Mεταβίβαση Ακινήτου της Κληρονομίας από τον Κληρονόμο με το Ευεργέτημα της Απογραφής
Όποιος καλείται ως κληρονόμος έχει το δικαίωμα να αποποιηθεί την κληρονομία μέσα σε τέσσερις μήνες από τότε που έμαθε την επαγωγή της σε αυτόν την κληρονομία και το λόγο της [ΑΚ 1847] 1. Σε περίπτωση που ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία του κατοικία στο εξωτερικό, καθώς και όταν ο κληρονόμος έμαθε την επαγωγή ενώ διέμενε στο εξωτερικό, η ανωτέρω προθεσμία είναι ετήσια [ΑΚ 1847 εδ. 2]. Άπρακτη πάροδος της προθεσμίας συνεπάγεται την αποδοχή της κληρονομίας. Η δήλωση αποποίησης γίνεται ενώπιον του γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας (σήμερα το Ειρηνοδικείο του τόπου κατοικίας του κληρονομούμενου κατά το χρόνο του θανάτου του – ΚΠολΔ 810).
Πρόδηλο είναι ότι ο κύριος λόγος αποποίησης της κληρονομίας είναι τα χρέη αυτής (=το παθητικό της κληρονομίας). Σε ορισμένες, όμως, περιπτώσεις, είτε δεν είναι εκ των προτέρων γνωστά τα χρέη της κληρονομίας και το μέγεθος αυτών, είτε, μολονότι υπάρχουν χρέη, τα κληρονομιαία περιουσιακά στοιχεία έχουν τέτοια αξία για τον κληρονόμο, ώστε η αποποίηση αυτών να φαντάζει εξαιρετικά επαχθής (π.χ. η σύζυγος και τα ανήλικα τέκνα που κληρονομούν ακίνητο, το οποίο αποτελεί την κύρια κατοικία τους, γύρω από την οποία έχουν οικοδομήσει όλη τη ζωή τους, χωρίς να έχουν δυνατότητα να ανεύρουν άλλη). Στις περιπτώσεις αυτές, ο κληρονόμος επιθυμεί να αποκτήσει την κληρονομία, θέλει, όμως, ταυτόχρονα να προστατευθεί έναντι των δανειστών του κληρονομούμενου περιορίζοντας την ευθύνη του στο μέτρο του δυνατού.
Έχει, λοιπόν, προβλεφθεί στο νόμο η δυνατότητα του κληρονόμου να δηλώσει – εντός της προθεσμίας που ορίζεται για την αποποίηση – στον γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας ότι αποδέχεται την κληρονομία με το ευεργέτημα της απογραφής [ΑΚ 1902] και να συντάξει απογραφή της κληρονομίας (ενεργητικού και παθητικού) εντός τεσσάρων μηνών από τη δήλωση αυτή [ΑΚ 1903], ακολουθώντας τη διαδικασία που ορίζεται στο νόμο. 2 Το «ευεργέτημα» συνίσταται στο ότι σε αντίθεση με τον «απλό» κληρονόμο, ο οποίος ευθύνεται και με την προσωπική περιουσία του [ΑΚ 1901] για τις υποχρεώσεις της κληρονομίας, ο εξ απογραφής κληρονόμος ευθύνεται μεν για τα χρέη της κληρονομίας μέχρις, όμως, του ύψους της αξίας του ενεργητικού αυτής (=της αξίας των περιουσιακών στοιχείων που την αποτελούν, δηλαδή των κινητών, ακινήτων, τίτλων, απαιτήσεων κ.λπ.) και όχι και με την προσωπική του περιουσία [ΑΚ 1904]. Με απλά λόγια: αν η κληρονομία έχει ενεργητικό αξίας 100.000 € και το παθητικό αυτής είναι 120.000 €, η ευθύνη του κληρονόμου εξαντλείται στις 100.000 € 3, οι δε δανειστές του κληρονομούμενου (της κληρονομίας, όπως λέμε) δεν μπορούν να επιδιώξουν ικανοποίηση των απαιτήσεών τους με αναγκαστική εκτέλεση επί περιουσιακών στοιχείων του κληρονόμου (π.χ. ακινήτου που αυτός ήδη είχε) πέραν εκείνων που κληρονόμησε. Διαχωρίζεται, λοιπόν, η κληρονομιαία περιουσία από την προσωπική περιουσία του εξ απογραφής κληρονόμου και λογίζονται ως χωριστά σύνολα, το καθένα με το δικό του ενεργητικό και το δικό του παθητικό [ΑΚ 1905].
Ο εξ απογραφής κληρονόμος διοικεί την κληρονομία ως χωριστή ομάδα περιουσίας, ευθύνεται έναντι των δανειστών αυτής για κάθε αμέλειά του και έχει υποχρέωση λογοδοσίας στους δανειστές αυτής για τα πεπραγμένα του [ΑΚ 1908]. Κατά τη διοίκηση αυτήν ο κληρονόμος οφείλει να τηρεί ορισμένες διατυπώσεις. Μία εξ αυτών συνίσταται στο ότι για την εκποίηση ακινήτων, δημόσιων χρεογράφων και μετοχών ή ομολογιών ανωνύμων εταιρειών απαιτείται προηγούμενη άδεια του δικαστηρίου της κληρονομίας (ΑΚ 1848, ΚΠολΔ 797). Εφόσον χορηγηθεί η άδεια, η εκποίηση γίνεται με πλειστηριασμό 4
Ποιες, όμως, είναι οι συνέπειες της εκποίησης των ανωτέρω κληρονομιαίων περιουσιακών στοιχείων από τον εξ απογραφής κληρονόμο χωρίς την τήρηση των διατυπώσεων του νόμου, χωρίς, δηλαδή, άδεια δικαστηρίου ή χωρίς τη διενέργεια πλειστηριασμού;
Όλες οι απόψεις συγκλίνουν στο ότι τοιαύτη εκποίηση συνεπάγεται την έκπτωση του κληρονόμου από το ευεργέτημα της απογραφής και την ευθύνη αυτού ως απλού κληρονόμου, ήτοι και με την προσωπική ου περιουσία. Αυτό ορίζεται ρητώς στην ΑΚ 1911§4. Μάλιστα, η έκπτωση επέρχεται ανεξαρτήτως υπαιτιότητας ή μη του κληρονόμου και ζημίας των δανειστών της κληρονομίας 5. Στασιάζεται, όμως, το κατά πόσον η εκποίηση αυτή καθ’ αυτή είναι ισχυρή.
Κατά μία άποψη, η εκποίηση είναι άκυρη ως αντικείμενη στην ΑΚ 1908, η οποία σκοπεί στην προστασία των δανειστών της κληρονομίας, εξ ου και την ακυρότητα μπορούν να επικαλεσθούν μόνον οι τελευταίοι (σχετική ακυρότητα) 6. Επιχείρημα υπέρ της απόψεως αυτής συνάγεται εκ του ότι μέχρι την έκπτωση από το ευεργέτημα οι δανειστές της κληρονομίας δεν μπορούν να στραφούν κατά της ατομικής περιουσίας του εξ απογραφής κληρονόμου. Ελλοχεύει, λοιπόν, ο κίνδυνος να αποξενωθεί αυτός των ατομικών περιουσιακών στοιχείων του και εν συνεχεία να προχωρήσει στην εκποίηση και των κληρονομιαίων ακινήτων, ουδέν καταλείποντας προς ικανοποίηση των κληρονομιαών δανειστών. 7
Κατ’ άλλη άποψη, η οποία εμφανίζεται επικρατέστερη, η εκποίηση είναι ισχυρή, αφού ο νόμος δεν επιβάλλει ρητώς την ακυρότητα αυτής (όπως π.χ. συμβαίνει επί εκποιήσεως ακινήτων ανηλίκου δίχως διατυπώσεις, βλ. 1528 ΑΚ), παρά μόνον την έκπτωση του κληρονόμου από το ευεργέτημα της απογραφής 8. Άλλωστε, ο εξ απογραφής κληρονόμος είναι κύριος των κληρονομιαίων, εκποιεί, επομένως, δικά του περουσιακά στοιχεία, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε άλλες περιπτώσεις όπου απαιτείται δικαστική άδεια, όπως εκείνη των ασκούντων τη γονική μέριμνα ανηλίκου ή του επιτρόπου ανηλίκου ή του δικαστικού συμπαραστάτη, οι οποίοι διοικούν ξένη περιουσία 9. Ας μην λησμονείται, ότι το ίδιο το ευεργέτημα σκοπεί στην προστασία του κληρονόμου, η απώλεια, λοιπόν, αυτού εξαιτίας δικών του ενεργειών δεν μπορεί παρά να έχει συνέπειες αποκλειστικά και μόνον για τον ίδιο 10. Οι δανειστές της κληρονομίας πλέον έχουν έναντι τους ως υπόχρεο και με την προσωπική περιουσία του τον κληρονόμο, ως ακριβώς θα συνέβαινε ευθύς εξαρχής, αν δεν είχε αποδεχθεί με το ευεργέτημα της απογραφής. Στην τελευταία περίπτωση, ο απλός κληρονόμος θα μπορούσε να εκποιήσει έγκυρα περιουσιακά στοιχεία της κληρονομίας δίχως τήρηση των προσθέτων διατυπώσεων της δικαστικής αδείας και του πλειστηριασμού. Εφόσον, όμως, ο νομοθέτης δεν επέβαλε στον απλό κληρονόμο αντίστοιχο περιορισμό, μη απαγορεύοντας τον αποχωρισμό ακινήτων κ.λπ. από την κληρονομία – ανεξαρτήτως ζημίας των δανειστών (οι οποίοι ενδεχομένως μπορούν να προστατευθούν κατά τις διατάξεις περί καταδολίευσης δανειστών) -, για ποιον λόγο να επιβληθεί απαγόρευση στην περίπτωση του εξ απογραφής κληρονόμου που μεταπίπτει στο καθεστώς «απλού»; Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα οι δανειστές της κληρονομίας στην περίπτωση του εξ απογραφής κληρονόμου που εκπίπτει του ευεργετήματος να ευρίσκονται στην ιδιαιτέρως πλεονεκτική θέση του να μπορούν να ικανοποιηθούν και από την προσωπική περιουσία του «απλού» πλέον κληρονόμου, αλλά και να μπορούν να «ακυρώσουν» την εκποίηση, ικανοποιούμενοι από το «εκποιηθέν», όπερ δεν θα συνέβαινε στη συνήθη περίπτωση του «απλού» κληρονόμου. Με τον τρόπο αυτό, το ευεργέτημα (= «προνόμιο»), παύει να υπηρετεί το σκοπό της προστασίας του κληρονόμου και λειτουργεί σε βάρος του. 11
Επί του ανωτέρω ζητήματος η νομολογία είναι πτωχή. Αξίζει, πάντως να γίνει μνεία της απόφασης 531/1995 του Αρείου Πάγου 12, στο σκεπτικό της οποίας υιοθετείται η άποψη περί του ότι η εκποίηση χωρίς την τήρηση των διατυπώσεων της ΑΚ 1908 είναι ισχυρή, έχουσα ως μόνη συνέπεια την έκπτωση του κληρονόμου από το ευεργέτημα της απογραφής. Την αυτή θέση υιοθετεί και η ΜΠρΘεσ 20141/2010 (ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).
Συμπερασματικώς, για την εκποίηση κληρονομιαίων ακινήτων, δημοσίων χρεογράφων και μετοχών και ομολογιών ανωνύμων εταιρειών από τον εξ απογραφής κληρονόμο απαιτείται η προηγούμενη λήψη αδείας από το αρμόδιο δικαστήριο (και η διενέργεια πλειστηριασμού επί ακινήτων, πλην αν διαταχθεί άλλως). Η εκποίηση ακινήτου δίχως την άδεια του δικαστηρίου συνεπάγεται την έκπτωση του κληρονόμου από το ευεργέτημα. Σύμφωνα, όμως, με την κρατούσα στη θεωρία άποψη, που έχει εισχωρήσει – περιορισμένα έστω – και στη νομολογία, η εκποίηση αυτή παραμένει ισχυρή.
Νίκος Καλαμίτσης
31.07.2014
- Στην κληρονομία εκ διαθήκης η προθεσμία δεν αρχίζει πριν από τη δημοσίευση της διαθήκης. ↩
- Πρόσωπα ανίκανα ή με περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία (π.χ. ανήλικοι, τελούντες σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης) λογίζονται εκ του νόμου ως κληρονόμοι με το ευεργέτημα της απογραφής (βλ. 1527 εδ. 1, 1625§2, 1678§4 ΑΚ). Τα πρόσωπα αυτά υποχρεούνται σε σύνταξη απογραφής εντός έτους (το αργότερο) από τότε που καθίστανται απεριορίστως ικανά για δικαιοπραξία, άλλως εκπίπτουν του ευεργετήματος (1912 ΑΚ). Αυτός είναι και ο μόνος προβλεπόμενος λόγος έκπτωσης των προσώπων αυτών, κατ’ απόκλιση από τα οριζόμενα στην 1911 ΑΚ (βλ. 1527 σε συνδυασμό με 1625§2 και 1678§4 ΑΚ). Το Δημόσιο κληρονομεί πάντα με το ευεργέτημα της απογραφής και δεν εκπίπτει αυτού (118 ΕισΝΑΚ). ↩
- Το παράδειγμα είναι υπεραπλουστευμένο, ώστε να καταδειχθεί η βασική λειτουργία του ευεργετήματος. Δοθέντος ότι η αξία των κληρονομιαίων στοιχείων είναι μέγεθος που υφίσταται αυξομειώσεις με την πάροδο του χρόνου, τίθεται ζήτημα αντίστοιχης αυξομείωσης και του «ορίου»της ευθύνης του εξ απογραφής κληρονόμου. ↩
- Ο πλειστηριασμός είναι εκούσιος (1021 ΚΠολΔ). Σε αυτόον μπορεί να πλειοδοτήσει και ο εξ απογραφής κληρονόμος, που λόγω του χωρισμού των περιουσιών λογίζεται τρίτος. Στην περίπτωση χρεογράφων η εκποίηση γίνεται χρηματιστηριακώς, βλ. Παντελίδου, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρα 1907-1908, αρ. 12., εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά [ΑΚ 1908]. ↩
- βλ. Χριστίνα Σταμπέλου, Η Ευθύνη του Κληρονόμου με Απογραφή, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2004, σ. 134 ↩
- βλ. Εμμανουήλ Βουζίκα, Κληρονομικόν Δίκαιον, §161 ΔΙΙΙ, σ. 1114επ., και Γεώργιο Βάλληνδα, Αστικός Κώδιξ και Ερμηνευτικός Νόμος, ερμηνεία κατ’ άρθρον, τ. Ε΄, Κληρονομικόν Δίκαιον, άρθρον 1908, σ. 186-187. Θα πρέπει, ωστόσο, να λεχθεί ότι στην η περίπτωση αυτή θα μπορούσε να διερευνηθεί και η δυνατότητα επίκλησης των διατάξεων περί καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης, ως θα συνέβαινε για την προστασία οποιουδήποτε δανειστή. ↩
- Εμμανουήλ Βουζίκα, ο.π., 1116επ. ↩
- βλ. Παύλο Φίλιο, Κληρονομικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 4η έκδοση, Αθήνα Κομοτηνή 1998, Γενικό Μέρος, §25 Β, σ. 124επ. ↩
- βλ. Χριστίνα Σταμπέλου, ο.π., σ. 99επ. Να σημειωθεί ότι η κληρονομία που περιέρχεται σε ανήλικο θεωρείται σύμφωνα με τις 1527 και 1650 ΑΚ ότι γίνεται αποδεκτή πάντοτε με το ευεργέτημα της απογραφής, ρύθμιση που αποβλέπει στην προστασία του ανηλίκου. Ωστόσο, στην περίπτωση ανήλικου απαιτείται άδεια δικαστηρίου για την εκποίηση οποιουδήποτε ακινήτου – κληρονομιαίου ή μη – και τη διάθεση – εν γένει – της περιουσίας του (1526, 1624 και 1625 ΑΚ). Η άδεια του δικαστηρίου δίδεται αν υπάρχει αναπόφευκτη ανάγκη ή προφανής ωφέλεια. Η διάταξη αυτή, η οποία αποσκοπεί στην προστασία των περιουσιακών συμφερόντων του τέκνου, αποτελεί κανόνα αναγκαστικού δικαίου, του οποίου η εφαρμογή δεν μπορεί να αποκλειστεί με αντίθετη ιδιωτική βούληση, η δε προβλεπόμενη κύρωση, σύμφωνα με το άρθρο 1528 ΑΚ, είναι η ακυρότητα των πράξεων που επιχειρήθηκαν χωρίς την τήρηση της παραπάνω διατύπωσης. Η ακυρότητα είναι σχετική, προτεινόμενη μόνο από τους γονείς, το τέκνο και τους καθολικούς ή ειδικούς διαδόχους του κατά παντός, η δε καλή πίστη του τρίτου που συναλλάχθηκε με τον γονέα ή τον επίτροπο δεν προστατεύεται, εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες όπου η επίκληση της ακυρότητας παρίσταται ως καταχρηστική. Επομένως, στην περίπτωση ανήλικου κληρονόμου, η εκποίηση ακινήτου χωρίς άδεια δικαστηρίου συνεπάγεται ακυρότητα – κατά τα εκτεθέντα – της ίδιας της εκποίησης, λόγω της ειδικής ρύθμισης της 1528 ΑΚ. Ας προστεθεί ότι ο ανήλικος (ως και κάθε πρόσωπο ανίκανο ή περιορισμένα ικανό για δικαιοπραξία, που κατά νόμον κληρονομεί με το ευεργέτημα της απογραφής) δεν εκπίπτει του ευεργετήματος για τους λόγους της 1911 αρ.1-4 ΑΚ, αλλά μόνον αν δεν συνταχθεί απογραφή το αργότερο εντός έτους από τότε που κατέστησαν απεριόριστα ικανοί προς δικαιοπραξία (1912 ΑΚ, βλ. Σταμπέλου, ο.π. σ. 136 επ.). ↩
- υποστηρίζεται ότι η εκποίηση δίχως δικαστική άδεια ισοδυναμεί με παραίτηση του κληρονόμου από το ευεργέτημα της απογραφής, βλ. Γέωργιο Μπαλή, Κληρονομικόν Δίκαιον: κατά τον κώδικα, 5η έκδοση, Αφοί Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 1965, §197, σ. 308. ↩
- βλ. Χριστίνα Σταμπέλου, ο.π. 100 επ. και Καλλιρρόη Παντελίδου,Η Ευθύνη του Κληρονόμου για τις Υποχρεώσεις της Κληρονομίας, σ. 179 και άρθρα 1907-1908 αρ. 14 ↩
- ΝοΒ 1996, 968, όπου, μάλιστα, γίνεται δεκτό ότι τα αποτελέσματα της έκπτωσης ανατρέχουν στο χρόνο της επαγωγής της κληρονομίας, έχουν, λοιπόν, αναδρομική ισχύ. βλ. για την αναδρομικότητα των αποτελεσμάτων της έκπτωσης βλ. μεταξύ άλλων Βουζίκα, ο.π., §161 Ε.ΙΙΙ. σ. 1138επ., αλλά και τον αντίλογο εις Παντελίδου, ο.π. άρθρα 1911-1912, αρ. 27επ., όπου αναπτύσσεται η θέση ότι η αναδρομικότητα ή μη των αποτελεσμάτων της έκπτωσης από το ευεργέτημα πρέπει να εξαρτάται από τον λόγο απώλειας του ευεργετήματος, την υπαιτιότητα του κληρονόμου και το χρόνο επέλευσης του λόγου εκπτώσεως. ↩