάγκη προστασίας του ψιλού κυρίου από μία ενδεχόμενη αλλαγή του προσώπου του επικαρπωτού, αφού ο ίδιος ο ψιλός κύριος επιτρέποντας τη μεταβίβαση έδειξε πως δεν προσβλέπει σε συγκεκριμένο πρόσωπο. Ατονεί, συνεπώς, το προστατευόμενο από την 1166 εδ. 2 ΑΚ στοιχείο της εμπιστοσύνης στη σχέση μεταξύ ψιλού κυρίου και επικαρπωτού. Κατ’ επέκταση δεν συντρέχει και λόγος απαγόρευσης της κατάσχεσης. Υποστηρίζεται, λοιπόν, ότι η επικαρπία μπορεί να κατασχεθεί τουλάχιστον στις περιπτώσεις όπου μπορεί και να μεταβιβασθεί. 6

4. Η 1259 ΑΚ επιτρέπει την εγγραφή υποθήκης επί επικαρπίας. Ως ελέχθη, αυτό συνεπάγεται και τη δυνατότητα αναγκαστικής εκποίησης. Αν, όμως, η επικαρπία μπορεί να εκπλειστηριασθεί από τον ενυπόθηκο δανειστή, ποιος ο λόγος να μην μπορεί να εκπλειστηριασθεί και από τους λοιπούς δανειστές του επικαρπωτού; 7 Και στις δύο περιπτώσεις οι συνέπειες για τον ψιλό κύριο, υπέρ του οποίου έχει θεσπισθεί το αμεταβίβαστο, είναι ίδιες, καθώς το εμπράγματο δικαίωμα μεταβιβάζεται σε κάποιον τρίτο. Η αντίθετη άποψη εισάγει διάκριση μεταξύ των διαφόρων δανειστών του επικαρπωτού με μοναδικό κριτήριο το αν διαθέτουν τελεσίδικο απόφαση προς εγγραφή υποθήκης. 8
5. Ο εισηγητής του Η’ βιβλίου του Κ.Πολ.Δ «Περί Αναγκαστικής Εκτελέσεως (Εμμ. Μιχελάκης) υποστήριζε ότι «η υπό του ουσιαστικού δικαίου ρύθμισις της επικαρπίας και παραχωρήσεως είναι τοιαύτη, ώστε δεν αντίκειται προς αυτήν το δυνατόν της επιβολής κατασχέσεως προς ικανοποίησιν χρηματικών απαιτήσεων». 9 Η δεχόμενη τη δυνατότητα κατάσχεσης άποψη φαίνεται παγιωμένη στη σκέψη της Αναθεωρητικής Επιτροπής του Κ.Πολ.Δ. κατά την αντίκρουση της θέσης τριών μελών της ότι η κατάσχεση των προσωπικών δουλειών πρέπει να γίνεται όχι κατά τη διαδικασία κατάσχεσης ακινήτων, αλλά κατά τη διαδικασία κατάσχεσης ειδικών περιουσιακών στοιχείων των 1022επ. Κ.Πολ.Δ. ή με την επιβολή αναγκαστικής διαχείρισης (1034επ. Κ.Πολ.Δ.). 10

Μία τρίτη, «συμβιβαστική» άποψη υποστηρίζει τη δυνατότητα κατάσχεσης της επικαρπίας είτε αυτή έχει συμφωνηθεί μεταβιβαστή είτε όχι. Μόνο που στη δεύτερη περίπτωση αντικείμενο κατάσχεσης και αναγκαστικής εκποίησης είναι μόνο η άσκηση της επικαρπίας. 11

Ουσιαστικά, δηλαδή, αναχωρώντας από το αμεταβίβαστο της επικαρπίας και μην επιθυμώντας να το διασπάσει, δέχεται η άποψη αυτή τη δυνατότητα αποχωρισμού από αυτήν της οικονομικής της αξίας, των εξουσιών δηλαδή χρήσης και κάρπωσης, δίχως, όμως, να απεκδύει τον επικαρπωτή από το εμπράγματο δικαίωμά του. Ο τελευταίος παραμένει δικαιούχος της επικαρπίας, μη δυνάμενος πλεόν να την ασκεί. Ο δε υπερθεματιστής γίνεται δικαιούχος του άρτι δημιουργηθέντος ενοχικού δικαιώματος της ασκήσεως της επικαρπίας.
Δημιουργώνται, όμως, τα ακόλουθα προβλήματα:
1. Ο επισπεύδων δανειστής προσβλέπει σε ικανοποίηση εκ του ισχυρότατου εμπραγμάτου δικαιώματος του οφειλέτη-επικαρπωτού, καταλήγει, όμως, στα χέρια του το κατά πολύ ασθενέστερο ενοχικό δικαίωμα της άσκηση της επικαρπίας.
2. Η θεωρία αυτή προσδίδει στην κατάσχεση χαρακτήρα δημιουργικό, αφού με την πραγματοποίησή της γεννάται ένα νέο δικαίωμα, εκείνο της άσκησης της επικαρπίας. Η κατάσχεση, όμως, οδηγεί μόνο σε μεταβίβαση ήδη υπαρχόντων δικαιωμάτων, και πουθενά στο νόμο δεν ορίζεται ή υπονοείται ότι μπορεί να αποτελέσει και αιτία παραγωγής νέων δικαιωμάτων. 12
3. Ο αποκτών την άσκηση μόνον της επικαρπίας υπερθεματιστής είναι ευάλωτος έναντι ενδεχόμενης δόλιας συμπεριφοράς του επικαρπωτού. Ο τελευταίος παραμένει δικαιούχος του εμπραγμάτου δικαιώματος και φέρει τις σχετικές υποχρεώσεις έναντι του ψιλού κυρίου (υποχρέωση ασφάλειας, επιμελούς χρήσης). 13 Πιθανή διένεξη μεταξύ ψιλού κυρίου και επικαρπωτού θα έχει δυσμενείς συνέπειες και σε βάρος του υπερθεματιστού (το δικαίωμα του οποίου πηγάζει από εκείνο της επικαρπίας). 14

Περισσότερο βάσιμη είναι η συγγενής άποψη ότι η εκτέλεση σε βάρος επικαρπίας δεν χωρεί κατά τη διαδικασία κατάσχεσης και αναγκαστικού πλειστηριασμού πραγμάτων, αλλά κατά την διαδικασία κατάσχεσης ειδικών περιουσιακών στοιχείων (1022επ. Κ.Πολ.Δ.) και τη θέση του δικαιώματος υπό αναγκαστική διαχείριση. 15 Η άποψη αυτή θεμελιώνεται στο γεγονός ότι η οικονομική αξία της επικαρπίας έγκειται στις σε αυτή περιεχόμενες εξουσίες χρήσης και κάρπωσης του πράγματος. Με την αναγκαστική διαχείριση οι εξουσίες αυτές ασκούνται πλέον προς ικανοποίηση της απαίτησης του επισπεύδοντος δανειστή. Η θέση αυτή οδηγεί σε ικανοποίηση του δανειστή του επικαρπωτού παρακάμπτοντας το σκόπελο της απαγόρευσης μεταβιβάσεως. Αν, μάλιστα, δεχθούμε ότι αντικείμενο της αναγκαστικής διαχείρισης είναι το ίδιο το εμπράγματο δικαίωμα και όχι απλά το ενοχικό της ασκήσεως της επικαρπίας, αποφεύγεται η ανεξήγητη νομικά δημιουργία νέου δικαιώματος εκ μόνης της κατασχέσεως. Αν και αρκετά πειστική η άποψη αυτή φαίνεται πως απεκρούσθη κατά τις νομοπαρασκευαστικές συζητήσεις επί του Κ.Πολ.Δ., παρά τη στήριξή της από τρία μέλη της επιτροπής. 16

Ανακεφαλαιώνοντας:
Ι. Η επικαρπία ακινήτου μπορεί να κατασχεθεί οπωσδήποτε από όποιον έχει εγγράψει υποθήκη επ’ αυτής (1259 ΑΚ).
ΙΙ. Δυνατή πρέπει να κριθεί και η κατάσχεση επικαρπίας της οποίας η μεταβίβαση επετράπη με σχετική συμφωνία κατά τη σύστασή της.
ΙΙΙ. Τείνει να κρατήσει η άποψη ότι και η αμεταβίβαστη επικαρπία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κατάσχεσης από οποιονδήποτε δανειστή του επικαρπωτού.

Ερώτημα 2ο:
Η απάντηση στο ερώτημα του αν είναι δυνατός ο αναγκαστικός πλειστηριασμός επικαρπίας ακινήτου εξαρτάται από την απάντηση που θα δοθεί στο αν είναι δυνατή η κατάσχεση του δικαιώματος αυτού. Όπου είναι επιτρεπτή η κατάσχεση θα είναι επιτρεπτή και η αναγκαστική εκποίηση. Ο δε υπερθεματιστής αποκτά την επικαρπία ως είχε όταν βρισκόταν στα χέρια του καθ’ ου η κατάσχεση επικαρπωτού [1005 Κ.Πολ.Δ., ΕΠειρ. 1175/1990 Δνη 1992/412]. Αποκτά, δηλαδή, το εμπράγματο δικαίωμα και όχι μόνο τη δυνατότητα άσκησής του [περί ης κατωτέρω]. Επίσης, αποκτά την επικαρπία για όσο χρονικό διάστημα θα μπορούσε αυτή να διατηρηθεί στο πρόσωπο του αρχικού επικαρπωτού. 17

Nίκος Καλαμίτσης
last updated 17.07.2013

Ερωτήματα:
1. Είναι δυνατή η κατάσχεση επικαρπίας ακινήτου;
2. Επιτρέπεται ο αναγκαστικός πλειστηριασμός επικαρπίας;

Ερώτημα 1ο:
Η επικαρπία ακινήτου αποτελεί εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου. Κατά τη γενική διάταξη της 992§1 Κ.Πολ.Δ. τα εμπράγματα επί ακινήτων δικαιώματα μπορούν να κατασχεθούν, εφαρμοζομένης της διαδικασίας κατάσχεσης ακινήτων (ή κατά το ορθότερον της κυριότητας επ’ αυτών). Εντούτοις, το γεγονός ότι στην 1166 ΑΚ ορίζεται το καταρχήν αμεταβίβαστο της επικαρπίας αποτέλεσε την αιτία στήριξης της απόψεως ότι αυτή είναι και ακατάσχετη. 18
Επιχειρήματα υπέρ του ακατασχέτου της επικαρπίας είναι τα ακόλουθα:
1. Γενικώς τα δικαιώματα που δεν μπορούν να μεταβιβασθούν δεν μπορούν και να κατασχεθούν. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι η κατάσχεση συνήθως οδηγεί σε αναγκαστική εκποίηση του κατασχεθέντος, ήτοι σε μεταβίβαση αυτού. Επιτρεπομένης της κατάσχεσης θα ανατρεπόταν και η απαγόρευση μεταβίβασης, η οποία έχει προφανώς τεθεί από το νομοθέτη για κάποια εύλογη αιτία (πρωσοποπαγής χαρακτήρας δικαιώματος, δημόσιο συμφέρον, κ.λπ.). 19 Πάντως, πιστός στη θεμελιώδη αρχή της ελευθερίας διάθεσης των ιδιωτικών δικαιωμάτων και της ελευθερίας των συμβάσεων ο νομοθέτης επέτρεψε στους συμβαλλομένους κατά τη σύσταση επικαρπίας να συμφωνήσουν ότι αυτή θα μπορεί να μεταβιβασθεί [1166§2 ΑΚ].
2. Ορίζοντας ο νομοθέτης ότι η επικαρπία δεν μεταβιβάζεται, απαγόρευσε και τη σύσταση οποιουδήποτε άλλου δικαιώματος επ’ αυτής. Ωστόσο, ρητώς επέτρεψε την εγγραφή υποθήκης επί επικαρπίας ακινήτου [1259 ΑΚ] και, επομένως, την αναγκαστική εκποίησή της. Το γεγονός ότι ορίσθηκε σαφώς και με ειδική διάταξη η εγγραφή υποθήκης (και άρα δυνατότητα αναγκαστικής εκποίησης στην περίπτωση αυτή) φανερώνει την επιθυμία του νομοθέτη να εισαγάγει μία και μοναδική εξαίρεση στη γενική απαγόρευση μεταβίβασης. Αν επιθυμούσε την κάμψη του κανόνα και σε άλλες περιπτώσεις, θα ακολουθούσε την ίδια τακτική διατύπωσης σαφών εξαιρέσεων.
Ωστόσο, η ανωτέρω άποψη έχει βρεθεί αντιμέτωπη με ισχυρό αντίλογο. Η θεωρία κατά κόρον 20 και η νομολογία 21 όλο και περισσότερο τάσσονται υπέρ της δυνατότητας κατάσχεσης και, κατ’ επέκταση, αναγκαστικής εκποίησης της επικαρπίας. Στη θέση αυτή φθάνουν βάσει των ακόλουθων επιχειρημάτων:
1. Ψιλή κυριότητα και επικαρπία είναι αυτοτελή δικαιώματα.
2. «Καμία διάταξη δεν θεσπίζει το ακατάσχετο του δικαιώματος [της επικαρπίας] όπως επί μισθού (664§3 ΑΚ) ή ισοβίου προσόδου (843§2)», ΕΑ 7899/1993, Ελλ Δνη 1997, 1893.
3. Η απαγόρευση μεταβίβασης της επικαρπίας αποτελεί κανόνα ενδοτικού δικαίου, που σκοπεί στην προστασία του ψιλού κυρίου. 22 Είναι, λοιπόν, δυνατόν να συμφωνηθεί ότι η επικαρπία μπορεί να μεταβιβασθεί. Στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται ανάγκη προστασίας του ψιλού κυρίου από μία ενδεχόμενη αλλαγή του προσώπου του επικαρπωτού, αφού ο ίδιος ο ψιλός κύριος επιτρέποντας τη μεταβίβαση έδειξε πως δεν προσβλέπει σε συγκεκριμένο πρόσωπο. Ατονεί, συνεπώς, το προστατευόμενο από την 1166 εδ. 2 ΑΚ στοιχείο της εμπιστοσύνης στη σχέση μεταξύ ψιλού κυρίου και επικαρπωτού. Κατ’ επέκταση δεν συντρέχει και λόγος απαγόρευσης της κατάσχεσης. Υποστηρίζεται, λοιπόν, ότι η επικαρπία μπορεί να κατασχεθεί τουλάχιστον στις περιπτώσεις όπου μπορεί και να μεταβιβασθεί. 23

4. Η 1259 ΑΚ επιτρέπει την εγγραφή υποθήκης επί επικαρπίας. Ως ελέχθη, αυτό συνεπάγεται και τη δυνατότητα αναγκαστικής εκποίησης. Αν, όμως, η επικαρπία μπορεί να εκπλειστηριασθεί από τον ενυπόθηκο δανειστή, ποιος ο λόγος να μην μπορεί να εκπλειστηριασθεί και από τους λοιπούς δανειστές του επικαρπωτού; 24 Και στις δύο περιπτώσεις οι συνέπειες για τον ψιλό κύριο, υπέρ του οποίου έχει θεσπισθεί το αμεταβίβαστο, είναι ίδιες, καθώς το εμπράγματο δικαίωμα μεταβιβάζεται σε κάποιον τρίτο. Η αντίθετη άποψη εισάγει διάκριση μεταξύ των διαφόρων δανειστών του επικαρπωτού με μοναδικό κριτήριο το αν διαθέτουν τελεσίδικο απόφαση προς εγγραφή υποθήκης. 25
5. Ο εισηγητής του Η’ βιβλίου του Κ.Πολ.Δ «Περί Αναγκαστικής Εκτελέσεως (Εμμ. Μιχελάκης) υποστήριζε ότι «η υπό του ουσιαστικού δικαίου ρύθμισις της επικαρπίας και παραχωρήσεως είναι τοιαύτη, ώστε δεν αντίκειται προς αυτήν το δυνατόν της επιβολής κατασχέσεως προς ικανοποίησιν χρηματικών απαιτήσεων». 26 Η δεχόμενη τη δυνατότητα κατάσχεσης άποψη φαίνεται παγιωμένη στη σκέψη της Αναθεωρητικής Επιτροπής του Κ.Πολ.Δ. κατά την αντίκρουση της θέσης τριών μελών της ότι η κατάσχεση των προσωπικών δουλειών πρέπει να γίνεται όχι κατά τη διαδικασία κατάσχεσης ακινήτων, αλλά κατά τη διαδικασία κατάσχεσης ειδικών περιουσιακών στοιχείων των 1022επ. Κ.Πολ.Δ. ή με την επιβολή αναγκαστικής διαχείρισης (1034επ. Κ.Πολ.Δ.). 27

Μία τρίτη, «συμβιβαστική» άποψη υποστηρίζει τη δυνατότητα κατάσχεσης της επικαρπίας είτε αυτή έχει συμφωνηθεί μεταβιβαστή είτε όχι. Μόνο που στη δεύτερη περίπτωση αντικείμενο κατάσχεσης και αναγκαστικής εκποίησης είναι μόνο η άσκηση της επικαρπίας. 28

Ουσιαστικά, δηλαδή, αναχωρώντας από το αμεταβίβαστο της επικαρπίας και μην επιθυμώντας να το διασπάσει, δέχεται η άποψη αυτή τη δυνατότητα αποχωρισμού από αυτήν της οικονομικής της αξίας, των εξουσιών δηλαδή χρήσης και κάρπωσης, δίχως, όμως, να απεκδύει τον επικαρπωτή από το εμπράγματο δικαίωμά του. Ο τελευταίος παραμένει δικαιούχος της επικαρπίας, μη δυνάμενος πλεόν να την ασκεί. Ο δε υπερθεματιστής γίνεται δικαιούχος του άρτι δημιουργηθέντος ενοχικού δικαιώματος της ασκήσεως της επικαρπίας.
Δημιουργώνται, όμως, τα ακόλουθα προβλήματα:
1. Ο επισπεύδων δανειστής προσβλέπει σε ικανοποίηση εκ του ισχυρότατου εμπραγμάτου δικαιώματος του οφειλέτη-επικαρπωτού, καταλήγει, όμως, στα χέρια του το κατά πολύ ασθενέστερο ενοχικό δικαίωμα της άσκηση της επικαρπίας.
2. Η θεωρία αυτή προσδίδει στην κατάσχεση χαρακτήρα δημιουργικό, αφού με την πραγματοποίησή της γεννάται ένα νέο δικαίωμα, εκείνο της άσκησης της επικαρπίας. Η κατάσχεση, όμως, οδηγεί μόνο σε μεταβίβαση ήδη υπαρχόντων δικαιωμάτων, και πουθενά στο νόμο δεν ορίζεται ή υπονοείται ότι μπορεί να αποτελέσει και αιτία παραγωγής νέων δικαιωμάτων. 29

3. Ο αποκτών την άσκηση μόνον της επικαρπίας υπερθεματιστής είναι ευάλωτος έναντι ενδεχόμενης δόλιας συμπεριφοράς του επικαρπωτού. Ο τελευταίος παραμένει δικαιούχος του εμπραγμάτου δικαιώματος και φέρει τις σχετικές υποχρεώσεις έναντι του ψιλού κυρίου (υποχρέωση ασφάλειας, επιμελούς χρήσης). 30 Πιθανή διένεξη μεταξύ ψιλού κυρίου και επικαρπωτού θα έχει δυσμενείς συνέπειες και σε βάρος του υπερθεματιστού (το δικαίωμα του οποίου πηγάζει από εκείνο της επικαρπίας). 31

Περισσότερο βάσιμη είναι η συγγενής άποψη ότι η εκτέλεση σε βάρος επικαρπίας δεν χωρεί κατά τη διαδικασία κατάσχεσης και αναγκαστικού πλειστηριασμού πραγμάτων, αλλά κατά την διαδικασία κατάσχεσης ειδικών περιουσιακών στοιχείων (1022επ. Κ.Πολ.Δ.) και τη θέση του δικαιώματος υπό αναγκαστική διαχείριση. 32 Η άποψη αυτή θεμελιώνεται στο γεγονός ότι η οικονομική αξία της επικαρπίας έγκειται στις σε αυτή περιεχόμενες εξουσίες χρήσης και κάρπωσης του πράγματος. Με την αναγκαστική διαχείριση οι εξουσίες αυτές ασκούνται πλέον προς ικανοποίηση της απαίτησης του επισπεύδοντος δανειστή. Η θέση αυτή οδηγεί σε ικανοποίηση του δανειστή του επικαρπωτού παρακάμπτοντας το σκόπελο της απαγόρευσης μεταβιβάσεως. Αν, μάλιστα, δεχθούμε ότι αντικείμενο της αναγκαστικής διαχείρισης είναι το ίδιο το εμπράγματο δικαίωμα και όχι απλά το ενοχικό της ασκήσεως της επικαρπίας, αποφεύγεται η ανεξήγητη νομικά δημιουργία νέου δικαιώματος εκ μόνης της κατασχέσεως. Αν και αρκετά πειστική η άποψη αυτή φαίνεται πως απεκρούσθη κατά τις νομοπαρασκευαστικές συζητήσεις επί του Κ.Πολ.Δ., παρά τη στήριξή της από τρία μέλη της επιτροπής. 33

Ανακεφαλαιώνοντας:
Ι. Η επικαρπία ακινήτου μπορεί να κατασχεθεί οπωσδήποτε από όποιον έχει εγγράψει υποθήκη επ’ αυτής (1259 ΑΚ).
ΙΙ. Δυνατή πρέπει να κριθεί και η κατάσχεση επικαρπίας της οποίας η μεταβίβαση επετράπη με σχετική συμφωνία κατά τη σύστασή της.
ΙΙΙ. Τείνει να κρατήσει η άποψη ότι και η αμεταβίβαστη επικαρπία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κατάσχεσης από οποιονδήποτε δανειστή του επικαρπωτού.

Ερώτημα 2ο:
Η απάντηση στο ερώτημα του αν είναι δυνατός ο αναγκαστικός πλειστηριασμός επικαρπίας ακινήτου εξαρτάται από την απάντηση που θα δοθεί στο αν είναι δυνατή η κατάσχεση του δικαιώματος αυτού. Όπου είναι επιτρεπτή η κατάσχεση θα είναι επιτρεπτή και η αναγκαστική εκποίηση. Ο δε υπερθεματιστής αποκτά την επικαρπία ως είχε όταν βρισκόταν στα χέρια του καθ’ ου η κατάσχεση επικαρπωτού [1005 Κ.Πολ.Δ., ΕΠειρ. 1175/1990 Δνη 1992/412]. Αποκτά, δηλαδή, το εμπράγματο δικαίωμα και όχι μόνο τη δυνατότητα άσκησής του [περί ης κατωτέρω]. Επίσης, αποκτά την επικαρπία για όσο χρονικό διάστημα θα μπορούσε αυτή να διατηρηθεί στο πρόσωπο του αρχικού επικαρπωτού. 34

Nίκος Καλαμίτσης
last updated 17.07.2013

_____________________________

  1. Βλ. Βαθρακοκοίλη Βασιλείου, Αναλυτική Ερμηνεία Νομολογία Αστικού Κώδικα, Γ’ Έκδοση, Αθήνα 1994, τ. 2, σ. 1668, [όμως ο ίδιος στο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Αθήνα 1997, τ. 6, σ. 161επ., εκθέτει την αντίθετη άποψη), Ρούσσο σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, Εκδοτικός Οίκος Αφοί Π. Σάκκουλα, Αθήνα 1985, τ. 6, σ. 126, και ΠρΑθ. 14507/81 ΝοΒ 29, 1583, Γνμ ΕισΠρΜεσολ. 1/1974 Δνη 1975/531. Οι θιασώτες της άποψης αυτή δέχονται πάντως ότι το ενοχικό δικαίωμα της άσκησης της επικαρπίας μπορεί να κατασχεθεί (ως και τα περισσότερα ενοχικά δικαιώματα). [για την κατάσχεση του δικαιώματος άσκησης της επικαρπίας και τη διάκριση της από την κατάσχεση της ίδιας της επικαρπίας βλ. Μπρίνια Ιωάννη, Κατάσχεσις Επικαρπίας και Ψιλής Κυριότητος, στον Τόμο Προς Τιμήν Γ. Θ. Ράμμου, σ. 737επ., όπου και αποκρούεται η άποψη ότι ο υπερθεματιστής σε πλειστηριασμό της επικαρπίας αποκτά μόνο το ενοχικό δικαίωμα άσκησης αυτής και όχι το εμπράγματο της ίδιας επικαρπίας.] Τέλος, οι περισσότεροι συγγραφείς, αλλά και η νομολογία δέχονται ότι κατάσχεση της επικαρπίας χωρεί όταν με τη συστατική πράξη αυτής έχει συμφωνηθεί η δυνατότητα μεταβίβασης. Βλ. ΜΠΑθ. 20415/1997 ΝοΒ 2000, 64.
  2. Ειδικά στην περίπτωση της επικαρπίας η αιτία του ακατασχέτου αυτής είναι ο προσωποπαγής χαρακτήρας της. Το εμπράγματο αυτό δικαίωμα συνίσταται στον αποχωρισμό από την κυριότητα ευρύτατων εξουσιών. Πρόκειται, δηλαδή, για σημαντικό περιορισμό του δικαιώματος του κυρίου επί του πράγματος. Ο τελευταίος επιλέγει συνήθως να παραχωρήσει σε κάποιον άλλο την επικαρπία βάσει ορισμένης ιδιαίτερης σχέσης εύνοιας και εμπιστοσύνης που τους συνδέει. Προκειμένου να μην πληγεί η εμπιστοσύνη αυτή και να μην καταστεί ο περιορισμός της κυριότητος «βάναυσος» για τον ψιλό κύριο, εισήχθη η απαγόρεση μεταβιβάσεως της επικαρπίας από τον επικαρπωτή. Δυνατή είναι μόνο η μεταβίβαση της άσκησης της επικαρπίας για την οποία θα γίνει λόγος κατωτέρω. Βλ. Βαβούσκου Κωνσταντίνου, Εγχειρίδιον Εμπραγμάτου Δικαίου, Εκδοτικός Οίκος Αφοί Π. Σάκκουλα, δ’ έκδοση, Θεσσαλονίκη-Αθήνα 1972, σ. 268επ.
  3. Βλ. Βαθρακοκοίλη Βασιλείου, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Αθήνα 1997, τ. 6, σ. 161επ, Νικολόπουλου Γιώργου, Αναγαστική Εκτέλεση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή 2002, σ.188, Γέσιου-Φαλτση Πελαγία, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη/ Δίκαιο & Οικονομία Π. Ν. Σάκκουλας,, 2001, τ. 2 , σ. 244επ., Μπρίνιας Ι., ο.π. υπ. 2, σ. 736επ., Βαβούσκου Κ., ο.π. υπ. 3, σ. 269.
  4. Βλ. ΕΑ 7899/1993 ΕλλΔνη 1997, 1893, ΕΑ 7567/1991 Δνη 1993, 641, ΕΠειρ. 1175/1990 Δνη 1992, σ. 412. ΕΚερκ. 64/2001 NOMOS 307465, ΔΕΠειρ. 1392/1999 Δδίκη 1999/1193.
  5. Βλ. ΔΕΠειρ. 1392/1999 Δδίκη 1999/1193
  6. Θα μπορούσε κάποιος να προχωρήσει παραπέρα, εκφράζοντας την άποψη ότι και μόνο το γεγονός ότι η 1166 ΑΚ δεν είναι διάταξη αναγκαστικού δικαίου, φανερώνει την πρόθεση του νομοθέτη να απαγορεύσει τη δίχως τη συγκατάθεση του ψιλού κυρίου μεταβίβαση της επικαρπίας μόνο εκεί όπου δεν συντρέχει αποχρών λόγος μεταβίβασης. Τέτοιος λόγος, όμως συντρέχει επί αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση εννόμου συμφέροντος δανειστή του επικαρπωτού
  7. Βλ. ΕΑ 7899/1993, Ελλ Δνη 1997, 1893, ΕΠειρ. 1175/1990 Δνη 1992, σ. 412, Γέσιου-Φαλτσή Π., ο.π. υπ. 4, σ. 245.
  8. Βλ. Μπρίνια Ι, ο.π. υπ. 2, σ. 741
  9. Βλ. Μπρίνια Ιωάννη, Αναγκαστική Εκτέλεσις, β’ έκδοση, Αθήνα 1982, τ. 4, σ. 1514, Γέσιου-Φαλτσή Π., ο.π. υπ. 4, σ. 245επ. σημ. 18.
  10. Βλ. Μπρίνια Ι., ο.π. υπ. 10, σ. 1514, Γέσιου-Φαλτσή Π., ο.π. υπ. 4, σ. 245επ. σημ. 18. 
  11. EA 8358/1991 NoB 1992, 287, και Κεραμέως- Κονδύλη- Νίκα, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ., Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκα & Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα & Δίκαιο και Οικονομία/Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Κομοτηνή 2000, τ. 2, σ. 1930.
  12. Βλ. Μπρίνια Ι., ο.π. υπ. 2, σ. 739.
  13. Βλ. ο.π., σ. 739.
  14. Περαιτέρω, δόλια παραίτηση του επικαρπωτού θα οδηγούσε σε απόσβεση της επικαρπίας και άρα του δικαιώματος άσκησής της. Ακόμη και αν μία τέτοια παραίτηση κρινόταν άκυρη έναντι του κατασχόντος δανειστή (βλ. 997 Κ.Πολ.Δ.) ή γινόταν δεκτό πως ο ασκών πλεόν την επικαρπία υπερθεματιστής προστατεύεται από τις 1164, και 614επ. ΑΚ, οι προκαλούμενη αναστάτωση θα τους  επιβάρυνε αδικαιολογήτως (βλ. κατωτέρω)
  15. Βλ. ΕΑ 8358/1991 ΝοΒ 199, 287 και Κεραμέως- Κονδύλη- Νίκα, ο.π. υπ.12, τ. 2, σ. 1930.
  16. Βλ. Μπρίνια, ο.π. υπ. 10, σ. 737 υπ. 27, όπου παραθέτει τα υποστηριχθέντα από τους Αλ Βαμβέτσο, Γ. Μητσόπουλο και Θ. Λιβαθηνό: «η επικαρπία, [. . . ] είναι ακριβώς το δικαίωμα όπερ, ως εκ της φύσεώς του, δεν είναι δεκτικόν αποδοτικώς εν πλειστηριασμώ εκποιήσεως, μεταβληθησομένης εις καθαρόν παίγνιον (αφού ουδείς δύναται να γνωρίζει την διάρκειαν της ζωής του επικαρπωτού) και μόνον δι’ αναγκαστικής διαχειρίσεως δύναται να αγάγη εις ικανοποίησιν του δανειστού, χωρίς παράλογον ζημίαν του καθ’ ου η εκτέλεσις».
  17. Βλ. ΑΠ 280/2011 ΕφΑΔ 2011, 887 και ΧρΙΔ 2011, 590 και Δνη 2011, 763 – ΕφΑθ 820/2009 Δνη 2009/1476 και ΕφΑΔ 2010, 113. Όλα αυτά με την επιφύλαξη της αποδοχής της άποψης περί κατάσχεσης κατά τις 1022επ. Κ.Πολ.Δ..
  18. Βλ. Βαθρακοκοίλη Βασιλείου, Αναλυτική Ερμηνεία Νομολογία Αστικού Κώδικα, Γ’ Έκδοση, Αθήνα 1994, τ. 2, σ. 1668, [όμως ο ίδιος στο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Αθήνα 1997, τ. 6, σ. 161επ., εκθέτει την αντίθετη άποψη), Ρούσσο σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, Εκδοτικός Οίκος Αφοί Π. Σάκκουλα, Αθήνα 1985, τ. 6, σ. 126, και ΠρΑθ. 14507/81 ΝοΒ 29, 1583, Γνμ ΕισΠρΜεσολ. 1/1974 Δνη 1975/531. Οι θιασώτες της άποψης αυτή δέχονται πάντως ότι το ενοχικό δικαίωμα της άσκησης της επικαρπίας μπορεί να κατασχεθεί (ως και τα περισσότερα ενοχικά δικαιώματα). [για την κατάσχεση του δικαιώματος άσκησης της επικαρπίας και τη διάκριση της από την κατάσχεση της ίδιας της επικαρπίας βλ. Μπρίνια Ιωάννη, Κατάσχεσις Επικαρπίας και Ψιλής Κυριότητος, στον Τόμο Προς Τιμήν Γ. Θ. Ράμμου, σ. 737επ., όπου και αποκρούεται η άποψη ότι ο υπερθεματιστής σε πλειστηριασμό της επικαρπίας αποκτά μόνο το ενοχικό δικαίωμα άσκησης αυτής και όχι το εμπράγματο της ίδιας επικαρπίας.] Τέλος, οι περισσότεροι συγγραφείς, αλλά και η νομολογία δέχονται ότι κατάσχεση της επικαρπίας χωρεί όταν με τη συστατική πράξη αυτής έχει συμφωνηθεί η δυνατότητα μεταβίβασης. Βλ. ΜΠΑθ. 20415/1997 ΝοΒ 2000, 64.
  19. Ειδικά στην περίπτωση της επικαρπίας η αιτία του ακατασχέτου αυτής είναι ο προσωποπαγής χαρακτήρας της. Το εμπράγματο αυτό δικαίωμα συνίσταται στον αποχωρισμό από την κυριότητα ευρύτατων εξουσιών. Πρόκειται, δηλαδή, για σημαντικό περιορισμό του δικαιώματος του κυρίου επί του πράγματος. Ο τελευταίος επιλέγει συνήθως να παραχωρήσει σε κάποιον άλλο την επικαρπία βάσει ορισμένης ιδιαίτερης σχέσης εύνοιας και εμπιστοσύνης που τους συνδέει. Προκειμένου να μην πληγεί η εμπιστοσύνη αυτή και να μην καταστεί ο περιορισμός της κυριότητος «βάναυσος» για τον ψιλό κύριο, εισήχθη η απαγόρεση μεταβιβάσεως της επικαρπίας από τον επικαρπωτή. Δυνατή είναι μόνο η μεταβίβαση της άσκησης της επικαρπίας για την οποία θα γίνει λόγος κατωτέρω. Βλ. Βαβούσκου Κωνσταντίνου, Εγχειρίδιον Εμπραγμάτου Δικαίου, Εκδοτικός Οίκος Αφοί Π. Σάκκουλα, δ’ έκδοση, Θεσσαλονίκη-Αθήνα 1972, σ. 268επ.
  20. Βλ. Βαθρακοκοίλη Βασιλείου, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Αθήνα 1997, τ. 6, σ. 161επ, Νικολόπουλου Γιώργου, Αναγαστική Εκτέλεση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή 2002, σ.188, Γέσιου-Φαλτση Πελαγία, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη/ Δίκαιο & Οικονομία Π. Ν. Σάκκουλας,, 2001, τ. 2 , σ. 244επ., Μπρίνιας Ι., ο.π. υπ. 2, σ. 736επ., Βαβούσκου Κ., ο.π. υπ. 3, σ. 269.
  21. Βλ. ΕΑ 7899/1993 ΕλλΔνη 1997, 1893, ΕΑ 7567/1991 Δνη 1993, 641, ΕΠειρ. 1175/1990 Δνη 1992, σ. 412. ΕΚερκ. 64/2001 NOMOS 307465, ΔΕΠειρ. 1392/1999 Δδίκη 1999/1193.
  22. Βλ. ΔΕΠειρ. 1392/1999 Δδίκη 1999/1193
  23. Θα μπορούσε κάποιος να προχωρήσει παραπέρα, εκφράζοντας την άποψη ότι και μόνο το γεγονός ότι η 1166 ΑΚ δεν είναι διάταξη αναγκαστικού δικαίου, φανερώνει την πρόθεση του νομοθέτη να απαγορεύσει τη δίχως τη συγκατάθεση του ψιλού κυρίου μεταβίβαση της επικαρπίας μόνο εκεί όπου δεν συντρέχει αποχρών λόγος μεταβίβασης. Τέτοιος λόγος, όμως συντρέχει επί αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση εννόμου συμφέροντος δανειστή του επικαρπωτού
  24. Βλ. ΕΑ 7899/1993, Ελλ Δνη 1997, 1893, ΕΠειρ. 1175/1990 Δνη 1992, σ. 412, Γέσιου-Φαλτσή Π., ο.π. υπ. 4, σ. 245.
  25. Βλ. Μπρίνια Ι, ο.π. υπ. 2, σ. 741
  26. Βλ. Μπρίνια Ιωάννη, Αναγκαστική Εκτέλεσις, β’ έκδοση, Αθήνα 1982, τ. 4, σ. 1514, Γέσιου-Φαλτσή Π., ο.π. υπ. 4, σ. 245επ. σημ. 18.
  27. Βλ. Μπρίνια Ι., ο.π. υπ. 10, σ. 1514, Γέσιου-Φαλτσή Π., ο.π. υπ. 4, σ. 245επ. σημ. 18. 
  28. EA 8358/1991 NoB 1992, 287, και Κεραμέως- Κονδύλη- Νίκα, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ., Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκα & Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα & Δίκαιο και Οικονομία/Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Κομοτηνή 2000, τ. 2, σ. 1930.
  29. Βλ. Μπρίνια Ι., ο.π. υπ. 2, σ. 739.
  30. Βλ. ο.π., σ. 739.
  31. Περαιτέρω, δόλια παραίτηση του επικαρπωτού θα οδηγούσε σε απόσβεση της επικαρπίας και άρα του δικαιώματος άσκησής της. Ακόμη και αν μία τέτοια παραίτηση κρινόταν άκυρη έναντι του κατασχόντος δανειστή (βλ. 997 Κ.Πολ.Δ.) ή γινόταν δεκτό πως ο ασκών πλεόν την επικαρπία υπερθεματιστής προστατεύεται από τις 1164, και 614επ. ΑΚ, οι προκαλούμενη αναστάτωση θα τους  επιβάρυνε αδικαιολογήτως (βλ. κατωτέρω)
  32. Βλ. ΕΑ 8358/1991 ΝοΒ 199, 287 και Κεραμέως- Κονδύλη- Νίκα, ο.π. υπ.12, τ. 2, σ. 1930.
  33. Βλ. Μπρίνια, ο.π. υπ. 10, σ. 737 υπ. 27, όπου παραθέτει τα υποστηριχθέντα από τους Αλ Βαμβέτσο, Γ. Μητσόπουλο και Θ. Λιβαθηνό: «η επικαρπία, [. . . ] είναι ακριβώς το δικαίωμα όπερ, ως εκ της φύσεώς του, δεν είναι δεκτικόν αποδοτικώς εν πλειστηριασμώ εκποιήσεως, μεταβληθησομένης εις καθαρόν παίγνιον (αφού ουδείς δύναται να γνωρίζει την διάρκειαν της ζωής του επικαρπωτού) και μόνον δι’ αναγκαστικής διαχειρίσεως δύναται να αγάγη εις ικανοποίησιν του δανειστού, χωρίς παράλογον ζημίαν του καθ’ ου η εκτέλεσις».
  34. Βλ. ΑΠ 280/2011 ΕφΑΔ 2011, 887 και ΧρΙΔ 2011, 590 και Δνη 2011, 763 – ΕφΑθ 820/2009 Δνη 2009/1476 και ΕφΑΔ 2010, 113. Όλα αυτά με την επιφύλαξη της αποδοχής της άποψης περί κατάσχεσης κατά τις 1022επ. Κ.Πολ.Δ..

Διαταγή πληρωμής επί ατελών ενοχών εξ αξιογράφων

(η ακολουθούσα ανάπτυξη αναφέρεται κυρίως στη συναλλαγματική, καταλαμβάνει, όμως, και άλλα αξιόγραφα εις διαταγήν, ιδίως δε την επιταγή)

Τα αξιόγραφα αποτελούν μία από τις πλέον συνηθισμένες βάσεις για την έκδοση διαταγής πληρωμής, καθώς συνιστούν ιδιωτικά έγγραφα που βεβαιώνουν απαιτήσεις χρηματικές ή χρεωγράφων. Πέραν, μάλιστα, των εγκύρων αξιογράφων είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής και επί ακύρων, κατά μετατροπή τους σε άλλη συγγενή δικαιοπραξία, που υπηρετεί τον ίδιο σκοπό.

Ειδικότερα, συναλλαγματική πάσχουσα ακυρότητα λόγω ελλείψεως κάποιου εκ των απαιτούμενων εκ του νόμου τυπικών στοιχείων είτε λόγω ανεπαρκούς χαρτοσημάνσεώς της είναι δυνατόν να ισχύσει ως εμπορική εντολή πληρωμής (αρ.76αν.δ. 17.7/13.8.1923), εφόσον ιδρύει τριπρόσωπη σχέση (με εκδότη και αποδέκτη εμπόρους), ως απλή έκταξη, ή και ως εμπορικό χρεωστικό ομόλογο (επί διπρόσωπης σχέσεως με τον αποδέκτη τουλάχιστον να διαθέτει την εμπορική ιδιότητα, ανάλογα και η επιταγή, το γραμμάτιο εις διαταγήν). Μεγαλύτερο ενδιαφέρον, πάντως, παρουσιάζει η δυνατότητα μετατροπής ενός αξιογράφου σε αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους (873 Α.Κ.) εκ μέρους του εκδότη ή αποδέκτη του προς τον λήπτη ή εκδότη του. Επί του τελευταίου αυτού ζητήματος σύσσωμη η θεωρία και η νομολογία δέχονται τη λειτουργία του άκυρου αξιογράφου ως αφηρημένης αναγνωρίσεως χρέους.[1] Διαφωνίες ανακύπτουν επί μερικότερων μεν παραμέτρων, υψηλής, ωστόσο, σημασίας.

Καταρχάς στασιάζεται το αν ένα αξιόγραφο λογίζεται σε περίπτωση ακυρότητας ως  αναγνώριση χρέους κατά μετατροπή, υπό τις προϋποθέσεις του 182 Α.Κ. (Ολ.Α.Π. 2088/1986, Ε.Εμπ.Δ. 1988/70 – Εφ.Θες. 881/1979, Αρμ. 34/661) ή έχει (και) αυτό τον χαρακτήρα εξ αρχής, κατά συρροή, δηλαδή, προς την αξιογραφική του λειτουργία (Μ.Π.Αθ. 5319/1989, Αρχ.Νομ. 42/142 – Μ.Π.Αθ. 5467/1990, Ελ.Δ. 32/847, με την οποία διαφωνεί ο Μάρκου[2] [3]). Η πρώτη άποψη προβάλλει τη λογική σκέψη πως ένα έγκυρο αξιόγραφο δεν μπορεί παρά να λειτουργεί ως τέτοιο, κατά την δηλωθείσα με αυτό βούληση των ενεχομένων, έτσι ώστε μόνο επί ακυρότητάς του να τίθεται θέμα διασώσεώς του και ανασύρσεως τυχούσας κεκαλυμμένης δευτερευούσης επιθυμίας των μερών (επιθυμίας για λειτουργία του ως εγγράφου άλλης δικαιοπραξίας, της οποίας τα στοιχεία πληροί). Εντούτοις, σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη μόνη η αποδοχή της συναλλαγματικής (ή η έκδοση της επιταγής) εξομοιούται με έγγραφη αφηρημένη υπόσχεση χρέους, έχοντας επικουρικό, φυσικά, ρόλο έναντι του πρωτεύοντος αξιογραφικού, τον οποίο και με κανέναν τρόπο δεν παρεμποδίζει.[4] Έτσι εντείνεται η προστασία του δανειστή, γεγονός που σε καμία περίπτωση δεν αποδοκιμάζει το δίκαιό μας.

Εφόσον δεχθούμε την περί εφαρμογής του 182 Α.Κ. άποψη (η οποία, μάλλον, απαντά συχνότερα στη νομολογία), είναι αυτονόητο πως για την τροπή του ελαττωματικού αξιογράφου σε έγγραφη αφηρημένη υπόσχεση χρέους θα πρέπει να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που το άρθρο αυτό θέτει. Απαιτείται, δηλαδή, το δικαιόγραφο να πληροί όλα τα τυπικά στοιχεία της εν λόγω δικαιοπραξίας (βλ. 873 Α.Κ.), να αγνοούσαν τα μέρη την ύπαρξη λόγου ακυρότητας του και να διαγιγνώσκεται επιθυμία τους να ισχύσει αυτό ως αναγνώριση χρέους. Μερίδα της επιστήμης και της νομολογίας θεωρούν επιβεβλημένη την επίκληση της συνδρομής των προϋποθέσεων αυτών στην αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής (Μ.Π.Αγρ. 53/1987, Αρμ. 41/510 –Α.Π. 1108/80, ΝοΒ 29/508 και Μάρκου[5]). Υποστηρίζεται, όμως, και μάλλον κρατεί και νομολογιακά μετά την Ολ.Α.Π. 2088/1986 (ο.π.), πως κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο, αρκετής ούσης της μνείας της ισχύος του ακύρου αξιογράφου ως αφηρημένης αναγνωρίσεως χρέους, αφού η σχετική βούληση των μερών εικάζεται (τεκμαίρεται) ασφαλώς εκ του τύπου που επέλεξαν («όπως είναι εκείνος της συναλλαγματικής η οποία κατεξοχήν ιδρύει αναιτιώδη σχέση», Α.Π. 2088/1986, βλ. και Εφ.Θεσ. 2837/1987, Ε.Εμπ.Δ. 1989/245).

Έτερο μείζον ζήτημα, εριζόμενο νομολογιακά και θεωρητικά, είναι εκείνο της επέκτασης όλων όσων αναφέρθηκαν και επί αξιογράφων, που ναι μεν δεν πάσχουν ακυρότητα, οι απαιτήσεις, όμως, εξ αυτών έχουν παραγραφεί ή ο κομιστής τους έχει εκπέσει των αναγωγικών του δικαιωμάτων (διαδικαστικά ανενεργείς ενοχές). Και εδώ υποστηρίζονται περισσότερες απόψεις. Η μία δεν δέχεται τέτοια επέκταση θεωρώντας πως για τη μετατροπή δικαιοπραξίας ενός είδους σε άλλου (είδους) το 182 Α.Κ. ορίζει πως αυτή πρέπει να είναι άκυρη[6]. Η άλλη δεν προβαίνει στη διάκριση αυτή, θεωρώντας πως και στις περιπτώσεις αυτές χωρεί έκδοση διαταγής πληρωμής επί τη βάσει της συναγόμενης αναγνώρισης χρέους (Μ.Π.Αθ. 5467/1997,ο.π. -.Μ.Π.Αθ. 5319/1989,ο.π.). Δεν είναι, βέβαια, τυχαίο το ότι θιασώτες της τελευταίας απόψεως είναι εκείνοι που ομιλούν περί της κατά συρροήν και όχι κατά μετατροπή ισχύος ενός αξιογράφου εις διαταγήν ως αφηρημένης αναγνωρίσεως χρέους (καθώς για αυτούς δεν τίθεται ζήτημα πλήρωσης των όρων του 182 Α.Κ.). Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί και μία τρίτη θέση, που δέχεται την επέκταση της μετατροπής και επί παραγεγραμμένων απαιτήσεων εξ αξιογράφων, όχι, όμως και όταν έχουν απολεσθεί τα αναγωγικά δικαιώματα του κομιστή[7] [8].

Συνεχίζοντας την απαρίθμηση των «προβληματικών» ζητημάτων της μετατροπής ενός άκυρου ή διαδικαστικά ανενεργού αξιογράφου σε αφηρημένη αναγνώριση χρέους φθάνουμε στο πλέον ακανθώδες, αυτό της ανάγκης συνδρομής των προϋποθέσεων της κοινής εκχωρήσεως σε περίπτωση που αιτών την έκδοση διαταγής πληρωμής είναι κομιστής του εξ οπισθογραφήσεως. Πιο συγκεκριμένα, εφόσον γίνεται επίκληση ως βάσεως της διαταγής πληρωμής της συμβάσεως αναγνώρισης χρέους, προκειμένου να εκδοθεί αυτή σε όφελος τρίτου κομιστή του άκυρου αξιογράφου, ο τελευταίος οφείλει να αποδείξει πως είναι δικαιούχος της απαίτησης εκ της συμβάσεως αυτής. Καθώς, λοιπόν, η εν λόγω απαίτηση δεν είναι αξιογραφική για να μεταβιβασθεί από τον αρχικό δανειστή σε άλλον πρέπει να μεσολαβήσει εκχώρησή της κατά τα 455 επ. Α.Κ. Κατά την κρατούσα γνώμη ως τέτοια εκχώρηση μπορεί υπό προϋποθέσεις  να λογισθεί και η άκυρη (ως συμπαρασυρόμενη από την ακυρότητα του όλου αξιογράφου) οπισθογράφηση με την οποία ο κομιστής ανέλαβε την αξίωση εκ του αξιογράφου. Η οπισθογράφηση εμπεριέχει πρόταση του εκδότη ή λήπτη για τη σύναψη της εκχωρητικής δικαιοπραξίας, η δε παραλαβή του εγγράφου από τον προς ον αυτή γίνεται ή η δικαστική διεκδίκηση από αυτόν των απαιτήσεών του συνιστά αποδοχή (Μ.Π.Αρτ. 20/1996, Αρμ. 96/875). Ιδιαίτερος τύπος δεν απαιτείται εκ του νόμου (αρκεί που η οπισθογράφηση γίνεται πάνω στο αξιόγραφο για να υπάρχει έγγραφο κατά το 623 Κ.Πολ.Δ.).

Κατά τη νομολογία στην οπισθογράφηση είναι αναγκαίο να κατονομάζεται και αυτός προς τον οποίον γίνεται, ώστε να μην υφίστανται αμφιβολίες για το πρόσωπο του εκδοχέως. (ΜΠ.Αρτ. 20/1996,ο.π. –Εφ.Αθ. 11036/1990,ο.π. – Εφ.Αθ. 6428/1994, Ελλ.Δ. 30/1547). Έτσι επί λευκής οπισθογραφήσεως δεν χωρεί μετατροπή της σε εκχώρηση. Η θέση αυτή, όμως, έρχεται σε αντίθεση προς τη γενική αναγνώριση της δυνατότητας εκχωρήσεως εν λευκώ. Όταν η εκχώρηση γίνεται εγγράφως είναι δυνατόν να μην αναγράφεται σε αυτή το όνομα του εκδοχέως, εξουσιοδοτουμένου του λήπτη να το συμπληρώσει (με το δικό του ή τρίτου) εκ των υστέρων[9]. Τούτου λαμβανομένου υπ’όψιν, διερωτώμεθα γιατί να μην μπορεί να ισχύσει η εν λευκώ οπισθογράφηση ως εν λευκώ εκχώρηση, που συμπληρώνεται με τη μεταγενέστερη προσθήκη ονόματος ή και ερμηνευτικά εκ μόνου του γεγονότος ότι εμφανίζεται κάποιος ως κομιστής-εκδοχέας. Η αντίκρουση της πρότασης αυτής δεν είναι δυνατόν να βασισθεί στο αφαιρετικό επιχείρημα ότι  απαιτείται βεβαιότητα ως προς το πρόσωπο του εκδοχέως, διότι από πουθενά δεν προκύπτει λόγος αξίωσης μεγαλύτερου βαθμού βεβαιότητος επί εκχωρήσεως ενοχής εξ αξιογράφου εν σχέσει προς τις λοιπές περιπτώσεις εκχωρήσεων. Μόνο για τη διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής, συγκεκριμένα, μπορεί να υποστηριχθεί πως αν το όνομα του εκδοχέως δεν προκύπτει από το ίδιο το αξιόγραφο (ή άλλο έγγραφο) δεν αποδεικνύεται επαρκώς η απαίτηση κατά το 623 Κ.Πολ.Δ. (βλ. σχόλιο Μάρκου, στην Εφ.Αθ. 6428/1994,ο.π.).

Περαιτέρω, είναι αμφισβητούμενο το κατά πόσον η (μη πάσχουσα από κάποιο ελάττωμα) οπισθογράφηση έγκυρου, αλλά διαδικαστικά ανενεργού αξιογράφου μπορεί να θεωρηθεί ως εκχώρηση. Εν προκειμένω, έγκυρης ούσης της οπισθογραφήσεως[10], δεν  τυγχάνει εφαρμογής το 182 Α.Κ. (που προϋποθέτει άκυρη δικαιοπραξία). Όμως, με την παραδοχή αυτή δημιουργείται το άτοπο ο δι’ εγκύρου οπισθογραφήσεως κομιστής, στην περίπτωση που η εκ του αξιογράφου απαίτησή του παραγραφεί, να απολαμβάνει πιο περιορισμένη προστασία από τον κομιστή δι’ ακύρου οπισθογραφήσεως. Και οι δύο θα έχουν στα χέρια τους από ένα έγκυρο, αλλά διαδικαστικά ανενεργό αξιόγραφο, τραπέν (κατά τα ανωτέρω) σε αφηρημένη αναγνώριση χρέους. Της απαιτήσεως, όμως, από την κατά μετατροπή σύμβαση δεν θα μπορεί να αποδείξει πως είναι δικαιούχος ο πρώτος, αφού η προς αυτόν οπισθογράφηση ως έγκυρη δε θα μετατρέπεται κατά το 182 Α.Κ. σε εκχώρηση, σε αντίθεση με τον δεύτερο που θα λογίζεται ως εκδοχέας της κρίσιμης απαίτησης, κατόπιν της μετατροπής της ακύρου προς αυτόν οπισθογραφήσεως σε εκχώρηση, και θα μπορεί να προχωρήσει στην έκδοση διαταγής.

Τελειώνοντας, τονίζεται πως στην αίτηση τυχόν τρίτου κομιστή για την έκδοση διαταγής πληρωμής εξ αξιογράφου που ισχύει ως αφηρημένη αναγνώριση χρέους πρέπει να γίνεται και επίκληση του γεγονότος της μετατροπής της οπισθογραφήσεως σε εκχώρηση και της συνδρομής των προϋποθέσεων του 182 Α.Κ. (Εφ.Αθ. 11036/1990,ο.π., Εφ.Αθ. 6428/1994, ο.π., δεν αρκεί, δηλαδή, γενική αναφορά στην ισχύ της οπισθογράφησης ως εκχώρησης, καθώς πρόκειται για δικαιοπραξίες αναφερόμενες σε διαφορετικές απαιτήσεις, η μεν πρώτη στην αξιογραφική, η δε δεύτερη σε εκείνην εκ της αναγνωρίσεως χρέους).

Νίκος Καλαμίτσης

03.03.2005


[1] Η ΕφΛαρ. 233/1999 [ΑρχΝ 2000/523] αντιδιαστέλλει την επιταγή προς τη συναλλαγματική, καταλήγοντας στο ότι η πρώτη μπορεί να μετατραπεί σε αφηρημένη αναγνώριση χρέους μόνον εάν υπάρχει άλλο έγγραφο που περιέχει τη δήλωση αναγνώρισης χρέους ή τέτοια σημείωση βρίσκεται εγγεγραμμένη επί του σώματος της επιταγής. Η άποψη αυτή αναχωρεί από το χαρακτήρα της επιταγής ως εντολής πληρωμής και όχι ως υπόσχεσης πληρωμής (όπως είναι η συναλλαγματική).

[2] Μάρκου Ι.,Δικαιο της Συναλλαγματικής,Εκδ. Κ&Π Σμπίλιας Α.Ε.Β.Ε.,1991,σ.83

[3]  Ειδικά για την επιταγή στην Μ.Π.Λαμίας 310/1993, Ε.Εμπ.Δ. 1995/259.

[4]  Μπέη Κ., Πολιτική Δικονομία, Εκδ.Αφοί Π.Σάκκουλα,Αθήνα,197,τ.4,σ.173

[5]  Μάρκου Ι.,ο.π.,σ.82

[6] Ποδηματά, σε Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Εκδ.Σάκκουλα,   Αθήνα-Θεσσαλονίκη,τ.1, σ.1159 και Ρόκκα Ν., Αξιόγραφα, Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1992, σ.67

[7]  Μάρκου Ι.,ο.π.,σ.399, όπου ο συγγραφέας μεταβάλλει την προ 316 σελίδων (στο ίδιο πάντα σύγγραμμα) εκφρασθείσα άποψη του, δεχόμενος πλέον τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής και επί παραγεγραμμένων απαιτήσεων εκ συναλλαγματικών.

[8] Ειδικά για την αναγωγική ευθύνη του εκδότη και των οπισθογράφων συναλλαγματικής, όταν έχουν παρέλθει οι σχετικές προθεσμίες, ο Ρόκκας (ο.π.,σ.67) αναφέρει πως δεν μπορεί να αναβιώσει εμμέσως δια της τροπής της σε αναγνώριση-εκ μέρους τους- χρέους, διότι έτσι θα υπερέβαινε τα προβλεπόμενα από το ρυθμιστικό πλαίσιο της συναλλαγματικής όρια και η θέση τους θα καθίστατο δυσχερέστερη.

[9]  Κρητικός, εις Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, Αφοι Π. Σάκκουλα, Αθήνα, 1979, σ.574 και Σούρλας, στην Ερμ.Α.Κ., Αθήνα, 1954, τ2β, αρ.455, παρ.35

[10]  Προσοχή στο ότι μέχρι το σημείο αυτό αναφερόμενοι σε άκυρο αξιόγραφο ευρισκόμεθα ενώπιον αυτοδικαίως ακύρου οπισθογραφήσεώς του.