Σωτήριος Καλαμίτσης

Εταιρεία Δικηγόρων

Προθεσμία Κατάθεσης Προτάσεων στην Τακτική Διαδικασία ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου

Υπολογισμός τη Προθεσμίας

Στην πρωτοβάθμια τακτική διαδικασία ενώπιον των Πολυμελών Πρωτοδικείων οι διάδικοι είναι υποχρεωμένοι να καταθέσουν έγγραφες προτάσεις το αργότερο είκοσι (20) ημέρες πριν από τη δικάσιμο (237 ΚΠολΔ). Η 20ήμερη προθεσμία κατάθεσης προτάσεων ισχύει τόσο για την πρώτη δικάσιμο όσο και για την περίπτωση που η δίκη θα συζητηθεί σε νέα δικάσιμο κατόπιν αναβολής. 1 Η μη τήρηση της εν λόγω προθεσμίας γεννά σοβαρές δικονομικές συνέπειες.

Οι προθεσμίες που ορίζονται από το νόμο αρχίζουν από την επόμενη ημέρα του γεγονότος το οποίο αποτελεί την αφετηρία τους και λήγουν την τελευταία ημέρα, στις 7μ.μ. 2 (144§1 ΚΠολΔ). Εάν, όμως, η τελευταία ημέρα είναι εκ του νόμου εξαιρετέα, τότε η προθεσμία λήγει την επόμενη εργάσιμη ημέρα (πάλι στις 7μ.μ.) 3. Κατά τον  ΚΠολΔ εξαιρετέα ημέρα, πέραν της Κυριακής και των επίσημων αργιών, λογίζεται και το Σάββατο (144§3 ΚΠολΔ). Επιπλέον, στην 1§12 του Ν. 1157/1981 ορίζεται ότι «Η διαδρομή των υπό του νόμου ή των δικαστηρίων τεταγμένων προθεσμιών άρχεται από της επιούσης της ημέρας της επιδόσεως ή της ημέρας κατά την οποίαν  συνέβη το αποτελούν  την  αφετηρίαν   της προθεσμίας γεγονός και λήγει την 7ην μ.μ. ώραν της τελευταίας ημέρας, εάν δε αύτη είναι κατά νόμον εξαιρετέα ή Σάββατον, την αυτήν ώραν της επομένης εργασίμου ημέρας». Οι ρυθμίσεις αυτές ισχύουν τόσο για τις προθεσμίες ενέργειας (υποδηλώνουν την ανάγκη επιχειρήσεως της διαδικαστικής πράξης εντός της προθεσμίας, ακόμη και την τελευταία μέρα) 4, όσο και για τις προπαρασκευαστικές, εκείνες δηλαδή που είναι απαραίτητο να έχουν παρέλθει για να γίνει συζήτηση ή να επιχειρηθεί άλλη διαδικαστική πράξη. 5 Οι ανωτέρω ρυθμίσεις τυγχάνουν, λοιπόν, εφαρμογής και στην 20ήμερη προθεσμία κατάθεσης προτάσεων στην τακτική διαδικασία ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Πρόκειται για προθεσμία προπαρασκευαστική, που ξεκινά την επομένη της κατάθεσης των προτάσεων και λήγει την 20η μέρα στις 7μμ και, στην περίπτωση που η 20η είναι εξαιρετέα, την αμέσως επόμενη εργάσιμη ημέρα. Η εν λόγω 20ήμερη προθεσμία πρέπει να είναι πλήρης 6, δηλαδή μεταξύ της ημέρας κατάθεσης και της δικασίμου (χωρίς να υπολογίζονται οι αυτές οι δύο ημέρες) θα πρέπει να μεσολαβούν είκοσι (20) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες (δηλαδή, από την επομένη της κατάθεσης μέχρι την παραμονή της δικασίμου). Η τελευταία ημέρα της προθεσμίας δεν μπορεί να συμπίπτει με την ημέρα της δικασίμου ή να είναι μεταγενέστερη αυτής. Αν, λοιπόν, η παραμονή της δικασίμου δεν είναι εργάσιμη ημέρα αλλά εξαιρετέα, τότε η προθεσμία πρέπει να λήγει στην αμέσως προηγούμενη εργάσιμη (οπότε, αυστηρά ημερολογιακά, αυξάνεται το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα), αφού διαφορετικά η λήξη θα συνέπιπτε με τη δικάσιμο ή επόμενη αυτής εργάσιμη ημέρα.

Ιδιαίτερη πρακτική σημασία έχουν τα ανωτέρω, όταν η ημέρα δικασίμου είναι Δευτέρα. Στην περίπτωση αυτή η προπαρασκευαστική προθεσμία των είκοσι (20) ημερών λήγει την τελευταία Παρασκευή προ της δικασίμου και (συνακόλουθα) ξεκινά είκοσι ημέρες πριν από την Παρασκευή αυτή (δηλαδή από την επομένη της ημέρας κατάθεσης των προτάσεων, η οποία ημέρα κατάθεσης προφανώς μόνο εργάσιμη μπορεί να είναι). Π.χ. σε δίκη, η συζήτηση της οποίας έχει οριστεί για τη Δευτέρα, 13η Μαΐου (2013), η τελευταία ημέρα για έγκυρη κατάθεση προτάσεων είναι η Παρασκευή, 19η Απριλίου (2013) και όχι η Δευτέρα, 22α Απριλίου (2013) (αφού 22.04 + 20 ημέρες = 12.05, ήτοι Κυριακή, ημέρα εξαιρετέα, με αποτέλεσμα η λήξη της προθεσμία να μετατίθεται για τη Δευτέρα, τη δικάσιμο, όπερ ανεπίτρεπτο).

Συνέπειες εκπρόθεσμης κατάθεσης προτάσεων

Η εκπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων λόγω μη τήρησης της 20ήμερης προθεσμίας έχει δυσμενείς συνέπειες για τον αμελή διάδικο. Καταρχάς, οι εκπρόθεσμες προτάσεις απορρίπτονται ως απαράδεκτες και δεν λαμβάνονται υπόψιν από το δικαστήριο. Το περιεχόμενο, δηλαδή, των προτάσεων δεν θα αποτελέσει πραγματικό υλικό της δίκης και τα αποδεικτικά μέσα που θα προσκομισθούν με αυτές δεν θα αποτελέσουν αποδεικτικό υλικό της. 7Πέραν τούτου, η εκπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων συνεπάγεται ερημοδικία. Δηλαδή, ο διάδικος που κατέθεσε εκπρόθεσμες προτάσεις θεωρείται δικονομικά απών, αφού παρίσταται στο δικαστήριο χωρίς να συντρέχουν όλες οι δικονομικές προϋποθέσεις (κατάθεση προτάσεων, χαρτοσήμανση, κ.λπ.), και δικάζεται ερήμην, χάνοντας γενικώς τη δυνατότητα προβολής ισχυρισμών και διενέργειας λοιπών διαδικαστικών πράξεων. 8Η ερημοδικία αυτή του διαδίκου με την πρόσφατη τροποποίηση των άρθρων του ΚΠολΔ περί ερημοδικίας 9, έχει και τις ακόλουθες βαρύτατες συνέπειες (όπου η επ΄σιπευση της συζήτησης και κλήτευση των διαδίκων έχει λάβει χώρα νομίμως)

  • ομολογία των πραγματικών ισχυρισμών της αγωγής στην περίπτωση που ο ερημοδικασθείς είναι εναγόμενος (271 ΚΠολΔ – υπό τον όρο ότι πρόκειται για «γεγονότα» για τα οποία επιτρέπεται ομολογία)
  • απόρριψη της αγωγής στην περίπτωση που ο ερημοδικασθείς είναι ενάγων (272 ΚΠολΔ).

Υποστηρίζεται, πάντως, και η άποψη πως οι εκπρόθεσμες προτάσεις θα μπορούσαν να λογίζονται αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, ώστε να λαμβάνονται υπόψιν από τον δικαστή και να εκτιμώνται ελεύθερα.  10 Από τη στιγμή, ωστόσο, που δεν ισχύει το σύστημα της μονομερούς συζήτησης και οι αναφερθείσες συνέπειες προβλέπονται ρητώς από τις διατάξεις του ΚΠολΔ, η άποψη αυτή δεν μπορεί γίνει δεκτή και να εφαρμοσθεί.

Αποτροπή / άρση συνεπειών

Οι δυνατότητες αποτροπής (εκ των προτέρων) ή άρσης (εκ των υστέρων) των ανωτέρω συνεπειών είναι περιορισμένες. Ο μη καταθέσας προτάσεις διάδικος 0 πέραν της ασκήσεως ενδίκων μέσων (έφεση, ανακοπή ερημοδικίας, αναίρεση)- δύναται είτε:

 (για την εκ των υστέρων άρση) να υποβάλει αίτηση για επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση με βάση τα 152 επ. ΚΠολΔ, εφόσον συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας. 11 Ωστόσο, όταν το εκπρόθεσμο των προτάσεων οφείλεται σε εσφαλμένο υπολογισμό των ημερών της προθεσμίας (όπερ και το συνηθέστερο), η αίτηση επαναφοράς δεν έχει τύχη, μιας και πρόκειται για αμέλεια του διαδίκου (για την ακρίβεια του νομικού παραστάτη του) .

♦ (για την εκ των προτέρων αποτροπή) αίτηση για αναβολή της συζήτησης με βάση το άρθρο 241 ΚΠολΔ. Το εν λόγω άρθρο δίνει στο δικαστήριο την δυνατότητα να αναβάλει τη συζήτηση μια μόνο φορά, κατόπιν αιτήσεως διαδίκου, ακόμη και εάν ο ίδιος δεν έχει καταθέσει προτάσεις, εφόσον όμως συντρέχει σπουδαίος λόγος. Το τι αποτελεί σπουδαίο λόγο, είναι ζήτημα ερμηνείας αποκλειστικά του δικάζοντος δικαστηρίου. 12Σίγουρα η έννοια του σπουδαίου λόγου είναι ευρύτερη από αυτή της ανωτέρας βίας, που απαιτείται για την αίτηση επαναφοράς, και περιλαμβάνει περιπτώσεις που η δεύτερη αποκλείει. Τέτοιες περιπτώσεις θα μπορούσαν να είναι οι διαπραγματεύσεις για την επίλυση της διαφοράς, η ενημέρωση του άρτι ορισθέντος πληρεξούσιου δικηγόρου, η συμπλήρωση τυπικών ελλείψεων, η αδυναμία προσέλευσης του δικηγόρου λόγω συμμετοχής σε άλλη δίκη 13ή γενικά κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό που δεν είναι απότοκο της αμέλειας του διαδίκου ή του πληρεξούσιου δικηγόρου του. 14και μοναδική δυνατότητα για συζήτηση της υπόθεσης σε άλλη δικάσιμο είναι η ματαίωση της συζήτησης. 15Ας σημειωθεί ότι θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως με την κατάργηση του άρθρου 239 ΚΠολΔ που προέβλεπε την αναβολή για εκπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων, ο νομοθέτης θέλησε να εξαλείψει αυτόν το λόγο αναβολής. Ωστόσο, υπάρχει και αντίλογος. Νέα αναβολή θα μπορούσε, ενδεχομένως, να γίνει δεκτή, για τους εξής λόγους:

• επειδή το άρθρο 241 ΚΠολΔ δεν προβλέπει ακυρότητα σε περίπτωση που δοθεί και άλλη – δεύτερη κ.ο.κ. – αναβολή 16

• επειδή η απόφαση του δικαστηρίου περί αναβολής είναι απόφαση ουσίας 17 και δεν υπόκεινται σε αναιρετικό έλεγχο 18

• επειδή σε περίπτωση που το δικαστήριο κάνει δεκτό το αίτημα για νέα αναβολή, γεννάται μόνο ζήτημα πειθαρχικού ελέγχου του δικαστή. 19

• επειδή από το συνδυασμό των 241ΚΠολΔ (αναβολή) και 110ΚΠολΔ (ισότητα των διαδίκων) μπορούμε να συνάγουμε πως η δυνατότητα αναβολής της συζήτησης είναι δικαίωμα που μπορούν να το ασκήσουν και οι δύο διάδικοι, από μια φορά ο καθένας, για κάθε βαθμό δικαιοδοσίας (εφόσον, βέβαια, επικαλούνται σπουδαίο λόγο). Άρα, αν η πρώτη αναβολή έγινε εδόθη κατόπιν αιτήματος ενός διαδίκου, ο άλλος διάδικος νομιμοποιείται να ζητήσει δεύτερη αναβολή, εφόσον φυσικά επικαλείται σπουδαίο λόγο. Αντίθετη άποψη θα παραβίαζε τη θεμελιώδη δικονομική αρχή της ισότητας των διαδίκων.

Επομένως, ως προς την εγκυρότητα της διαδικασία, η χορήγηση νέας αναβολής δεν δημιουργεί πρόβλημα και, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, θα μπορούσε να γίνει δεκτή. Ωστόσο, ο διάδικος θα πρέπει και πάλι με την αίτησή του να επικαλεστεί  σπουδαίο λόγο, ως αιτία που να συγχωρεί αναβολή.

Συμπέρασμα

Επομένως, ο υπολογισμός της 20ήμερης προθεσμίας προκατάθεσης προτάσεων στην τακτική διαδικασία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή. Όταν της δικασίμου προηγείται ημέρα εξαιρετέα (δηλαδή, όταν η δικάσιμος είναι Δευτέρα ή έπεται αργίας), ο υπολογισμός πρέπει να καταλήγει σε συμπλήρωση 20πλήρων ημερών στην αμέσως προηγούμενη εργάσιμη ημέρα, έστω και αν τελικά η αφετηρία της προθεσμίας με την ίδια τη δικάσιμο απέχουν περισσότερες από 20 ημερολογιακές ημέρες. Εσφαλμένος υπολογισμός και εκπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων επιφέρει δυσμενέστατες δικονομικές συνέπειες (μη λήψη υπόψιν ισχυρισμών και αποδεικτικών μέσων, ερημοδικία, ομολογία ή απόρριψη της αγωγής), η αποτροπή (επίτευξη αναβολής συζήτησης) ή άρση (επαναφορά στην προτέρα κατάσταση) των οποίων είναι δυσχερής.

 

Σπύρος Μίχας

30.04.2013

  1. ΑΠ 1435/1988 ΕΕμπΔ 1989, 566
  2. Απαλαγάκη, Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας, 2008, σελ 284 και ΕφΑθ 3239/2001 ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΘεσ 6590/2004 (εις http://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomologia/ppth6590_04.htm )
  3. Κεραμεύς-Κονδύλης-Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2000, σελ 340
  4. Κεραμεύς-Κονδύλης-Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2000, σελ 340
  5. Απαλαγάκη, οπ, σελ. 284 – Κεραμεύς-Κονδύλης-Νίκας, οπ, σελ. 340 – Βαθρακοκοίλης, Ερμηνεία ΚΠολΔ, 1996, άρθρο 144 και ΠΠρΑμφ 36/2008 ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΠειρ 4400/2011 ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΘεσ 6590/2004 ο.π.
  6. ΠΠρ Αμφ 36/2008 ο.π.
  7. ΠΠρΑμφ 36/2008 ο.π., ΠΠρΠειρ 4400/2011 ο.π., ΠΠρΘεσ 6590/2004 ο.π., ΠΠρΡοδ 103/2003 ΝΟΜΟΣ
  8. o.p.
  9. N. 3994/2011
  10. Μπέης-Καλαβρός, Πολιτική Δίκη, 2003, σελ 240-241
  11. ΑΠ 366/2010 ΕΠολΔ 2011, 364 – ΑΠ 178/2011 ΕφΑΔ 2011, 874, στις οποίες αναλύεται διεξοδικά η αίτηση για επαναφορά και οι προϋποθέσεις της
  12. Εφ Πειρ 643/2009 ΝΟΜΟΣ – ΑΠ 1394/2010 ΧρΙΔ 2011, 521 – ΕφΘεσ 2870/1991 Αρμ 1992, 1105- ΕφΑθ 4422/2003 ΕλλΔνη 2004, 592
  13. Βαθρακοκοίλης, οπ, άρθρο 241
  14. Ωστόσο, σε περίπτωση που η συζήτηση έχει ήδη αναβληθεί μία φορά,  ζήτημα γεννάται εάν ο διάδικος μπορεί να ζητήσει εκ νέου αναβολή της συζήτησης. Λόγω της σαφούς διατυπώσεως του άρθρου 241 ΚΠολΔ, μερίδα της θεωρίας (ιδίως μετά το νόμο 2915/2001) ισχυρίζεται πως νέα αναβολή δεν δύναται να γίνει δεκτή 20Απαλαγάκη, οπ, σελ 426, Νίκας, Πολιτική Δικονομία, 2005, τομ 2, σελ 308
  15. Νίκας, ο.π.
  16. Κεραμεύς-Κονδύλης-Νίκας, οπ, άρθρο 241
  17. βλ. σημ 10
  18. Κεραμεύς-Κονδύλης-Νίκας, οπ, αρθρο 241 και Βαθρακοκοίλης, οπ, άρθρο 241
  19. Νίκας, ο.π., σελ 308 Κεραμεύς-Κονδύλης-Νίκας, ο.π.