Σωτήριος Καλαμίτσης

Εταιρεία Δικηγόρων

Αποποίηση κληρονομίας πριν αποποιηθεί ο προπορευόμενος κληρονόμος

Σε περίπτωση θανάτου ενός προσώπου η περιουσία του ως σύνολο (κληρονομία) περιέρχεται από το νόμο ή βάσει διαθήκης σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (τους κληρονόμους) [ΑΚ 1710]. Συχνά, όμως, ο κληρονομούμενος ήταν κατάχρεος, εξ ου και οι κληρονόμοι του αποποιούνται την κληρονομία αυτού για να μην καταστούν υπόλογοι για την αποπληρωμή των χρεών του. Όταν, όμως, αποποιείται ένας κληρονόμος, στη θέση του καλείται κατά κανόνα κάποιο άλλο πρόσωπο, σύμφωνα με όσα ορίζει ο νόμος 1. Π.χ. όταν το τέκνο του θανόντος αποποιείται την κληρονομία, καλούνται σε αυτήν οι εγγονοί του θανόντος (τέκνα του τέκνου), ενώ αν αποποιηθούν όλα τα τέκνα και οι εγγονοί θα κληθούν οι γονείς και τα αδέλφια του θανόντος κ.ο.κ.. Καθόσον, όμως, η κληρονομία είναι κατάχρεη, και οι επόμενοι κατά σειρά κληρονόμοι έχουν κάθε λόγο να αποποιηθούν.

Στις  περιπτώσεις αυτές γεννάται το ερώτημα αν επόμενος κατά σειρά κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία πριν ακόμη κληθεί στην κληρονομία, πριν ακόμη, δηλαδή, αποποιηθεί ο προπορευόμενος κληρονόμος. Μπορεί π.χ. εγγονός του κληρονομούμενου να αποποιηθεί εγκύρως την κληρονομία πριν ακόμη αποποιηθεί το τέκνο του κληρονομούμενου (γονέας του εγγονού); Μπορεί να αποποιηθεί ο αδελφός πριν αποποιηθούν όλα τα τέκνα και τα εγγόνια του κληρονομούμενου;

Ορίζεται σαφώς στην ΑΚ 1851 ότι η αποδοχή ή αποποίηση της κληρονομίας είναι άκυρη αν γίνει πριν από την επαγωγή της κληρονομίας στον κληρονόμο, καθώς και αν τελεί υπό αίρεση ή προθεσμία. Περαιτέρω, η αποποίηση της κληρονομίας πρέπει να λάβει χώρα εντός ορισμένης προθεσμίας που αρχίζει από τότε που ο κληρονόμος έμαθε την επαγωγή της κληρονομίας και το λόγο της 2 Δημιουργείται εκ των ανωτέρω η εντύπωση ότι αποποίηση δεν είναι δυνατή προτού συντρέξουν όλες οι προϋποθέσεις κλήσης ενός προσώπου στην κληρονομία. Προσεκτικότερη, όμως, ανάγνωση του συνόλου των διατάξεων περί κληρονομικής διαδοχής και αποποίησης δεικνύει πως η εντύπωση αυτή δεν είναι ορθή, ως γίνεται δεκτό από την μεγαλύτερη μερίδα της θεωρίας.

Καταρχάς, ο χρόνος επαγωγής της κληρονομίας στον κληρονόμο είναι ο χρόνος του θανάτου του κληρονομούμενου [ΑΚ 1711 εδ.β΄]. Σε περίπτωση δε αποποίησης από κληρονόμο η κληρονομία θεωρείται ότι επήχθη στα πρόσωπα που θα είχαν κληθεί ως κληρονόμοι, αν εκείνος που αποποιήθηκε δεν ζούσε κατά το θάνατο του κληρονομούμενου [ΑΚ 1856 εδ.β΄], η δε επαγωγή θεωρείται ότι έγινε «αναδρομικώς» από το θάνατο του κληρονομούμενου [ΑΚ 1856 εδ.γ΄].  Κρίσιμος, λοιπόν, είναι ο χρόνος του θανάτου, ο οποίος ταυτίζεται με το χρόνο της επαγωγής. Γι’ αυτό και ως γνώση της επαγωγής κατά την ΑΚ 1847 λογίζεται η γνώση του θανάτου [ΑΠ 424/2005 ΝΟΜΟΣ]. Επομένως, όταν ο νόμος ορίζει πως η αποδοχή ή η αποποίηση είναι άκυρες αν λάβουν χώρα πριν από την επαγωγή, εννοεί πως είναι άκυρες αν γίνουν πριν από τον θάνατο 3 Και τούτο διότι πριν από την επαγωγή, δηλαδή πριν από τον θάνατο του κληρονομούμενου, αποδοχή ή αποποίηση της κληρονομίας λογικώς δεν είναι νοητή, αφού το κληρονομικό δικαίωμα δεν έχει ακόμα γεννηθεί, ώστε να είναι δυνατή η από αυτό παραίτηση δια της αποποιήσεως. Εφόσον, όμως, έχει επέλθει ο θάνατος, στον οποίο πλασματικά ανατρέχει πάντα η επαγωγή και η γένεση του κληρονομικού δικαιώματος, είναι νοητή και η αποποίηση 4.

Περαιτέρω, αιρέσεις 5 που συνεπάγονται ακυρότητα της αποποίησης είναι κατά την κρατούσα άποψη 6 μόνον οι γνήσιες αιρέσεις (π.χ. αποποιούμαι υπό την προϋπόθεση ότι η κληρονομία δεν έχει χρέη) και όχι οι λεγόμενες αιρέσεις δικαίου, δηλαδή εκείνες που αφορούν σε αβέβαιο και μελλοντικό γεγονός το οποίο, όμως, είναι εκ του νόμου αναγκαίο για να επέλθουν τα αποτελέσματα της δήλωσης βουλήσεως του κληρονόμου περί αποποιήσεως. Η δήλωση αποποίησης που γίνεται για την περίπτωση αποποίησης του προπορευόμενου κληρονόμου περιλαμβάνει τέτοια μη απαγορευόμενη αίρεση δικαίου, αφού εξαρτάται μεν από μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός, η επέλευση του οποίου, όμως, αποτελεί αναγκαίο κατά νόμον όρο για να ισχύσει η αποποίηση 7

Όσον αφορά τώρα στην προθεσμία της αποποίησης, ναι μεν ως όρος για την εκκίνηση αυτής είναι η γνώση της συγκεκριμένης κλήσης του κληρονόμου (εν προκειμένω της έκπτωση προπορευόμενου κληρονόμου 8), ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται η αποποίηση και πριν από αυτήν (πάντα, όμως, μετά από τον θάνατο). Και τούτο διότι η προθεσμία της αποποίησης έχει ταχθεί προς το συμφέρον του κληρονόμου 9, ο οποίος πρέπει να αποποιηθεί προ της παρελεύσεώς της, δεν εμποδίζεται, όμως, να το πράξει και πριν ακόμη αυτή αρχίσει 10.

Επομένως, κατά την κρατούσα στη θεωρία άποψη η αποποίηση που γίνεται μετά το θάνατο του κληρονομούμενου είναι έγκυρη, ακόμη και αν δεν έχουν συντρέξει οι προϋποθέσεις κλήσεως του αποποιούμενου στην κληρονομία και συνακόλουθα δεν έχει αρχίσει να «τρέχει» η προθεσμία της αποποίησης. Άλλωστε, κάτι τέτοιο φαντάζει και πρακτικά ορθό. Ο έχων την πρόθεση να αποποιηθεί σε περίπτωση που κληθεί ως κληρονόμος κατόπιν εκπτώσεως όσων θα κληθούν πριν από αυτόν, δεν έχει λόγο ούτε συμφέρον να περιμένει. Αντιθέτως, τυχόν αναμονή δημιουργεί τον κίνδυνο, όταν πλέον οι προπορευόμενοι κληρονόμοι αποποιηθούν ή εκπέσουν για άλλο λόγο, αυτός να το πληροφορηθεί με μεγάλη καθυστέρηση και να βρεθεί στη δύσκολη θέση να πρέπει να αποδείξει ότι δεν γνώριζε ότι συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις κλήσεώς του, προκειμένου να κριθεί εμπρόθεσμη η αποποίηση στην οποία θα προβεί. Τέλος, η προτεινόμενη λύση υπηρετεί και την ασφάλεια των συναλλαγών, αφού επιτρέπει την ταχεία οριστικοποίηση της κληρονομικής διαδοχής 11.

30.03.2015

Αναστασία Κρητικού

Νίκος Καλαμίτσης

ΠΡΟΣΟΧΗ! Η αποποίηση ή αποδοχή κληρονομίας αποτελεί ζήτημα που ενδεχομένως να έχει εξαιρετικά σοβαρές συνέπειες και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αποφασίζεται χωρίς προηγούμενη νομική συμβουλή επί των περιστατικών της κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης.

  1. Στην εκ του νόμου (εξ αδιαθέτου = χωρίς διαθήκη) κληρονομική διαδοχή ο θανών κληρονομείται από τον/τη σύζυγό του και τους εξ αίματος συγγενείς του, οι οποίοι καλούνται ως κληρονόμοι με τη σειρά που ορίζουν οι διατάξεις του κληρονομικού δικαίου. Πιο συγκεκριμένα, οι εξ αίματος συγγενείς χωρίζονται από το νόμο σε «τάξεις». Πρώτα καλούνται οι κατιόντες του θανόντος (τέκνα, εγγόνια, δισέγγονα κ.ο.κ. – πρώτη τάξη, ΑΚ 1813), μετά οι γονείς και τα αδέλφια του, καθώς και τα τέκνα και εγγόνια των αδελφιών που έχουν αποβιώσει πριν από τον κληρονομούμενο [δεύτερη τάξη, ΑΚ 1814], στη συνέχεια οι παππούδες του κληρονομούμενου και τα τέκνα και εγγόνια τους (δηλ. οι θείοι και τα πρώτα εξαδέλφια του θανόντος – τρίτη τάξη ΑΚ 1816) και τέλος οι προπαππούδες και οι προγιαγιάδες – τέταρτη τάξη, ΑΚ 1817). Για λόγους πληρότητος αναφέρεται πως αν δεν υπάρχει κάποιο από τα πρόσωπα των ανωτέρω τεσσάρων τάξεων, όλη η κληρονομία περιέρχεται στον/στη σύζυγο του κληρονομούμενου [πέμπτη τάξη, ΑΚ 1821] και αν ούτε σύζυγος υπάρχει στο Δημόσιο [έκτη τάξη, ΑΚ 1824]. Για να κληθούν όσοι περιλαμβάνονται σε μία επόμενη τάξη πρέπει να έχουν εκλείψει όλοι οι κληρονόμοι των προηγούμενων τάξεων (είτε διότι δεν ζούσαν κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου, είτε γιατί αποποιήθηκαν την κληρονομία ή γιατί εξέπεσαν του κληρονομικού δικαιώματος μετά από το θάνατο). Εντός της ιδίας τάξεως η διαδοχή γίνεται κατά ρίζες, δηλαδή ο γονέας αποκλείει το τέκνο του και το τέκνο τον εγγονό (π.χ. αν ο κληρονομούμενος αφήσει υιό και εγγόνια από τον υιό του, καλείται αρχικώς μόνον ο υιός, και μόνον αν αυτός αποποιηθεί ή απολέσει το κληρονομικό δικαίωμα εξ άλλου λόγου θα κληθούν τα εγγόνια).
  2. Η προθεσμία είναι κατά κανόνα τετράμηνη, πλην αν ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία κατοικία του στην αλλοδαπή ή ο κληρονόμος έμαθε την επαγωγή ενόσω διέμενε στην αλλοδαπή, οπότε και είναι ετήσια. Εφόσον υπάρχει η διαθήκη η προθεσμία δεν αρχίζει πριν από τη δημοσίευση της διαθήκης [ΑΚ 1847].
  3. βλ. Παύλο Φίλιο, «Κληρονομικό Δίκαιο», Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 4η έκδοση, §12 Β IV, σ. 73 και 13 Β Ι σ. 78 – Γ. Μπαλή, Κληρονομικό Δίκαιο, εκδ. Γ΄, 1952, §§174, 165 β – Βουζίκα, Κληρονομικό Δίκαιο,  χ.ε. Αθήνα 1972, Τ. Α’ §18 σ. 141– Νικ. Σ.Παπαντωνίου, Κληρονομικό Δίκαιο, Αφοί Π. Σάκκουλα, Αθήνα 1989), 5η έκδοση, §19 σ. 91 (VI) 
  4. Υποστηρίζεται, μάλιστα, ότι δεν ενδιαφέρει καν αν ο κληρονόμος που αποποιείται γνώριζε ή όχι κατά την αποποίηση την επαγωγή, αλλά μόνον αν αυτή είχε πράγματι επέλθει, αν δηλαδή, είχε λάβει χώρα το πραγματικό γεγονός του θανάτου. Βλ. Νικ. Σ. Παπαντωνίου, «Κληρονομικό Δίκαιο», εκδ. Αφοί Π. Σάκκουλα, 5η έκδοση αναθεωρημένη παρ19 III σ. 89.
  5. Βασική είναι η διάκριση μεταξύ γνήσιων και νομικών αιρέσεων ή αιρέσεων δικαίου: Γνήσια είναι η αίρεση, με την οποία εξυπηρετείται η αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα εξελιχθεί μελλοντικά η πορεία των συναλλακτικών γεγονότων. Τα αποτελέσματα, λοιπόν, της δικαιοπραξίας εξαρτώνται από τη βούληση προσώπου και όχι από διάταξη νόμου, εξαρτώνται, δηλαδή, από μία προϋπόθεση που ο δικαιοπρακτών θέτει ιδία βουλήσει και η οποία δεν προβλέπεται ούτως ή άλλως στο νόμο [ΑΠ 897/77 ΝοΒ 26/707 – Μπέης, ΠολΔ 378]. Αντίθετα, μιλάμε για νομική αίρεση ή αίρεση δικαίου όταν η ενέργεια της δικαιοπραξίας συναρτάται προς τη συνδρομή ορισμένων περιστατικών, προϋποθέσεων ή όρων που ο ίδιος ο νόμος θέτει [Σημαντήρας, 881, Α 2005/69 ΕΕΝ 36/643], εξ ου και η προσθήκη ως αίρεσης αυτών των περιστατικών, προϋποθέσεων ή όρων δεν έχει ιδιαίτερη έννομη επιρροή, αφού ούτως ή άλλως προβλέπεται στο νόμο [Βαθρακοκοίλη, «Αναλυτική Ερμηνεία – Νομολογία ΑΚ», Γ’ έκδοση, Αθήνα 1994, τ.Α’ σ. 297, βλ. και Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλο, «Αστικός Κώδιξ», Αφοί Π. Σάκκουλα (Αθήνα 1978), τ.I, σ. 334].
  6. Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλο, «Αστικός Κώδιξ», Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλα, τ. IX σ.550, 551, Βουζίκα, «Κληρονομικόν Δίκαιον» (Αθήνα 1972), τ.Α’ σ.142
  7. Έχει υποστηριχθεί ότι ο κληρονόμος δεν εμποδίζεται να προσθέσει ρητώς στην δήλωση της αποποίησης ή αποδοχής αιρέσεις δικαίου, όπως «αποδέχομαι (ή αποποιούμαι) την κληρονομία του Κ, αν πράγματι έχει πεθάνει» ή «αν καλούμαι στην κληρονομία του Κ» ή «αν η διαθήκη είναι έγκυρη» ή «αν εξέπεσε ο πριν από εμένα καλούμενος» ή «αν καλούμε από τη διαθήκη του Κ». βλ. Γεωργιάδη, «Αστικός Κώδιξ», Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν.Σάκκουλας, (Αθήνα 1996), Τ. IX, σελ. 551 (παρ29).
  8. βλ. Φίλιο, ο.π., σ§13 Γ ΙΙ σ. 81
  9. βλ. Εμμανουήλ Ι. Βουζίκα, Κληρονομικόν Δίκαιο Τ. Α’ (1972), παρ18, σ. 141
  10. βλ. ΜΠρΞάνθης 111/2019 ΕφΑΔΠολΔ 2019, 1048 – ΕιρΑλεξανδρούπολης 392/2017 αδημ.
  11. Σταμάτη Κουμάνη, “Η Αποποίηση της Κληρονομία”, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2015, σ. 157