Σωτήριος Καλαμίτσης

Εταιρεία Δικηγόρων

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΣΥΝΝΟΜΗΣ

Α. Προσβολή της νομής: διατάραξη ή αποβολή[1];

Διατάραξη της νομής είναι κάθε παρεμπόδιση του νομέα από την άσκηση της φυσικής εξουσίας πάνω στο πράγμα που δεν φτάνει μέχρι την αποβολή, αλλά συνιστά μερική προσβολή, γιατί ο νομέας δεν στερείται πλήρως τη φυσική εξουσίαση του πράγματος, αλλά παρακωλύεται σε κάποια από τις εκδηλώσεις της[2]. Η διατάραξη μπορεί να επέλθει με πράξη ή με παράλειψη[3]. Επιπλέον, η διατάραξη πρέπει να είναι διαρκής, να δημιουργεί εύλογη εντύπωση ότι θα επαναληφθεί στο μέλλον, να είναι παράνομη [ήτοι να γίνεται χωρίς δικαίωμα προς τούτο ή καθ’ υπέρβαση αυτού] και χωρίς τη θέληση του νομέα.

Αποβολή από τη νομή συνιστά κάθε πράξη πάνω στο πράγμα, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την ολική ή μερική απώλεια της εξουσίασης επί του πράγματος. Η αποβολή θεωρείται ότι έχει συντελεσθεί όταν ο τρίτος απέκτησε διαρκή εξουσίαση του πράγματος. Και στην περίπτωση αυτή, η προσβολή θα πρέπει να έχει γίνει παράνομα και χωρίς τη θέληση του νομέα. Στα κινητά πραγματοποιείται με αφαίρεση, ενώ στα ακίνητα με αντιποίηση [«σφετερισμό»] της νομής[4].

Στις περιπτώσεις όπου δεν είναι ευδιάκριτο εάν η προσβολή που έλαβε χώρα συνιστά διατάραξη της νομής ή αποβολή από τη νομή, δίνεται λύση με βάση τη μορφή της εκτέλεσης που θα εφαρμοστεί εάν ευδοκιμήσει το σχετικό ένδικο βοήθημα: Στην περίπτωση της διατάραξης, αίτημα δικαστικής προστασίας είναι η απαγόρευση κάθε μελλοντικής διατάραξης με έμμεση εκτέλεση. Μπορεί επιπλέον να διατάσσεται η αφαίρεση πραγμάτων, με αντίστοιχη απειλή χρηματικής ποινής ή κράτησης για κάθε μελλοντική διατάραξη [989 ΑΚ, 947 ΚΠολΔ]. Στην περίπτωση δε της αποβολής, η δικαστική προστασία συνίσταται στην αποβολή του επιλήψιμου νομέα και στην απόδοση της νομής στον αποβληθέντα, [εγκατάσταση], ενώ δεν τίθεται ζήτημα απειλής χρηματικής ποινής ή κράτησης, ακόμα κι αν είναι εμφανής ο κίνδυνος επανάληψης της προσβολής από τον τρίτο. Εξάλλου, πάγια δέχεται η νομολογία ότι, δεν συνιστά πράξη αποβολής αλλά διατάραξη, η αφαίρεση, κοπή και καταστροφή εξωτερικών αντικειμένων[5] από ακίνητο τρίτου, το ίδιο και η δυσχέρεια πρόσβασης του νομέως στο ακίνητό του λόγω τοποθέτησης αντικειμένων που φράζουν ή παρεμποδίζουν ή παρακωλύουν την είσοδο και έξοδο[6], καθ’ όσον μ’ αυτόν τον τρόπο δεν στερείται από τον νομέα η εποπτεία του ακινήτου και η δυνατότητα εισόδου και εξόδου σε αυτή από την κύρια είσοδο ή άλλο μέρος της, έστω και με καθαίρεση ή υπερπήδηση των εμποδίων που ο τρίτος έχει τοποθετήσει. Επισημαίνεται δε ότι ο νομέας δεν είναι ανάγκη αφενός να βρίσκεται διαρκώς σε σωματική επαφή με το πράγμα και αφετέρου να έχει, χωρίς διακοπή, τη διάνοια κυρίου στραμμένη σε αυτό. Αρκεί, έχοντας την επίβλεψη και εποπτεία του ακινήτου, να μπορεί, κάθε στιγμή, να εκδηλώσει τη φυσική εξουσία του με εμφανείς υλικές πράξεις πάνω σ’ αυτό και δεν είναι απαραίτητο να βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση[7].

Β. Προστασία επί συννομής: κατά των τρίτων και κατά των συννομέων

Κατά τη διάταξη του άρθρου 785 ΑΚ, αν ένα δικαίωμα ανήκει σε περισσότερους από κοινού, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, υπάρχει ανάμεσά τους κοινωνία κατ’ ιδανικά μέρη.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 994 ΑΚ «αν νέμονται περισσότεροι το ίδιο πράγμα κατά ιδανικά μέρη, καθένας από αυτούς έχει κατά τρίτων τα δικαιώματα από την προσβολή της νομής. Στις μεταξύ τους σχέσεις δεν παρέχεται η προστασία από τη νομή, εφόσον πρόκειται για τα όρια της χρήσης του πράγματος που αρμόζει στον καθένα.»

Σύμφωνα με αυτά, μπορεί η νομή να ανήκει κατά το περιεχόμενό της σε περισσότερα από ένα πρόσωπα, οπότε υπάρχει κοινωνία κατ’ ιδανικά μέρη [συννομή], η οποία αν προσβάλλεται παράνομα από τρίτο πρόσωπο, οι συννομείς έχουν ολόκληρη την προστασία της νομής [δικαστική και αυτοδίκαιη] ενώ, αν προσβάλλεται από συννομέα, τότε ο νόμος διακρίνει: α) την περίπτωση προσβολής με αποβολή του άλλου [συννομέως], ολική ή μερική από το πράγμα, όταν αμφισβητείται η ύπαρξη της νομής του συννομέως, οπότε στον προσβαλλόμενο παρέχεται η από την νομή προστασία [δικαστική και αυτοδύναμη] και β) την περίπτωση προσβολής μόνο με διατάραξη της συννομής, όταν δηλαδή δεν αμφισβητείται η ύπαρξη της νομής, αλλά η έκταση των δικαιωμάτων στο κοινό πράγμα, οπότε ο προσβαλλόμενος μάχεται για τα όρια της χρήσεως που του ανήκει και τότε βέβαια έχει την προστασία της αυτοδύναμης προστασίας, δεν έχει όμως κατά τα άλλα την από την νομή προστασία, αλλά παραπέμπεται για τον κανονισμό της συγχρήσεως στις διατάξεις της κοινωνίας [789, 790 ΑΚ][8].

Γ. Προσωρινή προστασία συννομέα επί διαταράξεως της νομής από έτερο συννομέα: Ασφαλιστικά μέτρα για τον κανονισμό της σύγχρησης κατ’ αρ. 731 ΚΠολΔ

Όταν η προβολή συνίσταται σε απλή διατάραξη ή παρακώλυση αυτής, τότε ο συννομέας μπορεί να ζητήσει προστασία κατά του συννομέα με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης βάσει της γενικής διάταξης του άρθρου 731 ΚΠολΔ, καθώς πρόκειται για τα όρια της χρήσης του πράγματος, τα οποία δεν προστατεύονται από τις διατάξεις της νομής [994 παρ. 2 ΑΚ]. Συνεπώς, ασφαλιστικά μέτρα νομής ή κατοχής [ειδικές ρυθμίσεις των 733, 734 παρ. 2 ΚΠολΔ] δεν λαμβάνονται προκειμένου να ρυθμιστούν προσωρινά οι σχέσεις μεταξύ των συννομέων ως προς τα όρια της προσήκουσας σε καθέναν χρήσεως του κοινού πράγματος. Οι διαφορές αυτές επιλύονται με βάση την εσωτερική έννομη σχέση κοινωνίας και σε επείγουσες περιπτώσεις με αμιγή ασφαλιστικά μέτρα προσωρινής ρύθμισης κατάστασης σύμφωνα με τα άρθρα 731 και 732 ΚΠολΔ[9].

Ο δικαιολογητικός λόγος του περιορισμού αυτού οφείλεται στο ότι σε αντίθετη περίπτωση [όταν δηλαδή η έριδα δεν αφορά στην ύπαρξη της συννομής που φθάνει μέχρι την αποβολή], στη διένεξη περί διατάραξης της νομής θα αναμειγνύονταν κατ’ ανάγκη και ζητήματα της causa possessionis, δηλ. της γενεσιουργού της κοινής νομής έννομης σχέσης (π.χ. συγκληρονομίας), με αποτέλεσμα η διαφορά αυτή να κατέληγε μοιραία από διένεξη περί νομής σε διένεξη περί της σχέσης αυτής[10]. Σημειώνεται πάντως, ότι η ΑΚ 994 παρ. 2 δεν καταλαμβάνει και την αυτοπροστασία κατά τις γενικές διατάξεις [ΑΚ 282, 284], καθώς και την αξίωση αποζημίωσης, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσει της ΑΚ 914, 919.

Τα ανωτέρω ισχύουν και σε ό,τι αφορά στις σχέσεις των συνιδιοκτητών ακινήτου που έχει υπαχθεί στις περί διηρημένης ιδιοκτησίας διατάξεις. Με την σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, καθένας από τους συνιδιοκτήτες του οικοπέδου είναι κύριος και νομέας της αποκλειστικής του ιδιοκτησίας (ορόφου ή διαμερίσματος) και ταυτόχρονα συγκύριος και συννομέας των κοινόχρηστων μερών του ακινήτου. Σε περίπτωση, λοιπόν, προσβολής της νομής του συνιδιοκτήτη ως προς την αυτοτελή οριζόντιο ιδιοκτησία του, της οποίας είναι αποκλειστικός κύριος και νομέας, αυτός προστατεύεται κατά τις περί νομής διατάξεις. Αντιθέτως, επί διατάραξης της συννομής ως προς τα κοινά μέρη της οικοδομής από συνιδιοκτήτη, η διαφορά θα διευθετηθεί κατά τις περί κοινωνίας διατάξεις.[11]

Δ. Καθ’ υλην αρμόδιο δικαστήριο για την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων

Δοθέντος ότι η προστασία της νομής επί διαταράξεως αυτής από συννομέα μόνον κατά τις γενικές διατάξεις της 731 επ. ΚΠολΔ μπορεί να ζητηθεί, δεν συντρέχει η ειδική αποκλειστική καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, αλλά το καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο προσδιορίζεται από το άρθρο 688 ΚΠολΔ σε συνδυασμό προς τις γενικές διατάξεις. Βάσει αυτών, για να είναι αρμόδιο το Ειρηνοδικείο θα πρέπει το αντικείμενο της δίκης να είναι αποτιμητό σε χρήμα και η αξία του να μην υπερβαίνει τις 20.000 €. Το αυτό ισχύει πλέον και σε ό,τι αφορά στις μεταξύ συνιδιοκτητών ακινήτου υπαχθέντος στις περί διηρημένης ιδιοκτησίας διατάξεις, κατ’ εφαρμογή, ωστόσο, και των 14§1γ και 17§3 ΚΠολΔ που αναφέρονται ρητώς ειδικώς. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι γίνεται δεκτό, ωστόσο, όταν αντικείμενο της δίκης είναι η διατάραξη συννομής και η προστασία εξ αυτής, τότε η διαφορά δεν αποτιμάται σε χρήμα, εξ ου και καθ’ ύλην δεν θα μπροούσε να είναι παρά το Μονομελές Πρωτοδικείο[12].

Ε. Παραγραφή αξίωσης από τη νομή επί διαταράξεως αυτής. Χρόνος έναρξης όταν η διατάραξη συνεχίζεται.

Οι αξιώσεις της αποβολής και της διαταράξεως παραγράφονται μετά ένα έτος από την αποβολή ή τη διατάραξη [άρθρο 992 ΑΚ]. Παγίως δε η νομολογία υποστηρίζει ότι, αν η διατάραξη είναι συνεχής γιατί προέρχεται από κατασκεύασμα ή παραγραφή αρχίζει με τη συντέλεση της πράξης διαταράξεως δηλαδή αφής κατασκευάστηκε το διαταρακτικό έργο. Επίσης, αν η διατάραξη γίνεται με περιοδικά επαναλαμβανόμενες πράξεις η καθεμιά απ` αυτές αποτελεί αυτοτελή διατάραξη και άρα με κάθε νέα διαταρακτική ενέργεια αρχίζει νέα παραγραφή. Ειδικότερα, η παραγραφή αρχίζει από την επομένη ημέρα εκείνης στην οποία επήλθε η διατάραξη ή πραγματοποιήθηκε η αποβολή [αρθρ. 241 παρ. 1 ΑΚ] και λήγει όταν περάσει η αντίστοιχη ημέρα του επομένου έτους [συνδ. άρθρων 242 και 243 παρ. 3 Α.Κ][13].

ΣΩΚΕΔ – 17.11.2017

 

[1] βλ. Δημήτρη Χ. Μακρή, «Ασφαλιστικά Μέτρα Νομής και Κατοχής», εκδόσεις Τσίμος 2005, σ. 39-43

[2] ΑΠ 1386/1998, ΕλλΔνη 1999, 339, ΠΠρΓρεβ 48/1989 ΝΟΜΟΣ, ΕιρΛαρ 175/2004ΝΟΜΟΣ.

[3] Με παράλειψη όταν ο προσβολέας δεν προβαίνει στην επιβαλλόμενη ενέργεια προς αποτροπή ή παύση της διατάραξης, όπως συμβαίνει όταν αυτός παραλείπει να άρει διαταρακτικό κατασκεύασμα ή αντικείμενο που συνεπάγεται διαρκή και εξακολουθηματική παρενόχληση του νομέα στην άσκηση της νομής [ΑΠ 1717/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ – Γεωργιάδης – Σταθόπουλος «Αστικός Κώδικας» – αρ. 984, αριθμ. 1-3 και 5 σ. 258-259 – Βαθρακοκοίλης, «Αναλυτική Ερμηνεία – Νομολογία Αστικού Κώδικα» εκδ. 1994, άρθρο. 984 σ. 1393 – Βαθρακοκοίλης, «ΕΡΝΟΜΑΚ», εκδ. 2007, άρθρο. 984 αριθμ. 6 και 9 σ. 208-209], ΠΠρΓρεβ 48/1989 ΝΟΜΟΣ, ΕιρΛαρ 175/2004 ΝΟΜΟΣ.

[4] ΕφΘεσ 424/1958 Αρμ 13, 223 – ΕιρΧαν 101/2014 ΝΟΜΟΣ

[5] π.χ. αφαίρεση, κοπή και καταστροφή περίγραξης, πλεγμάτων, πόρτας, λουκέτων, δένδρων, φυτών κλπ.

[6] ΜπρΚαρδίτσας 128/2014 εις http://www.vrodosandreas.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=420%3Asynnomi-prosvoli-apo-synnomea-oria-xrisis-kai-apovoli-oionei-nomi-kai-katoxi-994ak-armodiotita-asfalistika-kai-efesi&Itemid=254

[7] βλ.ΕιρΧαν 101/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 393/1999 ΕλΔ 40.1744, ΑΠ 1602/1981 ΝοΒ 30.927

[8] βλ. Δημήτρη Χ. Μακρή, ο.π., σ. 25-27, Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, Αθήνα 2006, τ. Δ’ σ. 269, ΑΠ 604/1964 ΝΟΒ 13, 302 – ΜπρΧαν 36/2012 ΝοΒ 2012, 1758 – ΜπρΚεφαλλονιάς 236/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ – ΕιρΡόδου 81/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΡεθυμν 15/2003 ΝΟΜΟΣ, ΕιρΘεσσαλ 1414/1994 ΝΟΜΟΣ, ΕιρΛαρ 175/2004 ΝΟΜΟΣ.

[9] βλ. EιρΛαρ 175/2004 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2005, 170 [απέρριψε την αίτηση σε κάθε περίπτωση ως νομικά αβάσιμη], ΜΠΡ ΚΕΦΑΛ (ΑΣΦ) 236/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕΙΡ ΠΑΡΟΥ 25/1990 ΑΡΧΝ/1992 (742) [«Εάν η προσβολή εκ μέρους του συννομέα συνίσταται στη μερική ή ολική αποβολή από το πράγμα τότε ο συννομέας προστατεύεται με βάση τις διατάξεις για την προστασία της νομής (αρμόδιο, συνεπώς το Ειρηνοδικείο για τη λήψη των ασφαλιστικών μέτρων). Το αίτημα, όμως, της απαγόρευσης κάθε μελλοντικής διατάραξης τηνς συννομής των αιτούντων με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης κρίνεται απορριπτέο ως νόμω αβάσιμο, γιατί σύμφωνα με το αρ. 994 παρ. 2 ΑΚ στις σχέσεις μεταξύ συννομέων δεν παρέχεται η προστασία από τη νομή εφόσον πρόκειται για τα όρια της χρήσης του πράγματος που αρμόζει στον καθένα, δηλ. όταν η προσβολή φτάνει μόνο μέχρι τη διατάραξη της συννομής.»], ΕιρΜυτιλ 12/1987 ΑΡΧΝ/1989(352), ΑΠ 604/1964 ΝοΒ 13.302

[10] βλ. Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ, ο.π., τ. Δ΄, σ. 270-272 – Δημήτρη Χ. Μακρή, ο.π., σ. 48 – Μπόσδα «Κοινή νομή και προστασία της» εις ΝΟΒ 8, σ. 1029 – ΕιρΛαρ 175/2004 ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ, ΠΠρΓρεβ 48/1989 ΝΟΜΟΣ.

[11] Βλ. 44/1999 ΕιρΚαλλιθ ΝΟΜΟΣ

[12] ΕΙΡ ΡΕΘΥΜΝ 15/2003 DE LEGE 2005/109, ΕιρΔραμ 144/1983 NoB 1983 (1404), ΜΠρΚεφαλ 236/2012 ΝΟΜΟΣ

[13] βλ. Ειρ Ξηρομ 2/2005 ΑΡΧΝ 2005/531, ομοίως βλ. Ειρ Ανδρ 1/2002 ΑΡΧΝ 2005/71, Ειρ Ελατείας 12/2001 ΑΡΜ 2002/1604 και ΑΡΧΝ 20036/259, Ειρ Μυτιλ 57/1998 ΑΡΧΝ/1998 [571], ΕιρΚυθηρ 9/1991 ΑΡΧΝ/1992 [248], Ειρ Ξηρομ 5/2005,  βλ. επίσης Βαθρακοκοίλη ό.π. σ. 260-261