Σωτήριος Καλαμίτσης

Εταιρεία Δικηγόρων

Νομοθετική “μετάπτωση” εγκλήματος από κακούργημα σε πλημμέλημμα & παραγραφή της αστικής αξίωσης (937 εδ. β΄ΑΚ)

Υπόθεση εργασίας: Aδικοπραξία που αποτελεί και ποινικό αδίκημα, π.χ. υπεξαίρεση € 120.000 διαπραχθείσα το 2006, ήτοι έχουσα κακουργηματικό χαρακτήρα. Ο ζημιωθείς υποβάλλει μήνυση αμέσως, αλλά δεν ασκεί αγωγή αποζημίωσης υπολογίζοντας ότι μπορεί να την ασκήσει εντός 15ετίας κατά το 937 ΑΚ. Η ποινική διαδικασία καθυστερεί και πριν καν εκδοθεί βούλευμα, το έτος 2013 η υπεξαίρεση των € 120.000 τρέπεται πλημμέλημα, με αποτέλεσμα να παραγραφεί το ποινικό αδίκημα. Ποια η τύχη της αστικής αξίωσης, η οποία μέχρι και το 2013 ενέπιπτε στην 15ετή προθεσμία παραγραφής (του κακουργήματος) κατ’ άρθρο 937 ΑΚ; Έχει πλέον παραγραφεί και δεν μπορεί να επιδιωχθεί δικαστικώς;

Κατά την ΑΚ 937 «Η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση σε κάθε όμως περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης».
Ο χαρακτηρισμός της αδικοπραξίας ως κολάσιμης πράξης γίνεται in abstracto, με βάση τον ποινικό κώδικα, αλλά και τους ειδικούς ποινικούς νόμους, χωρίς να απαιτείται ποινική δίωξη ή απόφαση σε βάρος του δράστη 1 . Ο προσδιορισμός του χρόνου της αστικής παραγραφής γίνεται με αναφορά στο χρόνο της ποινικής παραγραφής [όπως αυτός προκύπτει από τα αρ. 111 και 112 ΠΚ] – εφόσον υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή 2, η οποία, στην περίπτωση, ιδίως των πλημμελημάτων [για τα οποία ομοίως προβλέπεται πενταετής παραγραφή, που, όμως, αρχίζει, καταρχήν από την ημέρα τέλεσης της πράξης και όχι από την γνώση της ζημίας και του υπόχρεου προς αποζημίωση, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του αρ. 937 § 1 εδ. α ΑΚ], δεν περιλαμβάνει την τριετή, σύμφωνα με το αρ. 113 ΠΚ αναστολή, ώστε να ορίζεται σε οκτώ έτη [κρατούσα άποψη] 3. Στην περίπτωση των πλημμελημάτων, λοιπόν, που είναι και αστικά αδικήματα, όπως αναφέρει ο Κ. Ρούσσος [ο.π. 84], μακρότερος είναι ο χρόνος της αστικής παραγραφής και όχι της ποινικής, καθώς ισχύει η πενταετία του αρ. 937 § 1 εδ. α ΑΚ που έχει αφετηρία τη γνώση της ζημίας και του υπόχρεου προς αποζημίωση, οπότε ο χρόνος παραγραφής θα είναι ίσος ή μεγαλύτερος από αυτό του 111 § 3 ΠΚ. Όπως αναφέρεται στην ΟλΑΠ 21/2003 [ΔΕΕ, 2004, 796 – έτσι και η ΜΠΚερκ 127/2005, Ιόνιος Επιθεώρηση του Δικαίου, 2005, 127, ΑΠ 994/2010, ΕφΑΔ, 2011, 1192], «… Τόσο η ποινική όσο και η αστική παραγραφή αποτελούν σύστημα κανόνων δικαίου, στο οποίο οι πράξεις που επιφέρουν διακοπή ή αναστολή της παραγραφής κρίνονται αυτόνομα στα πλαίσια καθενός από τα συστήματα αυτά 4[ ] . Επομένως ο νομοθέτης της παρ. 2 του άρθρου 937 ΑΚ, αναφερόμενος στη μακρότερη ποινική παραγραφή προδήλως αποβλέπει στην προβλεπόμενη in abstracto ποινική παραγραφή άνευ συνυπολογισμού σ΄ αυτή και του διαστήματος της αναστολής.…».
Παρά, όμως, την αναφορά στην ποινική παραγραφή, για τον προσδιορισμό της αστικής παραγραφής [όταν προβλέπεται μακρότερος χρόνος για την ποινική παραγραφή], η αστική παραγραφή διατηρεί την αυτοτέλειά της [βλ. ανωτέρω την προαναφερθείσα OλΑΠ 21/2003], οπότε μπορεί να τύχει αναλογικής εφαρμογής το αρ. 18 ΕισΝΑΚ.
Αναλυτικότερα, κατά το αρ. 18 ΕισΝΑΚ, «Οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την παραγραφή εφαρμόζονται και στις αξιώσεις που έχουν γεννηθεί αλλά δεν έχουν ακόμη παραγραφεί κατά την εισαγωγή του. Η έναρξη όμως, η αναστολή και η διακοπή της παραγραφής κρίνεται ως πρός τον πρίν από την εισαγωγή του Κώδικα χρόνο, σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει ως τώρα. Αν ο χρόνος παραγραφής του Κώδικα είναι συντομότερος από αυτόν που προβλέπει το έως τώρα δίκαιο, υπολογίζεται ο συντομότερος, από την εισαγωγή του Κώδικα, και αρχίζει από αυτήν. Στην περίπτωση όμως που ο χρόνος παραγραφής του έως τώρα δικαίου συμπληρώνεται νωρίτερα από το συντομότερο που ορίζεται στον Κώδικα, η παραγραφή συμπληρώνεται μόλις περάσει ο χρόνος παραγραφής του έως τώρα δικαίου».
Η διάταξη του αρ. 18 ΕισΝΑΚ θεωρείται ότι απηχεί γενική αρχή διαχρονικού δικαίου και εφαρμόζεται όχι μόνο επί των περί παραγραφής διατάξεων του ΑΚ και του προ αυτού δικαίου, αλλά και σε κάθε άλλη περί παραγραφής διάταξη νεότερου νόμου και εφαρμόζεται εφόσον δεν έχει συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής ή της αποσβεστικής προθεσμίας μέχρι την έναρξη ισχύος του νέου νόμου, διότι αν έχει συμπληρωθεί ο χρόνος αυτός, δεν ανατρέπεται από το νέο νόμο, εκτός αν ο νομοθέτης προσδώσει αναδρομική δύναμη εντός των επιτρεπτών συνταγματικών ορίων 5.
Η διάταξη αυτή έχει κριθεί ότι είναι σύμφωνη προς τη θεωρία του διαχρονικού δικαίου και ότι έχει εφαρμογή σε περίπτωση που υπάρχει διαφορά στο χρόνο παραγραφής του προγενέστερου και του νέου δικαίου, το οποίο, όμως, δεν περιέχει ειδική ρύθμιση. Έτσι, εφαρμόστηκε η αρχή που απορρέει από τη διάταξη αυτή όταν η παραγραφή έχει αρχίσει υπό το παλαιό δίκαιο και δεν έχει συμπληρωθεί κατά την έναρξη εφαρμογής του νέου δικαίου που επιμηκύνει την παραγραφή, οπότε η τελευταία συνεχίζεται υπό το νέο δίκαιο και συμπληρώνεται κατά τους ορισμούς του νέου δικαίου, και έκρινε, στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο έκρινε ότι δεν πρόκειται για απαγορευμένη γνήσια αναδρομή, αλλά για επιτρεπτή μη γνήσια αναδρομή 6.
Στην περίπτωση που ο χρόνος παραγραφής του νέου δικαίου είναι βραχύτερος από τον μέχρι τότε ισχύοντα, από το αρ. 18 § 2 ΕισΝΑΚ, που αποτελεί γενικό κανόνα διαχρονικού δικαίου, προκύπτει ότι ισχύει ο χρόνος που προβλέπει το νέο δίκαιο, ο οποίος αρχίζει να υπολογίζεται από την επομένη της εισαγωγής του νέου δικαίου, εφόσον, βέβαια, δεν έχει ως τότε συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής ή της αποσβεστικής προθεσμίας 7.
Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, αφού δεν υπάρχει κάποια ειδική ρύθμιση ή μεταβατική διάταξη, δεδομένου ότι αποτέλεσμα της νέας ρύθμισης είναι βραχύτερος χρόνος παραγραφής, με την αναλογική εφαρμογή του αρ. 18 § 2 ΕισΝΑΚ, και εφόσον η αξίωση δεν έχει παραγραφεί, η πενταετία θα υπολογιστεί από την επομένη της εισαγωγής της νέας ρύθμισης. Σε περίπτωση που δεν γίνει δεκτή η αναλογική εφαρμογή του αρ. 18 § 2 ΕισΝΑΚ, θα υπήρχε αντίθεση στο αρ. 1 του πρώτου πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι στην έννοια της περιουσίας εντάσσονται και οι «… περιουσιακές αξίες, συμπεριλαμβανομένων των αξιώσεων, δυνάμει των οποίων ο προσφεύγων μπορεί να υποστηρίξει ότι έχει τουλάχιστον «νόμιμη προσδοκία» να αποκτήσει την πραγματική απόλαυση ενός δικαιώματος ιδιοκτησίας …» [βλ. απόφαση ΕΔΔΑ Μεϊδάνης κατά Ελλάδας με τις εκεί παραπομπές], αλλά και στην αρχή της ασφάλειας του δικαίου.

Κατερίνα Κρεούζη
10.06.2013

____________________________________________

  1. Βλ. σχετικά Κ. Ρούσσου, Η παραγραφή της αξιώσεως από αδικοπραξία, ΧρΙΔ 2006, 84, με τις εκεί παραπομπές.
  2. Για την εφαρμογή του ΑΚ 937 § 2 πρέπει να είναι η αδικοπραξία και ποινικά κολάσιμη πράξη και η ποινική παραγραφή να είναι μακρότερη από την αστική – βλ. Ι. Κλάππας, Ζητήματα παραγραφής των αξιώσεων αποζημίωσης από τροχαία ατυχήματα, ΠειρΝομολ, 2008, 229 επ.
  3. Σημειώνεται ότι με την ΑΠ 416/2012 (Ποιν.) παραπέμφθηκε στην ολομέλεια του Αρείου Πάγου και το ζήτημα αν «… η αναφερόμενη στο άρθρο 937 εδ, γ του ΑΚ παραγραφή ασκηθείσας στο ποινικό δικαστήριο απαίτησης αστικής αξίωσης της πολιτικώς ενάγουσας, που συνάμα αποτελεί κολάσιμο πράξη, υπόκειται στο αναφερόμενο στο εδάφιο β του ιδίου άρθρου 937 όριο εικοσαετούς παραγραφής, σε κάθε περίπτωση ή ισχύει και εδώ και προσμετράται και η τυχόν μεγαλύτερη, κατά τα παραπάνω παραγραφή, λόγω αναστολής της παραγραφής, ζήτημα που επηρεάζει το νόμιμο της γενόμενης παράστασης της πολιτικής αγωγής στο ΜΟΕ Θεσσαλονίκης και ειδικότερα:α) αν στην παραγραφή της πολιτικής αγωγής ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ισχύει σε κάθε περίπτωση το οριζόμενο από την παράγραφο 3 του άρθρου 113 του ΠΚ μέγιστο διάστημα της πενταετούς αναστολής για κακουργήματα, κατά το οποίο διαρκεί η κυρία διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, ή δεν υπολογίζεται στην άνω παραγραφή και πενταετή αναστολή η ειδική αναστολή του άρθρου 432 παρ.2 ΚΠΔ, όπως ίσχυε, κατά την εκδίκαση της κακουργηματικής υποθέσεως σε δεύτερο βαθμό, την 3-12-2010, προ της τροποποιήσεώς του, δια του άρθρου 21 του ν. 3904/23-12-2010 ή θα εφαρμοσθεί και επ’ αυτής ομοίως ως παραπάνω η νέα δια του άρθρου 21 του ν. 3904/23-12-2010 τροποποίηση, ως ευμενέστερη για τον εναγόμενο κατηγορούμενο και επομένως ισχύει στην προκειμένη υπόθεση σε κάθε περίπτωση ο περιορισμός της πενταετούς αναστολής και β) αν επί παραγραφής της ασκηθείσας στο ποινικό δικαστήριο πολιτικής αγωγής ισχύουν οι διατάξεις του ΑΚ περί διακοπής και αναστολής της παραγραφής».
  4. Έτσι και Ι. Κλάππας, ο.π.
  5. ΕφΝαυπλ 82/2012, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 74/2008, Δνη 2008, 1523, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3703/3010, Δνη 2011, 843, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1051/2002, ΝΟΜΟΣ.
  6. ΜΠΑθ 1866/2010, Επιδικία 2010, 270, ΝΟΜΟΣ
  7. Βλ. ΑΠ 118/1992, Δνη 1992, 1607, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 9670/1991, Δνη 1993, 232, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1164/1991, ΕΕΝ 1992, 700, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 812/1990, Δνη 1991, 540, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 640/1990, ΕΕΝ 1991, 200, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 537/1990, ΕΕργΔ, 1991, 463, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 508/1990, ΕΕργΔ, 1991, 267, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 217/1989, ΕΕΝ 1990, 50, ΝΟΜΟΣ – στις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο έκανε λόγο για [εν μέρει] αναλογική εφαρμογή του αρ. 18 § 2 ΕισΝΑΚ.