ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2020/1784 ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΕΣ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ
Με το νέο Κανονισμό
2020/1784 (με ισχύ από την 1η Ιουλίου 2022 – βλ. αναλυτικότερα άρθρο 37 αυτού)
πραγματοποιείται ολοκληρωτική αναδιατύπωση (βλ. σημείο 1 του Προοιμίου του
Κανονισμού, βλ. και Μ. Καραγεωργιάδου, Ο νέος Κανονισμός (ΕΕ) 2020/1784 υπό την
οπτική του Δικαστικού Επιμελητή, σε Lex&Forum, 2/2021, σελ. 494) του κανονισμού 1393/2007
(που καταργείται – κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 36 αυτού), ως προς τη
διασυνοριακή επίδοση ή κοινοποίηση δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή
εμπορικές υποθέσεις.
Καθιερώνεται
η ηλεκτρονική επικοινωνία μεταξύ των Αρχών Διαβίβασης και Παραλαβής (βλ. αρ.
5-6 του Κανονισμού) και εξισώνεται το ψηφιακό με το υλικό έγγραφο (βλ. αρ. 6
του Κανονισμού και Α. Άνθιμο, Διασυνοριακές Επιδόσεις στην ΕΕ – Ο νέος
Κανονισμός 2020/1784, σελ. 448, 453).
Κατά τα λοιπά, με την εξαίρεση του άρθρου 7
(συνδρομή για τον εντοπισμό διευθύνσεων), ο κανονισμός δεν εφαρμόζεται όταν η
διεύθυνση του παραλήπτη πράξης είναι άγνωστη και στην επίδοση ή κοινοποίηση
πράξης εντός του κράτους μέλους του δικάζοντος δικαστηρίου σε εξουσιοδοτημένο
αντιπρόσωπο του προσώπου προς το οποίο γίνεται η επίδοση ή κοινοποίηση,
ανεξάρτητα από τον τόπο διαμονής του εν λόγω προσώπου (άρθρο 1 του Κανονισμού).
Με το άρθρο
19 του νέου Κανονισμού εισάγεται για πρώτη φορά η δυνατότητα της
ηλεκτρονικής επίδοσης των δικογράφων, υπό όρους (βλ. Μ.
Καραγεωργιάδου, ό.π.). Η με αυτόν τον τρόπο επίδοση ή κοινοποίηση δικαστικών
πράξεων μπορεί να γίνεται απευθείας σε πρόσωπο που έχει γνωστή διεύθυνση για
επίδοση ή κοινοποίηση σε άλλο κράτος μέλος με οποιαδήποτε ηλεκτρονικά μέσα
επίδοσης ή κοινοποίησης που είναι διαθέσιμα βάσει του δικαίου του κράτους
μέλους του δικάζοντος δικαστηρίου για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων στο
εσωτερικό της χώρας, υπό την προϋπόθεση ότι: α) οι πράξεις αποστέλλονται και
παραλαμβάνονται μέσω εγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπηρεσιών συστημένης παράδοσης
κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 910/2014[1],
και ο παραλήπτης έχει δώσει εκ των προτέρων τη ρητή συναίνεσή του για τη
χρήση ηλεκτρονικών μέσων για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων κατά τη διάρκεια
δικαστικών διαδικασιών, ή β) ο παραλήπτης έχει δώσει εκ των προτέρων τη ρητή
συναίνεσή του στο δικαστήριο ή στην αρχή που επιλήφθηκε της διαδικασίας ή στον
υπεύθυνο επίδοσης ή κοινοποίησης πράξεων στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής
να αποστείλει ηλεκτρονική επιστολή σε συγκεκριμένη διεύθυνση ηλεκτρονικού
ταχυδρομείου για τους σκοπούς της παραλαβής προς επίδοση ή κοινοποίηση πράξης
κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας και ο παραλήπτης επιβεβαιώνει την
παραλαβή της πράξης με απόδειξη παραλαβής, αναφέροντας την ημερομηνία
παραλαβής.
Προβλέπονται και άλλοι τρόποι διαβίβασης και επίδοσης ή κοινοποίησης δικαστικών πράξεων, όπως της διαβίβασης δια της διπλωματικής ή προξενικής οδού σε εξαιρετικές περιστάσεις (άρθρο 16 του Κανονισμού), της επίδοσης ή κοινοποίησης ταχυδρομικώς απευθείας σε πρόσωπα που βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής ή ισοδύναμο έγγραφο (άρθρο 18 του Κανονισμού), της απευθείας επίδοσης ή κοινοποίησης μέσω δικαστικών επιμελητών, υπαλλήλων ή άλλων αρμόδιων προσώπων του κράτους μέλους παραλαβής, υπό τον όρο ότι αυτό επιτρέπεται από το δίκαιο του συγκεκριμένου κράτους μέλους (άρθρο 20 του Κανονισμού).
Κατερίνα Κρεούζη – 30.07.2021
[1]
Σύμφωνα με το άρθρο 3 (ορισμοί) του Κανονισμού (ΕΕ) 910/2014 του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014 , σχετικά με την
ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές
συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ, «Για
τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί: […] 36) «ηλεκτρονική
υπηρεσία συστημένης παράδοσης»: υπηρεσία η οποία καθιστά δυνατή τη διαβίβαση
δεδομένων μεταξύ τρίτων μερών με ηλεκτρονικά μέσα και παρέχει τεκμήρια σχετικά
με τον χειρισμό των διαβιβαζόμενων δεδομένων, περιλαμβανομένης απόδειξης της
αποστολής και της παραλαβής των δεδομένων, και η οποία προστατεύει τα
διαβιβαζόμενα δεδομένα από τον κίνδυνο απώλειας, κλοπής, βλάβης ή τροποποίησης
τους χωρίς άδεια· 37) «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπηρεσία συστημένης παράδοσης»:
ηλεκτρονική υπηρεσία συστημένης παράδοσης που πληροί τις οριζόμενες στο άρθρο
44 απαιτήσεις· […]». Κατά το άρθρο 44§1
του ίδιου Κανονισμού «Οι εγκεκριμένες ηλεκτρονικές υπηρεσίες
συστημένης παράδοσης πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις: α) παρέχονται από έναν ή
περισσότερους εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης· β) εξασφαλίζουν με
υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης την ταυτοποίηση του αποστολέα· γ) εξασφαλίζουν την
ταυτοποίηση του αποδέκτη πριν από την παράδοση των δεδομένων· δ) η αποστολή και
η λήψη των δεδομένων διασφαλίζονται με προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή ή
προηγμένη ηλεκτρονική σφραγίδα εγκεκριμένου παρόχου υπηρεσιών εμπιστοσύνης κατά
τρόπο που να αποκλείει τη δυνατότητα μη ανιχνεύσιμης τροποποίησης των
δεδομένων· ε) οποιαδήποτε τροποποίηση των δεδομένων που απαιτούνται για τους
σκοπούς της αποστολής ή της λήψης των δεδομένων δηλώνεται σαφώς στον αποστολέα
και στον αποδέκτη των δεδομένων· στ) η ημερομηνία και ο χρόνος αποστολής,
παραλαβής και οποιαδήποτε αλλαγή των στοιχείων αναφέρεται με εγκεκριμένη
ηλεκτρονική χρονοσφραγίδα.
Σε περίπτωση μεταφοράς των δεδομένων μεταξύ δύο ή
περισσότερων εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης, οι απαιτήσεις που
ορίζονται στα στοιχεία α) έως στ) εφαρμόζονται σε όλους τους εγκεκριμένους
παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης».
Ανάκληση Ασφαλιστικού Μέτρου Επί Τελεσιδικίας της Κύριας Δίκης
Σύμφωνα με το άρθρο 698 παρ. 1 εδ α και παρ. 2 ΚΠολΔ η απόφαση που διέταξε ασφαλιστικό μέτρο ανακαλείται ολικώς ή μερικώς (μεταξύ άλλων και) όταν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη για την κύρια υπόθεση κατά εκείνου ο οποίος είχε ζητήσει το ασφαλιστικό μέτρο και γίνει τελεσίδικη. Μάλιστα, το ασφαλιστικό μέτρο ανακαλείται και όταν χώρησε απόρριψη της αγωγής για τυπικούς λόγους (Β. Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, τόμος Δ΄, άρθρα 698 – 903, σ. 142- 143).
Η ανάκληση γίνεται με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον.
Αν η κύρια υπόθεση είναι εκκρεμής, αρμόδιο για την ανάκληση είναι το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η κύρια υπόθεση, ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση αρμόδιο είναι το δικαστήριο που διέταξε το ασφαλιστικό μέτρο. Σημειωτέον ότι ο όρος εκκρεμής υπόθεση περιλαμβάνει και την εκκρεμότητα της υπόθεσης μετά από άσκηση αίτησης αναίρεσης, οπότε αρμόδιο δικαστήριο για την ανάκληση είναι ο Άρειος Πάγος (βλ. ΑΠ 1354/2006).
Από τις αυτές διατάξεις προκύπτει περαιτέρω, ότι η τελεσίδικη απόρριψη της αγωγής είναι λόγος για υποχρεωτική ανάκληση του ασφαλιστικού μέτρου, ακόμα και αν έχει ασκηθεί έκτακτο ένδικο μέσο και ιδίως αναίρεση, το αρμόδιο, όμως, για την εκδίκαση της ανακλητικής αίτησης δικαστήριο δύναται, στο πλαίσιο του άρθρου 249 ΚΠολΔ, να αναβάλει με απόφαση του τη συζήτηση της ανακλητικής αίτησης εωσότου εκδικασθεί το έκτακτο ένδικο μέσο, αν πιθανολογείται, ότι θα ευδοκιμήσουν οι λόγοι, στους οποίους θεμελιώνεται αυτό (ΑΠ 896/2008, ΑΠ 250/2017 Α΄ Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).
Η ανάκληση της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων είναι ολική η μερική. Η έκταση της ανάκλησης απόκειται στη ευχέρεια του δικαστηρίου, πρέπει, όμως, να συμπορεύεται προς την έκταση της απόρριψης της αγωγής. Αν, λοιπόν, απορριφθεί μερικώς η αγωγή, μερική πρέπει να είναι, κατά την ίδια ακριβώς έκταση, και η ανάκληση, ενώ αν είναι ολική η απόρριψη της αγωγής, ολική πρέπει να είναι και η ανάκληση. Αν πρόκειται για ομοδικία και η κατάργηση ή περάτωση της κύριας δίκης αφορά έναν ομόδικο, μόνον ως προς αυτόν θα είναι και η ανάκληση της απόφασης.
Βασίλειος Οικονόμου
31.10.2018
Πότε καθίσταται αμετάκλητη η απόφαση διαζυγίου;
Σύμφωνα με τη διάταξη ΑΚ 1438 εδ. β’, ο γάμος λύνεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Κατά τα οριζόμενα στον ΚΠολΔ, αμετάκλητη είναι η δικαστική απόφαση που δε δύναται να προσβληθεί με τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα.
Ανεξάρτητα από τη διαδικασία διαζυγίου (συναινετικό ή κατ’ αντιδικία) και από το είδος του γάμου (θρησκευτικό ή πολιτικός), η απόφαση που αποφαίνεται επί της λύσης του γάμου είναι οριστική και συνεπώς δύναται να προσβληθεί με ένδικα μέσα. Όσο λοιπόν υπάρχει η δυνατότητα προσβολής της απόφασης με ένδικα μέσα, αυτή δεν αποκτά ισχύ δεδικασμένου και δε φέρει τις επιδιωκόμενες έννομες συνέπειες για τα μέρη, αλλά και για τους τρίτους, καθώς η απόφαση διαζυγίου ισχύει erga omnes.
Διαδικασία:
1) Προκειμένου να καταστεί αμετάκλητη η πρωτοβάθμια οριστική απόφαση που λύνει το γάμο, τα μέρη προβαίνουν (είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω των πληρεξουσίων δικηγόρων τους) σε δήλωση παραίτησης από τη δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (πρακτική που ακολουθείτο κατά κόρον στα συναινετικά διαζύγια). Παραίτησης από τα ένδικα μέσα νοείται μόνον μετά από την έκδοση της οριστικής απόφασης (599 ΚΠολΔ).
2) Στην περίπτωση που τα μέρη δεν προχωρήσουν σε δήλωση παραίτησης από τα ένδικα μέσα, η απόφαση καθίσταται αμετάκλητη είτε επειδή ασκήθηκαν και απορρίφθηκαν τα τακτικά και τα έκτακτα ένδικα μέσα είτε επειδή παρήλθαν άπρακτες οι προθεσμίες άσκησης τους. Οι προθεσμίες άσκησης των τακτικών και έκτακτων ενδίκων μέσων διαφοροποιούνται ανάλογα με το αν επιδόθηκε η απόφαση ή όχι. Πιο συγκεκριμένα:
α) αν επιδοθεί η απόφαση: Από την επίδοση της απόφασης ξεκινά η προθεσμία άσκησης των τακτικών ένδικων μέσων, δηλαδή της έφεσης και της ανακοπής ερημοδικίας, σε περίπτωση που η απόφαση εκδόθηκε ερήμην. Η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας είναι δεκαπέντε μέρες (503 ΚΠολΔ), ενώ η προθεσμία της έφεσης είναι τριάντα μέρες (518 ΚΠολΔ). Με δεδομένο ότι προθεσμία ανακοπής ερημοδικίας και έφεσης συμπίπτουν, η απόφαση του πρωτοδικείου καθίσταται τελεσίδικη μετά την παρέλευση 30 ημερών από την επίδοση. Τα παραπάνω ισχύουν σε περίπτωση γνωστής διαμονής του διαδίκου στην Ελλάδα, ενώ σε περίπτωση άγνωστης διαμονής ή διαμονής στο εξωτερικό οι προθεσμίες τροποποιούνται αναλόγως.[1]
Αφού, λοιπόν, η απόφαση καταστεί τελεσίδικη, ξεκινά η προθεσμία άσκησης των έκτακτων ένδικων μέσων, δηλαδή της αναψηλάφησης και της αναίρεσης. Η προθεσμία της πρώτης είναι, ειδικά στις γαμικές διαφορές (άρθρο 598ΚΠολΔ) 6 μήνες από την επίδοση της απόφασης, ενώ της αναίρεσης 30 ημέρες από την επίδοση (εφόσον βέβαια πρόκειται για γνωστή διαμονή στην Ελλάδα – ΑΚ 564 παρ. 1). Οι προθεσμίες της αναψηλάφησης και της αναίρεσης συμπίπτουν.
Επομένως, η πρωτοβάθμια απόφαση καθίσταται αμετάκλητη εφόσον παρέλθει άπρακτη συνολική προθεσμία των 7 μηνών (30 ημέρες για την άσκηση έφεσης και ανακοπής ερημοδικίας και 6 μήνες για την αναψηλάφηση, στη διάρκεια των οποίων θα έχει παρέλθει και η προθεσμία των 30 ημερών της αναίρεσης).[2]
β) μη επίδοση της απόφασης: Σε περίπτωση μη επίδοσης της πρωτοβάθμιας οριστικής απόφασης, ξεκινά η λεγόμενη «καταχρηστική προθεσμία» άσκησης έφεσης, η οποία έχει ως αφετηρία την ημέρα δημοσίευσης της απόφασης. Η καταχρηστική προθεσμία της έφεσης είναι 2 έτη (ΑΚ 518 παρ. 2). [3] Με την παρέλευση της διετούς προθεσμίας της έφεσης ξεκινά η διετής προθεσμία της αναίρεσης (ΑΚ 564 παρ. 3). Επομένως, στην περίπτωση μη επίδοσης της απόφασης, η απόφαση καθίσταται αμετάκλητη μετά την παρέλευση των τεσσάρων ετών.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Πριν την τροποποίηση του ΚΠολΔ με το Ν.4335/2015 (δηλ. πριν από την 01.01.2016) οι καταχρηστική προθεσμία της έφεσης και της αναίρεσης ήταν 3ετής (για κάθε ένδικο μέσο), οπότε σε περίπτωση μη επίδοσης της απόφασης, η απόφαση καθίστατο αμετάκλητη μετά την παρέλευση συνολικώς 6 ετών από τη δημοσίευσή της.
Ελένη Παύλου
16.02.2018
[1] Η ανακοπή ερημοδικίας ασκείται εντός 60 ημερών από την τελευταία δημοσίευση κατά το άρθρο 135 παρ. 1 της περίληψης έκθεσης επίδοσης της επίδοσης της απόφασης, όταν πρόκειται για άγνωστη διαμονή ή διαμονή στο εξωτερικό (503 παρ. 2,3 ΚΠολΔ). Η έφεση ασκείται επίσης εντός 60 ημερών από την επίδοση της απόφασης σε περίπτωση άγνωστης διαμονής ή διαμονής στο εξωτερικό (518 ΚΠολΔ).
[2] Η προθεσμία των έκτακτων ενδίκων μέσων δεν ξεκινά πριν παρέλθει η προθεσμία άσκησης των τακτικών ένδικων μέσων. Βλ. Νίκα, Πολιτική Δικονομία III (ένδικα μέσα), Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2007, σελ 15, βλ. ΑΠ 709/2007 [ΝΟΜΟΣ], ΑΠ 153/2015 [ΝΟΜΟΣ]
[3] Ο ΚΠολΔ δεν προβλέπει καταχρηστική προθεσμία ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας με αφετηρία την έκδοση της ερήμην απόφασης.
Ειδική Εισφορά Αλληλεγγύης και Συμβάσεις Αποφυγής Διπλής Φορολογίας
Σύμφωνα με την γνωμοδότηση 13/2018 του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους η ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 43Α του Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013) δεν ανήκει στην κατηγορία των “όμοιων με το φόρο εισοδήματος ή ουσιωδώς παρόμοιας φύσης φόρων” εξ ου και δεν καταλαμβάνεται από τις Συμβάσεις Αποφυγής Διπλής Φορολογίας.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΣΥΝΝΟΜΗΣ
Α. Προσβολή της νομής: διατάραξη ή αποβολή[1];
Διατάραξη της νομής είναι κάθε παρεμπόδιση του νομέα από την άσκηση της φυσικής εξουσίας πάνω στο πράγμα που δεν φτάνει μέχρι την αποβολή, αλλά συνιστά μερική προσβολή, γιατί ο νομέας δεν στερείται πλήρως τη φυσική εξουσίαση του πράγματος, αλλά παρακωλύεται σε κάποια από τις εκδηλώσεις της[2]. Η διατάραξη μπορεί να επέλθει με πράξη ή με παράλειψη[3]. Επιπλέον, η διατάραξη πρέπει να είναι διαρκής, να δημιουργεί εύλογη εντύπωση ότι θα επαναληφθεί στο μέλλον, να είναι παράνομη [ήτοι να γίνεται χωρίς δικαίωμα προς τούτο ή καθ’ υπέρβαση αυτού] και χωρίς τη θέληση του νομέα.
Αποβολή από τη νομή συνιστά κάθε πράξη πάνω στο πράγμα, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την ολική ή μερική απώλεια της εξουσίασης επί του πράγματος. Η αποβολή θεωρείται ότι έχει συντελεσθεί όταν ο τρίτος απέκτησε διαρκή εξουσίαση του πράγματος. Και στην περίπτωση αυτή, η προσβολή θα πρέπει να έχει γίνει παράνομα και χωρίς τη θέληση του νομέα. Στα κινητά πραγματοποιείται με αφαίρεση, ενώ στα ακίνητα με αντιποίηση [«σφετερισμό»] της νομής[4].
Στις περιπτώσεις όπου δεν είναι ευδιάκριτο εάν η προσβολή που έλαβε χώρα συνιστά διατάραξη της νομής ή αποβολή από τη νομή, δίνεται λύση με βάση τη μορφή της εκτέλεσης που θα εφαρμοστεί εάν ευδοκιμήσει το σχετικό ένδικο βοήθημα: Στην περίπτωση της διατάραξης, αίτημα δικαστικής προστασίας είναι η απαγόρευση κάθε μελλοντικής διατάραξης με έμμεση εκτέλεση. Μπορεί επιπλέον να διατάσσεται η αφαίρεση πραγμάτων, με αντίστοιχη απειλή χρηματικής ποινής ή κράτησης για κάθε μελλοντική διατάραξη [989 ΑΚ, 947 ΚΠολΔ]. Στην περίπτωση δε της αποβολής, η δικαστική προστασία συνίσταται στην αποβολή του επιλήψιμου νομέα και στην απόδοση της νομής στον αποβληθέντα, [εγκατάσταση], ενώ δεν τίθεται ζήτημα απειλής χρηματικής ποινής ή κράτησης, ακόμα κι αν είναι εμφανής ο κίνδυνος επανάληψης της προσβολής από τον τρίτο. Εξάλλου, πάγια δέχεται η νομολογία ότι, δεν συνιστά πράξη αποβολής αλλά διατάραξη, η αφαίρεση, κοπή και καταστροφή εξωτερικών αντικειμένων[5] από ακίνητο τρίτου, το ίδιο και η δυσχέρεια πρόσβασης του νομέως στο ακίνητό του λόγω τοποθέτησης αντικειμένων που φράζουν ή παρεμποδίζουν ή παρακωλύουν την είσοδο και έξοδο[6], καθ’ όσον μ’ αυτόν τον τρόπο δεν στερείται από τον νομέα η εποπτεία του ακινήτου και η δυνατότητα εισόδου και εξόδου σε αυτή από την κύρια είσοδο ή άλλο μέρος της, έστω και με καθαίρεση ή υπερπήδηση των εμποδίων που ο τρίτος έχει τοποθετήσει. Επισημαίνεται δε ότι ο νομέας δεν είναι ανάγκη αφενός να βρίσκεται διαρκώς σε σωματική επαφή με το πράγμα και αφετέρου να έχει, χωρίς διακοπή, τη διάνοια κυρίου στραμμένη σε αυτό. Αρκεί, έχοντας την επίβλεψη και εποπτεία του ακινήτου, να μπορεί, κάθε στιγμή, να εκδηλώσει τη φυσική εξουσία του με εμφανείς υλικές πράξεις πάνω σ’ αυτό και δεν είναι απαραίτητο να βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση[7].
Β. Προστασία επί συννομής: κατά των τρίτων και κατά των συννομέων
Κατά τη διάταξη του άρθρου 785 ΑΚ, αν ένα δικαίωμα ανήκει σε περισσότερους από κοινού, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, υπάρχει ανάμεσά τους κοινωνία κατ’ ιδανικά μέρη.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 994 ΑΚ «αν νέμονται περισσότεροι το ίδιο πράγμα κατά ιδανικά μέρη, καθένας από αυτούς έχει κατά τρίτων τα δικαιώματα από την προσβολή της νομής. Στις μεταξύ τους σχέσεις δεν παρέχεται η προστασία από τη νομή, εφόσον πρόκειται για τα όρια της χρήσης του πράγματος που αρμόζει στον καθένα.»
Σύμφωνα με αυτά, μπορεί η νομή να ανήκει κατά το περιεχόμενό της σε περισσότερα από ένα πρόσωπα, οπότε υπάρχει κοινωνία κατ’ ιδανικά μέρη [συννομή], η οποία αν προσβάλλεται παράνομα από τρίτο πρόσωπο, οι συννομείς έχουν ολόκληρη την προστασία της νομής [δικαστική και αυτοδίκαιη] ενώ, αν προσβάλλεται από συννομέα, τότε ο νόμος διακρίνει: α) την περίπτωση προσβολής με αποβολή του άλλου [συννομέως], ολική ή μερική από το πράγμα, όταν αμφισβητείται η ύπαρξη της νομής του συννομέως, οπότε στον προσβαλλόμενο παρέχεται η από την νομή προστασία [δικαστική και αυτοδύναμη] και β) την περίπτωση προσβολής μόνο με διατάραξη της συννομής, όταν δηλαδή δεν αμφισβητείται η ύπαρξη της νομής, αλλά η έκταση των δικαιωμάτων στο κοινό πράγμα, οπότε ο προσβαλλόμενος μάχεται για τα όρια της χρήσεως που του ανήκει και τότε βέβαια έχει την προστασία της αυτοδύναμης προστασίας, δεν έχει όμως κατά τα άλλα την από την νομή προστασία, αλλά παραπέμπεται για τον κανονισμό της συγχρήσεως στις διατάξεις της κοινωνίας [789, 790 ΑΚ][8].
Γ. Προσωρινή προστασία συννομέα επί διαταράξεως της νομής από έτερο συννομέα: Ασφαλιστικά μέτρα για τον κανονισμό της σύγχρησης κατ’ αρ. 731 ΚΠολΔ
Όταν η προβολή συνίσταται σε απλή διατάραξη ή παρακώλυση αυτής, τότε ο συννομέας μπορεί να ζητήσει προστασία κατά του συννομέα με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης βάσει της γενικής διάταξης του άρθρου 731 ΚΠολΔ, καθώς πρόκειται για τα όρια της χρήσης του πράγματος, τα οποία δεν προστατεύονται από τις διατάξεις της νομής [994 παρ. 2 ΑΚ]. Συνεπώς, ασφαλιστικά μέτρα νομής ή κατοχής [ειδικές ρυθμίσεις των 733, 734 παρ. 2 ΚΠολΔ] δεν λαμβάνονται προκειμένου να ρυθμιστούν προσωρινά οι σχέσεις μεταξύ των συννομέων ως προς τα όρια της προσήκουσας σε καθέναν χρήσεως του κοινού πράγματος. Οι διαφορές αυτές επιλύονται με βάση την εσωτερική έννομη σχέση κοινωνίας και σε επείγουσες περιπτώσεις με αμιγή ασφαλιστικά μέτρα προσωρινής ρύθμισης κατάστασης σύμφωνα με τα άρθρα 731 και 732 ΚΠολΔ[9].
Ο δικαιολογητικός λόγος του περιορισμού αυτού οφείλεται στο ότι σε αντίθετη περίπτωση [όταν δηλαδή η έριδα δεν αφορά στην ύπαρξη της συννομής που φθάνει μέχρι την αποβολή], στη διένεξη περί διατάραξης της νομής θα αναμειγνύονταν κατ’ ανάγκη και ζητήματα της causa possessionis, δηλ. της γενεσιουργού της κοινής νομής έννομης σχέσης (π.χ. συγκληρονομίας), με αποτέλεσμα η διαφορά αυτή να κατέληγε μοιραία από διένεξη περί νομής σε διένεξη περί της σχέσης αυτής[10]. Σημειώνεται πάντως, ότι η ΑΚ 994 παρ. 2 δεν καταλαμβάνει και την αυτοπροστασία κατά τις γενικές διατάξεις [ΑΚ 282, 284], καθώς και την αξίωση αποζημίωσης, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσει της ΑΚ 914, 919.
Τα ανωτέρω ισχύουν και σε ό,τι αφορά στις σχέσεις των συνιδιοκτητών ακινήτου που έχει υπαχθεί στις περί διηρημένης ιδιοκτησίας διατάξεις. Με την σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, καθένας από τους συνιδιοκτήτες του οικοπέδου είναι κύριος και νομέας της αποκλειστικής του ιδιοκτησίας (ορόφου ή διαμερίσματος) και ταυτόχρονα συγκύριος και συννομέας των κοινόχρηστων μερών του ακινήτου. Σε περίπτωση, λοιπόν, προσβολής της νομής του συνιδιοκτήτη ως προς την αυτοτελή οριζόντιο ιδιοκτησία του, της οποίας είναι αποκλειστικός κύριος και νομέας, αυτός προστατεύεται κατά τις περί νομής διατάξεις. Αντιθέτως, επί διατάραξης της συννομής ως προς τα κοινά μέρη της οικοδομής από συνιδιοκτήτη, η διαφορά θα διευθετηθεί κατά τις περί κοινωνίας διατάξεις.[11]
Δ. Καθ’ υλην αρμόδιο δικαστήριο για την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων
Δοθέντος ότι η προστασία της νομής επί διαταράξεως αυτής από συννομέα μόνον κατά τις γενικές διατάξεις της 731 επ. ΚΠολΔ μπορεί να ζητηθεί, δεν συντρέχει η ειδική αποκλειστική καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, αλλά το καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο προσδιορίζεται από το άρθρο 688 ΚΠολΔ σε συνδυασμό προς τις γενικές διατάξεις. Βάσει αυτών, για να είναι αρμόδιο το Ειρηνοδικείο θα πρέπει το αντικείμενο της δίκης να είναι αποτιμητό σε χρήμα και η αξία του να μην υπερβαίνει τις 20.000 €. Το αυτό ισχύει πλέον και σε ό,τι αφορά στις μεταξύ συνιδιοκτητών ακινήτου υπαχθέντος στις περί διηρημένης ιδιοκτησίας διατάξεις, κατ’ εφαρμογή, ωστόσο, και των 14§1γ και 17§3 ΚΠολΔ που αναφέρονται ρητώς ειδικώς. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι γίνεται δεκτό, ωστόσο, όταν αντικείμενο της δίκης είναι η διατάραξη συννομής και η προστασία εξ αυτής, τότε η διαφορά δεν αποτιμάται σε χρήμα, εξ ου και καθ’ ύλην δεν θα μπροούσε να είναι παρά το Μονομελές Πρωτοδικείο[12].
Ε. Παραγραφή αξίωσης από τη νομή επί διαταράξεως αυτής. Χρόνος έναρξης όταν η διατάραξη συνεχίζεται.
Οι αξιώσεις της αποβολής και της διαταράξεως παραγράφονται μετά ένα έτος από την αποβολή ή τη διατάραξη [άρθρο 992 ΑΚ]. Παγίως δε η νομολογία υποστηρίζει ότι, αν η διατάραξη είναι συνεχής γιατί προέρχεται από κατασκεύασμα ή παραγραφή αρχίζει με τη συντέλεση της πράξης διαταράξεως δηλαδή αφής κατασκευάστηκε το διαταρακτικό έργο. Επίσης, αν η διατάραξη γίνεται με περιοδικά επαναλαμβανόμενες πράξεις η καθεμιά απ` αυτές αποτελεί αυτοτελή διατάραξη και άρα με κάθε νέα διαταρακτική ενέργεια αρχίζει νέα παραγραφή. Ειδικότερα, η παραγραφή αρχίζει από την επομένη ημέρα εκείνης στην οποία επήλθε η διατάραξη ή πραγματοποιήθηκε η αποβολή [αρθρ. 241 παρ. 1 ΑΚ] και λήγει όταν περάσει η αντίστοιχη ημέρα του επομένου έτους [συνδ. άρθρων 242 και 243 παρ. 3 Α.Κ][13].
ΣΩΚΕΔ – 17.11.2017
[1] βλ. Δημήτρη Χ. Μακρή, «Ασφαλιστικά Μέτρα Νομής και Κατοχής», εκδόσεις Τσίμος 2005, σ. 39-43
[2] ΑΠ 1386/1998, ΕλλΔνη 1999, 339, ΠΠρΓρεβ 48/1989 ΝΟΜΟΣ, ΕιρΛαρ 175/2004ΝΟΜΟΣ.
[3] Με παράλειψη όταν ο προσβολέας δεν προβαίνει στην επιβαλλόμενη ενέργεια προς αποτροπή ή παύση της διατάραξης, όπως συμβαίνει όταν αυτός παραλείπει να άρει διαταρακτικό κατασκεύασμα ή αντικείμενο που συνεπάγεται διαρκή και εξακολουθηματική παρενόχληση του νομέα στην άσκηση της νομής [ΑΠ 1717/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ – Γεωργιάδης – Σταθόπουλος «Αστικός Κώδικας» – αρ. 984, αριθμ. 1-3 και 5 σ. 258-259 – Βαθρακοκοίλης, «Αναλυτική Ερμηνεία – Νομολογία Αστικού Κώδικα» εκδ. 1994, άρθρο. 984 σ. 1393 – Βαθρακοκοίλης, «ΕΡΝΟΜΑΚ», εκδ. 2007, άρθρο. 984 αριθμ. 6 και 9 σ. 208-209], ΠΠρΓρεβ 48/1989 ΝΟΜΟΣ, ΕιρΛαρ 175/2004 ΝΟΜΟΣ.
[4] ΕφΘεσ 424/1958 Αρμ 13, 223 – ΕιρΧαν 101/2014 ΝΟΜΟΣ
[5] π.χ. αφαίρεση, κοπή και καταστροφή περίγραξης, πλεγμάτων, πόρτας, λουκέτων, δένδρων, φυτών κλπ.
[6] ΜπρΚαρδίτσας 128/2014 εις http://www.vrodosandreas.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=420%3Asynnomi-prosvoli-apo-synnomea-oria-xrisis-kai-apovoli-oionei-nomi-kai-katoxi-994ak-armodiotita-asfalistika-kai-efesi&Itemid=254
[7] βλ.ΕιρΧαν 101/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 393/1999 ΕλΔ 40.1744, ΑΠ 1602/1981 ΝοΒ 30.927
[8] βλ. Δημήτρη Χ. Μακρή, ο.π., σ. 25-27, Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, Αθήνα 2006, τ. Δ’ σ. 269, ΑΠ 604/1964 ΝΟΒ 13, 302 – ΜπρΧαν 36/2012 ΝοΒ 2012, 1758 – ΜπρΚεφαλλονιάς 236/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ – ΕιρΡόδου 81/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΡεθυμν 15/2003 ΝΟΜΟΣ, ΕιρΘεσσαλ 1414/1994 ΝΟΜΟΣ, ΕιρΛαρ 175/2004 ΝΟΜΟΣ.
[9] βλ. EιρΛαρ 175/2004 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2005, 170 [απέρριψε την αίτηση σε κάθε περίπτωση ως νομικά αβάσιμη], ΜΠΡ ΚΕΦΑΛ (ΑΣΦ) 236/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕΙΡ ΠΑΡΟΥ 25/1990 ΑΡΧΝ/1992 (742) [«Εάν η προσβολή εκ μέρους του συννομέα συνίσταται στη μερική ή ολική αποβολή από το πράγμα τότε ο συννομέας προστατεύεται με βάση τις διατάξεις για την προστασία της νομής (αρμόδιο, συνεπώς το Ειρηνοδικείο για τη λήψη των ασφαλιστικών μέτρων). Το αίτημα, όμως, της απαγόρευσης κάθε μελλοντικής διατάραξης τηνς συννομής των αιτούντων με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης κρίνεται απορριπτέο ως νόμω αβάσιμο, γιατί σύμφωνα με το αρ. 994 παρ. 2 ΑΚ στις σχέσεις μεταξύ συννομέων δεν παρέχεται η προστασία από τη νομή εφόσον πρόκειται για τα όρια της χρήσης του πράγματος που αρμόζει στον καθένα, δηλ. όταν η προσβολή φτάνει μόνο μέχρι τη διατάραξη της συννομής.»], ΕιρΜυτιλ 12/1987 ΑΡΧΝ/1989(352), ΑΠ 604/1964 ΝοΒ 13.302
[10] βλ. Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ, ο.π., τ. Δ΄, σ. 270-272 – Δημήτρη Χ. Μακρή, ο.π., σ. 48 – Μπόσδα «Κοινή νομή και προστασία της» εις ΝΟΒ 8, σ. 1029 – ΕιρΛαρ 175/2004 ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ, ΠΠρΓρεβ 48/1989 ΝΟΜΟΣ.
[11] Βλ. 44/1999 ΕιρΚαλλιθ ΝΟΜΟΣ
[12] ΕΙΡ ΡΕΘΥΜΝ 15/2003 DE LEGE 2005/109, ΕιρΔραμ 144/1983 NoB 1983 (1404), ΜΠρΚεφαλ 236/2012 ΝΟΜΟΣ
[13] βλ. Ειρ Ξηρομ 2/2005 ΑΡΧΝ 2005/531, ομοίως βλ. Ειρ Ανδρ 1/2002 ΑΡΧΝ 2005/71, Ειρ Ελατείας 12/2001 ΑΡΜ 2002/1604 και ΑΡΧΝ 20036/259, Ειρ Μυτιλ 57/1998 ΑΡΧΝ/1998 [571], ΕιρΚυθηρ 9/1991 ΑΡΧΝ/1992 [248], Ειρ Ξηρομ 5/2005, βλ. επίσης Βαθρακοκοίλη ό.π. σ. 260-261
ΝΕΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ (ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ) ΣΥΝΑΙΝΕΤΙΚΟΥ ΔΙΑΖΥΓΙΟΥ
Με το νόμο 4509/2017 μεταβάλλεται η διαδικασία συναινετικού διαζυγίου (τροποποιηθέντων με το άρθρο 22 του νόμου των άρθρων 1438 και 1441 του Αστικού Κώδικα). Πλέον – δηλαδή από 22.12.2017 και μετά – η διαδικασία του συναινετικού διαζυγίου δεν είναι δικαστική, αλλά συμβολαιογραφική. Απαιτείται η υπογραφή από τους συζύγους συμφωνίας λύσης του γάμου και συμφωνίας ρύθμισης της επιμέλειας, επικοινωνίας και διατροφής των ανήλικων τέκνων (εφόσον υπάρχουν), υποβολή αυτών σε συμβολαιογράφο, που με πράξη του βεβαιώνει τη λύση του γάμου και επικυρώνει τις συμφωνίες, και κατάθεση της συμβολαιογραφικής πράξης στο αρμόδιο ληξιαρχείο. Πιο συγκεκριμένα, απαιτείται:
1. έγγραφη συμφωνία των συζύγων για τη λύση του γάμου, την οποία προσυπογράφουν οι δικηγόροι τους ή μόνον οι τελευταίοι, εφόσον έχουν εξουσιοδοτηθεί σχετικώς με ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, η ημερομηνία του οποίου δεν πρέπει να απέχει πάνω από ένα μήνα από την υπογραφή της συμφωνίας λύσης του γάμου. Σε αντίθεση με το προϊσχύον καθεστώς, η νέα διάταξη
α. κάνει λόγο για παρουσία κατά την κατάρτιση της συμφωνίας πληρεξουσίου δικηγόρου για καθέναν από τους συζύγους, πράγμα που, κατά θεωρούμε πως σημαίνει ότι τα μέρη δεν μπορούν να εκπροσωπηθούν από κοινό δικηγόρο (ως γινόταν δεκτό στο παρελθόν).
β. δεν θέτει ως προϋπόθεση για την έκδοση συναινετικού διαζυγίου να έχει διαρκέσει ο γάμος τουλάχιστον έξι (6) μήνες.
γ. ορίζει πως η συμφωνία αυτή θα πρέπει να απέχει τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες από την κατάρτιση της συμβολαιογραφικής πράξης λύσης του γάμου (βλ. κατωτέρω), πράγμα που αποδεικνύεται με τη θεώρηση του γνησίου της υπογραφής των συζύγων από τη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου της έδρας του συμβολαιογράφου που θα καταρτίσει τη συμβολαιογραφική πράξη. Γεννάται το ερώτημα αν η ως άνω θεώρηση του γνησίου της υπογραφής θα απαιτείται σε κάθε περίπτωση, αλλά και για ποιο λόγο δεν επέλεξε ο νομοθέτης να συντάσσεται μία και μόνη συμφωνία, με την οποία θα ρυθμίζονταν όλα τα κρίσιμα ζητήματα (λύση γάμου, επιμέλεια, επικοινωνία, διατροφή τέκνων), ενώπιον του ασκούντος δημόσια εξουσία συμβολαιογράφου.
2. εφόσον υπάρχουν ανήλικα τέκνα, έγγραφη συμφωνία (χωριστή από τη συμφωνία λύσης του γάμου ή περιλαμβανόμενη στο ίδιο έγγραφο), με την οποία τα μέρη ρυθμίζουν τα της επιμέλειας, επικοινωνίας και διατροφής των τέκνων. Σε αντίθεση με το προϊσχύον καθεστώς
α. και η συμφωνία αυτή πρέπει να υπογράφεται από τους πληρεξουσίους δικηγόρους των μερών (με τους ίδιους όρους υπογραφής της συμφωνίας λύσης του γάμου),
β. στη συμφωνία αυτή θα πρέπει να ρυθμίζεται και το ζήτημα της διατροφής των τέκνων, πράγμα που ήταν προαιρετικό στο παρελθόν. Κατά την άποψή μας αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να συμφωνείται αναγκαίως ποσό καταβαλλομένης διατροφής, αλλά επιτρέπεται η συμφωνία μηδενικής διατροφής.
γ. η συμφωνία έχει ισχύ για τουλάχιστον δύο (2) έτη. Με το παλαιό καθεστώς η συμφωνία ίσχυε μέχρις ότου τα ζητήματα αυτά ρυθμισθούν δικαστικώς, εφόσον κάποιος των γονέων προσέφευγε στη Δικαιοσύνη. Τα μέρη, βεβαίως, μπορούν να ορίσουν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ισχύος της συμφωνίας τους για την επιμέλεια, επικοινωνία και διατροφή των τέκνων, ενώ ρητώς ορίζεται στη νέα διάταξη ότι μετά τη λήξη ισχύος της συμφωνίας, τα μέρη – αντί να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη ή να εφαρμόσουν κάποια άτυπη μεταξύ τους συμφωνία – μπορούν να ρυθμίσουν εκ νέου τα εν λόγω ζητήματα με νέα συμφωνία, ακολουθώντας την ίδια διαδικασία (έγγραφη συμφωνία και συμβολαιογραφική επικύρωση, ως κατωτέρω).
3. κατάρτιση συμβολαιογραφικής πράξης (δέκα τουλάχιστον ημέρες μετά την υπογραφή της συμφωνίας λύσης του γάμου) με την οποία βεβαιώνεται η λύση του γάμου και επικυρώνονται οι ανωτέρω υπό §§1 και 2 συμφωνίες, που θα πρέπει να ενσωματωθούν στο συμβολαιογραφικό έγγραφο. Η συμβολαιογραφική πράξη υπογράφεται από τους συζύγους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους ή μόνον από τους τελευταίους, εφόσον έχουν εξουσιοδοτηθεί σχετικώς με ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, η ημερομηνία του οποίου δεν απέχει της κατάρτισης της συμβολαιογραφικής πράξης πάνω από ένα μήνα. Κατά το προϊσχύον καθεστώς, η λύση του γάμου και η επικύρωση των συμφωνιών των συζύγων γινόταν από το Μονομελές Πρωτοδικείο.
4. κατάθεση του συμβολαιογραφικού εγγράφου στο ληξιαρχείο όπου έχει καταχωρισθεί η σύσταση του γάμου, δια της οποίας επέρχεται και η λύση του γάμου. Με το προϊσχύον καθεστώς, η λύση του γάμου επερχόταν αφότου τα μέρη παραιτούνταν του δικαιώματος να ασκήσουν ένδικα μέσα (έφεση, αναίρεση, αναψηλάφηση) κατά της απόφασης κήρυξης της λύσης του γάμου, ανεξαρτήτως καταχώρισης ή μη στο ληξιαρχείο. Έτσι, με τη νέα ρύθμιση, αν τα μέρη αμελήσουν να καταθέσουν την συμβολαιογραφική πράξη λύσης του γάμου στο ληξιαρχείο, θα εξακολουθούν να είναι σύζυγοι (ενώ στο παρελθόν απλώς αδυνατούσαν να λάβουν ενημερωμένα πιστοποιητικά για την οικογενειακή τους κατάσταση και απειλούνταν με διοικητικό πρόστιμο καθυστερημένης υποβολής των δικαιολογητικών λύσης του γάμου στο ληξιαρχείο). Η συμβολαιογραφική πράξη με την οποία επικυρώνεται η συμφωνία για την επιμέλεια, την επικοινωνία και τη διατροφή των τέκνων είναι εκτελεστή (δηλαδή, μπορούν τα μέρη να εξαναγκασθούν να την εφαρμόσουν), όπως ίσχυε στο παρελθόν για τη δικαστική απόφαση λύσης του γάμου και επικύρωσης των συμφωνιών των συζύγων. Ρητώς δε ορίζεται ότι η παραβίαση της συμφωνίας για την επικοινωνία και τη διατροφή που κυρώθηκε συμβολαιογραφικώς διώκεται ποινικώς (σύμφωνα με το, επίσης, τροποποιηθέν – με το άρθρο 27 ν. 4509.2017 – άρθρο 358 του Ποινικού Κώδικα).
5. ειδικώς επί θρησκευτικού γάμου (προφανώς ο νομοθέτης εννοεί χριστιανικού) ορίζεται ως υποχρεωτική και η προηγούμενη πνευματική λύση του γάμου. Προς τούτο απαιτείται η υποβολή αίτησης στον αρμόδιο κατά τόπον Εισαγγελέα Πρωτοδικών με αντίγραφο της συμβολαιογραφικής πράξης λύσης του γάμου, ώστε ο Εισαγγελέας να παραγγείλει την (πνευματική) λύση του γάμου προς την Ιερά Μητρόπολη όπου ανήκει ο ναός όπου τελέστηκε ο γάμος. Δεν διευκρινίζεται στη νέα διάταξη αν η πνευματική λύση πρέπει να προηγηθεί της κατάθεσης στη συμβολαιογραφικής πράξης λύσης του γάμου στο ληξιαρχείο (με το παλαιό καθεστώς, κατά το οποίο τα ληξιαρχεία δεν παραλάμβαναν τα δικαιολογητικά λύσης του γάμου, αν δεν συνοδεύονταν από διαζευκτήριο εκδοθέν από την αρμόδια Μητρόπολη). Αν δεχθούμε, όμως, ότι η πνευματική λύση του γάμου αποτελεί προαπαιτούμενο για την καταχώριση της λύσης αυτού στο Ληξιαρχείο, η οποίο πλεόν δεν έχει δηλωτικό, αλλά συστατικό χαρακτήρα (με αυτήν, δηλαδή, επέρχεται η λύση), τότε η Εκκλησία αποκτά αρμοδιότητα ως προς την «κοσμική» λύση του γάμου, πράγμα που φρονούμε ότι δεν συνάδει προς τον διαχωρισμό Εκκλησίας – Κράτους.
Σημειώνεται πως η νέα διαδικασία δεν καταλαμβάνει εκκρεμείς αιτήσεις συναινετικού διαζυγίου που έχουν κατατεθεί μέχρι και την ισχύ του νόμου 4509/2017 (22.12.2017) στα δικαστήρια. Ως προς τις τελευταίες ισχύει η παλαιά διαδικασία. Ωστόσο, οι διάδικοι μπορούν να παραιτηθούν της κατατεθειμένης αιτήσεως και να ακολουθήσουν τη νέα (συμβολαιογραφική) διαδικασία. Η τελευταία είναι σίγουρα ταχύτερη (αφού δεν απαιτείται η αναμονή της δικασίμου και της εκδόσεως αποφάσεως). Απομένει να δούμε πως θα εφαρμοσθεί στην πράξη η νέα διαδικασία.
ΣΩΚΕΔ – 25.12.2017
Χρήση μουσικών, θεατρικών, οπτικοακουστικών έργων & χορογραφιών στην εκπαίδευση
Στην Ελλάδα, το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται από το Ν. 2121/93. Στο άρθρο 2 του νόμου αυτού απαριθμούνται ενδεικτικά τα έργα που καταλαμβάνονται από το αντικείμενο του δικαιώματος. Τα οπτικοακουστικά έργα, οι μουσικές συνθέσεις, τα θεατρικα έγρα, οι χορογραφίες αναφέρονται ρητώς στην διάταξη. Επομένως, τα πνευματικά δικαιώματα επ’ αυτών των έργων προστατεύονται, εφόσον, βέβαια, τα έργα παρουσιάζουν πρωτοτυπία, προϋπόθεση απαραίτητη για την ενεργοποίηση των διατάξεων περί προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας.Το δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας αναλύεται σε δυο επιμέρους δικαιώματα, το περιουσιακό και το ηθικό (άρθρο 1 ν. 2121/93). Το πρώτο έχει οικονομική αξία και είναι δεκτικό εκμετάλλευσης, ενώ το δεύτερο έχει προσωπικό χαρακτήρα και αποσκοπεί στην προστασία τον προσωπικού δεσμού του δημιουργού με το έργο του. Τα δικαιώματα αυτά είναι αποκλειστικά και απόλυτα και περιλαμβάνουν τις εξουσίες που απαριθμούνται ενδεικτικά στα άρθρα 3 και 4 του νόμου.[1]
Στο τέταρτο κεφάλαιο του νόμου προβλέπονται περιορισμοί ως προς το περιουσιακό δικαίωμα του δημιουργού. Ένας εκ των περιορισμών τίθεται προς όφελος της εκπαιδευτικής δραστηριότητας [άρθρο 21]. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι επιτρέπεται, χωρίς την άδεια του δημιουργού και χωρίς αμοιβή, η αναπαραγωγή άρθρων νομίμως δημοσιευμένων σε εφημερίδα ή σε περιοδικό, σύντομων αποσπασμάτων έργου ή τμημάτων σύντομου έργου ή έργου των εικαστικών τεχνών νομίμως δημοσιευμένου, εφόσον γίνεται αποκλειστικά για τη διδασκαλία ή για τις εξετάσεις σε εκπαιδευτικό ίδρυμα, στο μέτρο που δικαιολογείται από τον επιδιωκόμενο σκοπό, είναι σύμφωνη με τα χρηστά ήθη και δεν εμποδίζει την κανονική εκμετάλλευση του έργου.[2] Η αναπαραγωγή πρέπει να συνοδεύεται από την ένδειξη της πηγής και των ονομάτων του δημιουργού και του εκδότη, εφόσον τα ονόματα αυτά εμφανίζονται στην πηγή.
Ζήτημα ανακύπτει κατά πόσον ο ως άνω περιορισμός του περιουσιακού δικαιώματος καταλαμβάνει και τα οπτικοακουστικά έργα, τις χορογραφίες και τα θεατρικά και μουσικά έργα. Σχετικώς επικρατεί διχογνωμία στην θεωρία. Κάποιοι συγγραφείς δέχονται ότι ο νομοθέτης χρησιμοποίησε μια γενική διατύπωση (αναφερόμενος σε «έργο») προκειμένου η διάταξη να περιλαμβάνει κάθε έργο που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2 παρ. 1 και 2 και το οποίο μπορεί να εξυπηρετεί τη διαδικασία της διδασκαλίας,[3] ενώ άλλοι θεωρούν ότι ο νομοθέτης αναφέρεται μόνο σε έργα λόγου και εικαστικά έργα.[4] Το θέμα δεν φαίνεται να έχει απασχολήσει μέχρι σήμερα την ελληνική νομολογία.
Αξίζει, ωστόσο το ζήτημα να εξετασθεί και υπό το πρίσμα του άρθρου 27 του ως άνω νόμου, με το οποίο εισάγεται ένας ακόμη περιορισμός του περιουσιακού δικαιώματος για λόγους κοινωνικής σκοπιμότητας. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, επιτρέπεται, χωρίς την άδεια του δημιουργού και χωρίς αμοιβή, η δημόσια παράσταση ή εκτέλεση έργου: α) σε περίπτωση επισήμων τελετών, στο μέτρο που δικαιολογείται από τη φύση αυτών των τελετών, β) στο πλαίσιο της δραστηριότητας εκπαιδευτικών ιδρυμάτων από το προσωπικό και τους μαθητές ή σπουδαστές του ιδρύματος εφόσον το κοινό απαρτίζεται αποκλειστικά από αυτούς ή από τους γονείς των μαθητών ή σπουδαστών ή όσους έχουν την επιμέλεια αυτών ή όσους συνδέονται άμεσα με τις δραστηριότητες του ιδρύματος. «Δημόσια παράσταση ή εκτέλεση» συνιστά κάθε ενέργεια που καθιστά το έργο προσιτό στο κοινό χωρίς την δημιουργία νέων υλικών υποστρωμάτων. Απαιτείται η εκτέλεση του έργου από ερμηνευτή καλλιτέχνη είτε ζωντανά (άμεση εκτέλεση) όπως π.χ. συναυλία, απαγγελία, θεατρική παράσταση, κλπ, είτε με παρεμβολή μηχανικού μέσου (έμμεση εκτέλεση), όπως κινηματογραφική μηχανή, μετάδοση με μεγάφωνα, κλπ.[5] Δημόσια εκτέλεση αποτελεί και η ραδιοτηλεοπτική μετάδοση, αλλά ο νομοθέτης την ανάγει σε ιδιαίτερη εξουσία, άρθρο 3 παρ. 1 ζ’.[6] «Εκπαιδευτικά ιδρύματα» δε είναι εκείνα της πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, είτε είναι δημόσια είτε είναι ιδιωτικά, ακόμη και τα φροντιστήρια[7], τα ωδεία, και οι σχολές χορού του ν. 1158/1981 (ήτοι οι ανώτερες επαγγελματικές σχολές χορού, αλλά και οι ερασιτεχνικές, δοθέντος ότι τυγχάνουν κρατικής αναγνώρισης)[8]. Έτσι, έχει γίνει δεκτό ότι επιτρέπεται (χωρίς άδεια από και αμοιβή του δημιουργού) η χρήση μουσικών έργων στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών αναγκών των μαθητών αναγνωρισμένης σχολής χορού, και ειδικότερα όταν πρόκειται για εκτέλεση που γίνεται στο πλαίσιο της διδασκαλίας του μαθήματος χορού στους σπουδαστές ή μαθητές με την επίβλεψη του καθηγητή.[9] Εφόσον επιτρέπεται η χρήση και η εκτέλεση μουσικών έργων στα πλαίσια των εκπαιδευτικών αναγκών των μαθητών, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι επιτρέπεται και η χρήση και εκτέλεση οποιουδήποτε έργου, άρα και οπτικοακουστικών έργων, χορογραφιών και μουσικών/θεατρικών παραστάσεων κατά τη διδασκαλία σε σπουδαστές ή μαθητές[10].
Δεδομένου, λοιπόν, ότι ο ίδιος ο νομοθέτης, αφενός, αναγνωρίζει επί της αρχής την εκπαίδευση ως δικαιολογούσα την εισαγωγή περιορισμών στο περιουσιακό δικαίωμα του δημιουργού (έστω και για ορισμένα – αν όχι για όλα – τα έργα), αφετέρου δε ορίζει ρητώς πως η δημόσια παράσταση ή εκτέλεση έργων στο πλαίσιο της δραστηριότητας εκπαιδευτικών ιδρυμάτων επιτρέπεται χωρίς την άδεια του δημιουργού και χωρίς αμοιβή αυτού, φρονούμε πως θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η χρησιμοποίηση οποιουδήποτε πνευματικού δημιουργήματος στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας (αυστηρώς) δεν απαιτεί άδεια και αμοιβή του δημιουργού (ή των λοιπών δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων), πάντα με τις προϋποθέσεις και περιορισμούς των άρθρων 21 και 27 του ν. 2121/1997.
Ελένη Παύλου – 17.11.2017
[1] Βλ. Καλλινίκου, Πνευματική Ιδιοκτησία και Συγγενικά Δικαιώματα, εκδόσεις Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2008, 3η έκδοση, σελ. 25 επ.
[2] Αναπαραγωγή είναι η παραγωγή ενός η περισσοτέρων αντιτύπων του έργου που συνήθως γίνεται με βάση την υλική ενσωμάτωση, η οποία πραγματοποιείται με την εγγραφή. Βλ. αναλυτικά Καλλινίκου, ο.π. και Συγγενικά Δικαιώματα, εκδόσεις Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2008, 3η έκδοση, σελ. 143 επ.
Ο περιορισμός του άρθρου 21 εφαρμόζεται και επί των συγγενικών δικαιωμάτων (άρθρο 52 β΄). Αυτό σημαίνει ότι επιτρέπεται η χωρίς την άδεια του ερμηνευτή καλλιτέχνη και χωρίς αμοιβή η περιστασιακή αναπαραγωγή σύντομου αποσπάσματος νόμιμης ερμηνείας ή εκτέλεσής του, εφόσον πρόκειται να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για τη διδασκαλία η για τις εξετάσεις σε εκπαιδευτικό ίδρυμα. Βλ. αναλυτικά Κοριατοπούλου/Αγγελή-Τσίγκου, Πνευματική Ιδιοκτησία Λημματογραφημένη ερμηνεία, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, έκδοση 2008, σελ. 34
[3] Βλ. Κοτσίρη-Σταματούδη, Νόμος για την Πνευματική Ιδιοκτησία Κατ’άρθρο ερμηνεία, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2009, σελ. 527 επ.
[4] Βλ. Κοριατοπούλου/Αγγελή-Τσίγκου, ο.π., σελ 32
[5] Η χρήση και η εκτέλεση έργων διαφέρει από την αναπαραγωγή, καθώς, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η τελευταία προϋποθέτει την παραγωγή αντιτύπων, ενέργεια που δεν περιλαμβάνεται στην έννοια της εκτέλεσης (βλ. Γνμδ ΝΣΚ 243/1999].
[6] Βλ. Κοριατοπούλου/Αγγελή-Τσίγκου, Πνευματική Ιδιοκτησία Λημματογραφημένη ερμηνεία, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, έκδοση 2008, σελ 107
[7] Βλ. Κοτσίρη-Σταματούδη, Νόμος για την Πνευματική Ιδιοκτησία Κατ’άρθρο ερμηνεία, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2009, σελ. 532 επ. και βλ. Καλλινίκου, Πνευματική Ιδιοκτησία και Συγγενικά Δικαιώματα, εκδόσεις Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2008, 3η έκδοση, σελ. 252
[8] βλ. Γνωμοδότηση ΝΣΚ 243/1999 για τη χρήση μουσικών έργων σε σχολές χορού.
[9] ο.π.. Από την γνωμοδότηση προκύπτει ότι η χρήση και η εκτέλεση έργων διαφέρει από την αναπαραγωγή, καθώς, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η τελευταία προϋποθέτει την παραγωγή αντιτύπων, ενέργεια που δεν περιλαμβάνεται στην έννοια της εκτέλεσης.
[10] βλ. ο.π.
Mediation ( Διαμεσολάβηση ) στην Ελλάδα
Oρισμός-Γενικά:
Η διαμεσολάβηση είναι η υποβοηθούμενη από τρίτο άτομο διαπραγμάτευση μεταξύ δύο ή περισσοτέρων μερών με σκοπό την από κοινού εύρεση λύσης της διαφοράς εξωδίκως. Αποτελεί μία από τις εναλλακτικές μεθόδους επίλυσης διαφορών (Alternative Dispute Resolution), κατά την οποία τα μέρη οδηγούνται από μόνα τους, με την βοήθεια του διαμεσολαβητή, στην λήψη απόφασης για την επίλυση της διαφοράς τους. Ο διαμεσολαβητής είναι ένα τρίτο σε σχέση με τα μέρη πρόσωπο, το οποίο έχει επιλεγεί από αυτά και είναι ειδικά εκπαιδευμένο και κατηρτισμένο, ώστε να διευκολύνει την διαδικασία. Ουσιαστικά, διατηρεί τις ισορροπίες, ελέγχει την ροή της διαδικασίας, εξομαλύνει τις αντιθέσεις, εξασφαλίζει την ισότιμη συμμετοχή των μερών, προωθεί το διάλογο και τις διαπραγματεύσεις με σκοπό να βρεθεί η επιθυμητή λύση. Τα μέρη είναι συνήθως ελεύθερα να επιλέξουν την διαδικασία της διαμεσολάβησης, καθώς και τον διαμεσολαβητή.
Πλεονεκτήματα:
Τα πλεονεκτήματα της διαμεσολάβησης είναι πολλά, όπως π.χ. η ταχύτητα επίλυσης της διαφοράς, η αποτελεσματικότητα της καταληκτικής συμφωνίας( εφόσον είναι προϊόν της βούλησης των μερών), η αποφυγή μιας ψυχοφθόρας, μακροχρόνιας αντιδικίας, η αποκατάσταση των σχέσεων των εμπλεκόμενων μερών, το απόρρητο της διαδικασίας, η αμεροληψία-ουδετερότητα του διαμεσολαβητή, καθώς και το σχετικά χαμηλό κόστος.
Τι ισχύει στην Ελλάδα:
Στην Ελλάδα, ο θεσμός της Διαμεσολάβησης εισήχθη με το Ν. 3898/2010, με τον οποίο ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο η κοινοτική οδηγία 2008/52/ΕΚ. Ο θεσμός της διαμεσολάβησης δε θα πρέπει να συγχέεται με τη διαδικασία της Διαιτησίας, η οποία αποτελεί άλλη μία από τις εναλλακτικές μεθόδους επίλυσης διαφορών, ενώ θα πρέπει να διακρίνεται και από τον θεσμό της δικαστικής μεσολάβησης που προβλέπεται από το άρθρο 214Β του ΚΠολΔ, ο οποίος αποτελεί μεν διαδικασία προσπάθειας επίλυσης της διαφοράς, εντός, όμως, των πλαισίων του δικαστικού συστήματος και με τη συμμετοχή δικαστή.
Ν. 3898/2010 Περιγραφή Διαδικασίας:
Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ 2β του νόμου, ως διαμεσολάβηση νοείται διαρθρωμένη διαδικασία ανεξαρτήτως ονομασίας, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς επιχειρούν εκουσίως να επιλύσουν µε συμφωνία τη διαφορά αυτή µε τη βοήθεια διαμεσολαβητή. Στη διαμεσολάβηση μπορούν να υπαχθούν όλες οι ιδιωτικού δικαίου διαφορές, εφόσον τα μέρη έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς. Τα μέρη συνήθως επιλέγουν ελεύθερα την υπαγωγή της διαφοράς σε διαμεσολάβηση, εκτός εάν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 3. Ο διαμεσολαβητής επιλέγεται είτε από τα μέρη είτε από τρίτο πρόσωπο της επιλογής τους. Η διαδικασία της διαμεσολάβησης καθορίζεται από τον διαμεσολαβητή σε συνεννόηση µε τα μέρη, τα οποία μπορούν να τερματίσουν τη διαδικασία διαμεσολάβησης οποτεδήποτε επιθυμούν. Η διαδικασία της διαμεσολάβησης έχει εμπιστευτικό χαρακτήρα και δεν τηρούνται πρακτικά. Ο διαμεσολαβητής μπορεί να επικοινωνεί και να συναντάται στο πλαίσιο της διαμεσολάβησης µε καθένα από τα μέρη. Πληροφορίες που αντλεί ο διαμεσολαβητής κατά τις επαφές αυτές µε το ένα μέρος δεν κοινολογούνται στο άλλο μέρος χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του (άρθρο 8). Επιπλέον, η διαμεσολάβηση πρέπει να διεξάγεται κατά τρόπο που να µην παραβιάζει το απόρρητο αυτής, εκτός αν τα μέρη συμφωνήσουν άλλως. Πριν από την έναρξη της διαδικασίας όλοι οι συμμετέχοντες δεσμεύονται εγγράφως να τηρήσουν το απόρρητο της διαδικασίας. Τα μέρη, εφόσον το επιθυμούν, δεσμεύονται εγγράφως να τηρήσουν και το απόρρητο του περιεχομένου της συμφωνίας, στην οποία ενδέχεται να καταλήξουν κατά τη διαμεσολάβηση, εκτός αν η κοινολόγηση του περιεχομένου της εν λόγω συμφωνίας είναι απαραίτητη για την εκτέλεση αυτής, σύμφωνα µε το άρθρο 9 παράγραφος 3. Οι διαμεσολαβητές, τα μέρη, οι πληρεξούσιοι αυτών και όσοι άλλοι συμμετέχουν στη διαδικασία διαμεσολάβησης δεν εξετάζονται ως μάρτυρες. Όλοι οι ανωτέρω δεν υποχρεούνται να προσκομίσουν σε επακολουθούσες δίκες ή διαιτησίες στοιχεία που προκύπτουν από διαδικασία διαμεσολάβησης ή έχουν σχέση µε αυτήν, παρά µόνο εφόσον τούτο επιβάλλεται από κανόνες δημόσιας τάξης, κυρίως για να εξασφαλιστεί η προστασία των ανηλίκων ή για να αποφευχθεί ο κίνδυνος να θιγεί η σωματική ακεραιότητα ή ψυχική υγεία προσώπου (άρθρο 10).
Συμφωνία (άρθρο 9):
Στην περίπτωση που η διαμεσολάβηση οδηγήσει σε συμφωνία, ο διαμεσολαβητής συντάσσει ένα πρακτικό το οποίο περιέχει τα εξής στοιχεία: το όνομα και το επώνυμο του διαμεσολαβητή, τον τόπο και τον χρόνο της διαμεσολάβησης, τα ονόματα και τα επώνυμα εκείνων που έλαβαν μέρος στην διαδικασία διαμεσολάβησης, τη συμφωνία για τη διαμεσολάβηση, βάσει της οποίας διεξήχθη η διαμεσολάβηση και τη συμφωνία στην οποία κατέληξαν τα μέρη κατά τη διαμεσολάβηση ή τη διαπίστωση της αποτυχίας της διαμεσολάβησης, καθώς και την αιτία της διαφοράς. Στο τέλος της διαμεσολάβησης, το πρακτικό υπογράφεται από τον διαμεσολαβητή, τα μέρη και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους. Εάν έστω ένα μέρος το ζητήσει, το πρωτότυπο κατατίθεται με επιμέλεια του διαμεσολαβητή στη γραμματεία του μονομελούς πρωτοδικείου της περιφέρειας, όπου διεξήχθη η διαμεσολάβηση. Από την κατάθεση στη γραμματεία του μονομελούς πρωτοδικείου το πρακτικό διαμεσολάβησης, εφόσον περιέχει συμφωνία των μερών για ύπαρξη αξίωσης που μπορεί να εκτελεσθεί αναγκαστικά, αποτελεί εκτελεστό τίτλο σύμφωνα µε το άρθρο 904 παράγραφος 2 εδάφιο γ΄ ΚΠολΔ.
Αμοιβή Διαμεσολαβητή (άρθρο 12):
Ο διαμεσολαβητής αμείβεται µε ωριαία αντιμισθία και για 24 κατ’ ανώτατο όριο ώρες, στις οποίες περιλαμβάνεται και ο χρόνος προετοιμασίας του για τη διαδικασία της διαμεσολάβησης. Τα μέρη και ο διαμεσολαβητής μπορούν να συμφωνήσουν διαφορετικό τρόπο αμοιβής. Η αμοιβή του διαμεσολαβητή βαρύνει τα μέρη κατ’ ισομοιρία, εκτός αν τα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Κάθε μέρος βαρύνεται µε την αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου του. Το ύψος της ωριαίας αντιμισθίας της παραγράφου 1 καθορίζεται και αναπροσαρμόζεται µε απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Σχετική νομοθεσία:
- Ν. 3898/2010
- Οδηγία 2008/52/ΕΚ
- Π.Δ. 123/2011 « Καθορισμός όρων και προϋποθέσεων αδειοδότησης και λειτουργίας φορέων κατάρτισης διαμεσολαβητών σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»
- Υ.Α 28583 « Χορήγηση άδειας λειτουργίας φορέα κατάρτισης διαμεσολαβητών»
- Υ.Α. 109088/2011 « Διαδικασία αναγνώρισης τίτλων διαπίστευσης διαμεσολαβητών- Θέσπιση Κώδικα Δεοντολογίας Διαπιστευμένων Διαμεσολαβητών και καθορισμός κυρώσεων για παραβάσεις αυτού»
- Ευρωπαϊκός Κώδικας Δεοντολογίας Διαμεσολαβητών
- Υ.Α. 34801/2012 « Κανονισμός Λειτουργίας της Επιτροπής Πιστοποίησης Διαμεσολαβητών»
- Υ.Α. 34802/2012 « Κανονισμός Λειτουργίας της Επιτροπής Υποψηφίων Διαμεσολαβητών και καθορισμός διαδικασίας ελέγχου των Φορέων Κατάρτισης Διαμεσολαβητών και Διαπιστευμένων Διαμεσολαβητών»
- Υ.Α. 109087/2011 «Συγκρότηση Επιτροπής Πιστοποίησης Διαμεσολαβητών»
- Υ.Α. 1460/2012 « Καθορισμός αμοιβής του Διαμεσολαβητή»
- Υ.Α. 85485/2012 «Καθορισμός παραβόλων Διαμεσολάβησης»
Ελένη Παύλου 27.11.2017
Απαλλαγή από το τέλος επιτηδεύματος των γραφείων ή υποκαταστημάτων αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιρειών εγκατεστημένων στην Ελλάδα βάσει του άρθρου 25 ν. 27/1975
Με τη Γνωμοδότηση 324.2016 το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους γνωμοδότησε κατά πλειοψηφία ότι απαλλάσσονται του τέλος επιτηδεύματος του άρθρου 31 του ν. 3986/2011 τα γραφεία ή υποκαταστήματα αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιρειών που εγκαθίστανται στην Ελλάδα βάσει των διατάξεων του άρθρου 25 του ν. 27/1975. Το κείμενο της γνωμοδότηση εδώ.
Περί Ετεροδικίας
Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 3 του ΚΠολΔ «στη δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Εξαιρούνται από τη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων οι αλλοδαποί που έχουν ετεροδικία, εκτός αν πρόκειται για διαφορές που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 29 ΚΠολΔ», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 4 ΚΠολΔ «τα δικαστήρια ερευνούν αυτεπαγγέλτως την έλλειψη δικαιοδοσίας στις περιπτώσεις των άρθρων 1 και 2 στις περιπτώσεις του άρθρου 3 την ερευνούν αυτεπαγγέλτως αν ο εναγόμενος δεν παρίσταται στην πρώτη συζήτηση ή αν πρόκειται για διαφορές, που αφορούν ακίνητα, που βρίσκονται στο εξωτερικό. Το δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση αν δεν έχει δικαιοδοσία».
Από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό και προς τους γενικώς παραδεδεγμένους, εθιμικής προελεύσεως, κανόνες του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου, συνάγεται ότι το προνόμιο της ετεροδικίας, της απαλλαγής, δηλαδή, από τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων γενικώς της αλλοδαπής πολιτείας απολαύουν και αλλοδαπά δημόσια ως υποκείμενα δικαίου και δημοσίων σχέσεων. Η απαλλαγή, όμως, αυτή δεν είναι απόλυτη, αλλά σχετική εκτεινόμενη μόνο επί των δημοσίου δικαίου σχέσεων των πολιτειών, δηλαδή για κάθε ενέργεια, πράξη ή σχέση με την οποία εκδηλώνεται η κυριαρχική και πολιτειακή εξουσία αυτών (imperium) και όχι και για τις ιδιωτικού δικαίου (συναλλακτικές) πράξεις ή ενέργειες της αλλοδαπής πολιτείας τις οποίες ενεργεί αυτή ως fiscus , καθώς στις τελευταίες η αλλοδαπή πολιτεία δεν εμφανίζεται ως ασκούσα πολιτειακή εξουσία, η οποία είναι ασυμβίβαστη με το χώρο του ιδιωτικού δικαίου, αλλά ως απλό υποκείμενο δικαίου συμβάλλεται ως ίση προς ίσον με άλλο υποκείμενο νομικό ή φυσικό πρόσωπο (jure gestionis) και επί των οποίων αποκλείεται η ετεροδικία προκειμένου να διαφυλαχθεί η έννοια της δικαιοσύνης στις διεθνείς σχέσεις .
Εξάλλου, και υπό το πλέγμα των διατάξεων της Σύμβασης της Βιέννης του 1961 «περί διπλωματικών σχέσεων», η οποία συνιστά εσωτερικό δίκαιο μετά την κύρωσή της με το ν.δ. 503/1970, προκύπτει ότι σκοπός των δι’ αυτών καθιερουμένων προνομίων και ασυλιών, μεταξύ των οποίων και η ετεροδικία, είναι όχι να ευνοήσει τα άτομα και κατ’ αναλογική επέκταση τα κράτη ως υποκείμενα δικαίου προς αποφυγή εκπληρώσεως των συμβατικών υποχρεώσεών τους, αλλά να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική εκπλήρωση των καθηκόντων των διπλωματικών αποστολών υπό την ιδιότητά τους ως εκπροσώπων των κρατών . Για παράδειγμα, «συνάγεται ότι υφίσταται δικαιοδοσία των ημεδαπών δικαστηρίων επί αγωγής δικηγόρου [για τη διεκδίκηση της αμοιβής του] εκ διεθνούς εννόμου σχέσεως εμμίσθου εντολής, εφόσον αυτή προδήλως δεν αποβλέπει στην εξασφάλιση της αποτελεσματικής εκπληρώσεως των καθηκόντων της διπλωματικής αποστολής, αλλά στην εκπροσώπηση αυτού τούτου του εναγομένου (Ιαπωνικού Δημοσίου) ως υποκειμένου δικαστικώς ή εξωδίκως κυρίως εις το πεδίο του ιδιωτικού δικαίου. Η λύση αυτή αποτρέπει τη δημιουργία καταστάσεων αποδοκιμαζομένων από το αίσθημα της ελληνικής εννόμου δημοσίας τάξεως, καθόσον η αντίθετη λύση θα επέτρεπε στο εναγόμενο (Ιαπωνικό Δημόσιο) ως εντολέα οχυρούμενον πίσω από το προνόμιο της ετεροδικίας να απορρίπτει τις υποχρεώσεις του» .
Τέλος, η οριοθέτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας κατά τις κρατούσες αρχές του διεθνούς δικαίου ανήκει στον εγχώριο νομοθέτη, και συνεπώς το αν στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για πράξη άσκησης πολιτειακής εξουσίας (jure imperii) που εκφράζει την κυριαρχία του κράτους ή για πράξη που αναφέρεται σε σχέσεις ιδιωτικού δικαίου (jure gestionis) κρίνεται κατά την lex fori, ήτοι ο χαρακτηρισμός των πράξεων αυτών κρίνεται, κατά την ορθότερη άποψη από τα δικαστήρια της πολιτείας που επιλαμβάνονται της σχετικής διαφοράς, σύμφωνα με το εσωτερικό της δίκαιο . Δεν αποκλείεται, όμως, η έλλειψη δικαιοδοσίας και για πράξεις ή ενέργειες της αλλοδαπής πολιτείας που ενεργεί ως fiscus, αν με τις δικαστικές ενέργειες θα επέλθει προσβολή των κυριαρχικών δικαιωμάτων του εναγομένου κράτους, οπότε εκτείνεται και σ’ αυτές το προνόμιο της ετεροδικίας της αλλοδαπής πολιτείας .
Αναστασία Κρητικού – 20.02.2017