Σωτήριος Καλαμίτσης

Εταιρεία Δικηγόρων

ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΒΟΛΗΣ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΩΣ ΠΛΑΣΤΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ

(βάσει νομολογιακών δεδομένων)

Χρόνος προβολής του περί πλαστότητος ισχυρισμού: Σύμφωνα με το άρθρο 460 ΚΠολΔ, κάθε έγγραφο μπορεί να προσβληθεί ως πλαστό, τα ιδιωτικά και όταν έχουν ακόμη κριθεί γνήσια (όταν, δηλαδή, έχει γίνει δεκτό ότι προέρχονται από το πρόσωπο που φέρεται να τα έχει εκδώσει/υπογράψει). Κατά το άρθρο 461 ΚΠολΔ, αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να προταθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή ή με τις προτάσεις ή και προφορικά, όταν η υποβολή προτάσεων δεν είναι υποχρεωτική, όπως και με τους τρόπους που προβλέπει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας [ΑΠ 631/2005 ΝΟΜΟΣ]. Αντιθέτως, εάν η πλαστότητα δεν αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, τότε μπορεί να προταθεί μόνον κατά την συζήτηση στην οποίαν προσκομίζεται το πρώτον το έγγραφο (464 ΚΠολΔ) και όχι σε μεταγενέστερη συζήτηση [ΠΠρΑθ 1979/2010 ΝΟΜΟΣ]. 

Προαπόδειξη: Από την 463 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, για να είναι παραδεκτός ο ισχυρισμός πλαστότητας δημόσιου ή ιδιωτικού εγγράφου, απαιτείται αυτός που προβάλλει τον ισχυρισμό πλαστότητας να αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα και να προσκομίσει τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πλαστότητα [ΟλΑΠ 23/1999 ΕλλΔνη 42, 30 – ΑΠ 151/1999 ΕλλΔνη 40, 1092 – ΑΠ 188/1999 ΕλλΔνη 40. 1094]. Μεταγενέστερη συμπλήρωση του ισχυρισμού πλαστότητας ως προς τα ανωτέρω στοιχεία (ονομαστική αναφορά μαρτύρων και άλλων αποδεικτικών μέσων και προσκομιδή αποδεικτικών εγγράφων) δεν αίρει τον χαρακτήρα του ισχυρισμού ως απαραδέκτου [ΕφΘεσ 357/2005 Αρμ. 2005, 1977 – ΕφΑΘ 1541/2000 – ΕφΘεσ 466/1990 Αρ. 45, 382]. 1 Ο περιορισμός αυτός της 463 ΚΠολΔ, ενόψει του ότι η συγκεκριμένη διάταξη [ενταχθείσα στο περί αποδείξεων 12ο κεφάλαιο και στον περί εγγράφων (ως αποδεικτικών μέσων) 8ο τίτλο του ΚΠολΔ] ρυθμίζει κανόνες της αποδεικτικής διαδικασίας για την πλαστότητα εγγράφου που προσβάλλεται παρεμπιπτόντως σε εκκρεμή δίκη, εφαρμόζεται μόνο όταν ο ισχυρισμός πλαστότητας προβάλλεται με ένσταση ή με παρεμπίπτουσα αγωγή, αφού τείνει να αποτρέψει τη στρεψοδικία και την παρέλκυση εκκρεμούς δίκης στη διάρκεια της οποίας προσκομίστηκε το προσβαλλόμενο ως πλαστό έγγραφο. Επειδή, όμως, ο ισχυρισμός αυτός δεν ανάγεται στο ουσιαστικό δικαίωμα κήρυξης εγγράφου ως πλαστού, η υποχρέωση της ΚΠολΔ 463 δεν ισχύει όταν η πλαστότητα του εγγράφου προτείνεται με κύρια (αυτοτελή αναγνωριστική) αγωγή, στην οποία έχουν εφαρμογή οι κοινοί κανόνες των άρθρων 216, 270 ΚΠολΔ, ή με ανακοπή που και αυτή αποτελεί εισαγωγικό δικόγραφο αυτοτελούς δίκης αφού οι διατάξεις για την άσκηση της αγωγής, την εισαγωγή της για συζήτηση και τη συζήτηση στο ακροατήριο εφαρμόζονται και στην ανακοπή (585§1 ΚΠολΔ) [ΟλΑΠ 23/1999 ΕλλΔνη 41, 29 – ΑΠ 817/2004, ΧΡΙΔ 2004, 918 – ΑΠ 1643/2002, ΝοΒ 2003, 1212 – ΑΠ 1644/2002, ΝΟΜΟΣ – ΑΠ 922/2002, ΕλλΔνη 44, 1352 – ΕφΘεσ 204/2009, ΔΕΕ 2009, 1107 – ΕφΠατρών 1480/2006 ΑχΝομ 2007, 485 – ΜΠρΡοδ 97/2011 ΝΟΜΟΣ – ΕφΘεσ 1038/2008 Αρμ. 2009, 389 – ΜπρΛαμ 1740/2007 Αρμ. 2008, 88]. 2 3

Ειδική Πληρεξουσιότητα: Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 461, 98§3 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το παραδεκτό του ισχυρισμού περί πλαστότητας, ανεξάρτητα από το αν αυτή αποδίδεται ή όχι σε ορισμένο πρόσωπο, απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα όταν αυτός προβάλλεται από πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου. Η πληρεξουσιότητα αυτή δίδεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή με δικαστικό πρακτικό ή με προφορική δήλωση που καταχωρείται στα πρακτικά [ΑΠ 291/2002 ΕλλΔνη 44, 187 – ΕΑ 3317/1990 ΕλλΔνη 32, 150]. Η έλλειψη της πληρεξουσιότητας αναπληρώνεται με την έγκριση του ενισταμένου που μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή και να συνάγεται από την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο (ΕΑ 923/2000 ΕλλΔνη 41, 857 – ΕΑ 3317/1990 ό.π.). Τέτοια πληρεξουσιότητα, πάντως, δεν απαιτείται όταν έχει υποβληθεί αρμοδίως σχετική μήνυση για πλαστογραφία (ΑΠ 291/2002 ΕλλΔνη 44, 188 – ΕφΘεσ 663/1995 Αρμ. 1996, 73), αλλά και στην περίπτωση που το αδίκημα της πλαστογραφίας έχει παραγραφεί [ΑΠ 979/2010 ΝΟΜΟΣ].

Όταν το έγγραφο προσκομίζεται εξαρχής ως πλαστό: Αξίζει να σημειωθεί, ότι οι ανωτέρω προϋποθέσεις παραδεκτού του περί πλαστογραφίας ισχυρισμού (ειδική πληρεξουσιότητα, προαπόδειξη) δεν εφαρμόζονται όταν το έγγραφο προσκομίζεται εξαρχής ως πλατό για την απόδειξη αδικοπραξίας συνιστάμενης ακριβώς στην πλαστογράφησή του. Εύγλωττη σχετικώς η ΑΠ 1190/2003 [ΕλλΔνη 2005, 391]: «Επειδή, από το συνδυασμό των άρθρων 98 περ. β΄, 460, 461 και 463 του ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι η ειδική πληρεξουσιότητα που προβλέπεται από την πρώτη των πιο πάνω διατάξεων για την προσβολή εγγράφου ως πλαστού, καθώς και η υποχρεωτική προαπόδειξη του σχετικού ισχυρισμού, απαιτούνται όταν ορισμένο έγγραφο, το οποίο προσκομίζεται στη δίκη από τον ένα διάδικο, προσβάλλεται από τον άλλον ως πλαστό, προκειμένου να εκμηδενισθεί η αποδεικτική του αξία. Συνεπώς, όταν το έγγραφο προσκομίζεται όχι ως γνήσιο, αλλ’ ως πλαστό, με στόχο να διαγνωσθεί η τέλεση αδικοπραξίας και να θεμελιωθεί η εξ αυτής αστική ευθύνη του πλαστογράφου, τότε δεν πρόκειται για προσβολή επί πλαστότητι και, ως εκ τούτου, δεν απαιτείται ούτε ειδική πληρεξουσιότητα του δικηγόρου που προσκομίζει το έγγραφο, ούτε συντρέχει ανάγκη για προαπόδειξη της πλαστότητας. Τούτο δε γιατί, σε μια τέτοια περίπτωση, η πλαστότητα δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, που προβάλλεται κατ` ένσταση ή με παρεμπίπτουσα αγωγή, ώστε η απόδειξή του να υπόκειται στους περιορισμούς των πιο πάνω διατάξεων (Ολομ. Α.Π. 23/1999), αλλ’ εξειδικεύει την έννοια της αδικοπραξίας, η οποία αποτελεί την ιστορική βάση της αγωγής, εκφέροντας το είδος αυτής και τη μορφή με την οποία πραγματώθηκε. Ούτε επίσης καθίσταται αόριστη η αγωγή, αν δεν περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο τελέσθηκε η πλαστογραφία, καθόσον αυτός μπορεί να προκύψει εκ των αποδείξεων.»

Νίκος Καλαμίτσης

25.02.2015

  1. Πάντως, στην περίπτωση που ο περί πλαστότητας ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτώς, ερευνητέος τυγχάνει ο περιεχόμενος σε αυτόν ελάσσων ισχυρισμός περί άρνησης της γνησιότητας της υπογραφής που έχει τεθεί στο προσβαλλόμενο έγγραφο [ΕφΘεσ 466/1990 Αρμ. 45, 382 – ΕφΘεσ 647/1985  Αρμ. 1985, 1073 – ΜπρΘεσ 23348/2001 ΑρΝομ 2006, 208], εφόσον, φυσικά, έχει προταθεί παραδεκτώς στη συζήτηση κατά την οποίο προσκομίσθηκε το πρώτον το έγγραφο και όχι σε ύστερο χρόνο.
  2. «Το αυτό ισχύει, για την ταυτότητα του νομοθετικού σκοπού αποτροπής παρελκυστικής προβολής ισχυρισμών πλαστότητας εγγράφων στην πολιτική δίκη και στρεψοδικίας, στην περίπτωση κατά την οποία με λόγο έφεσης προτείνεται ισχυρισμός πλαστότητας αποδεικτικού εγγράφου, κατόπιν επικλήσεως και προσκομίσεως δημόσιου εγγράφου που περιήλθε σε γνώση του εκκαλούντος μετά τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και αποδεικνύει, λόγω και της αυξημένης αποδεικτικής ισχύος του (άρθρα 438 έως 441 Κ.Πολ.Δικ), το αναληθές και ανίσχυρο των βεβαιούμενων με το προσβαλλόμενο ως πλαστό έγγραφο κρίσιμων περιστατικών για την ευδοκίμηση της αγωγής. Διότι με τον τρόπο αυτό, χωρίς να παραβιάζεται η αρχή της οικονομίας της δίκης, επιτυγχάνεται, κατά τη νέα συζήτηση της υποθέσεως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, η ορθή διάγνωση της εκκρεμούς διαφοράς, χωρίς να είναι απαραίτητη η προσφυγή και σε άλλα, πέρα από το δημόσιο έγγραφο, αποδεικτικά μέσα για την απόδειξη της πλαστότητας, ώστε να ανακύπτει ζήτημα παραδεκτού του προτεινόμενου σχετικού ισχυρισμού.» ΑΠ 37/2010 ΝΟΜΟΣ.
  3. Ειδικά, όμως, ως προς την ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής βασισμένης σε πιστωτικό τίτλο έχει υποστηριχθεί και η άποψη ότι ο ισχυρισμός πλαστότητος που αποτελεί λόγο της ανακοπής  του άρθρου 632§1 ΚΠολΔ, ομοιάζει με ένσταση πλαστότητας του πιστωτικού τίτλου, (βλ. ΕφΑΘ 1541/2000 ΕλλΔνη 41, 1687 – ΕφΘεσ 466/1990 Αρμ 45, 382 – ΕφΛαρ 100/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011, 757), εξ ου και για το παραδεκτό αυτού απαιτείται συμμόρφωση του ανακόπτοντος με την 463 ΚΠολΔ.