Σωτήριος Καλαμίτσης

Εταιρεία Δικηγόρων

Πότε καθίσταται αμετάκλητη η απόφαση διαζυγίου;

Σύμφωνα με τη διάταξη ΑΚ 1438 εδ. β’, ο γάμος λύνεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Κατά τα οριζόμενα στον ΚΠολΔ, αμετάκλητη είναι η δικαστική απόφαση που δε δύναται να προσβληθεί με τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα.

Ανεξάρτητα από τη διαδικασία διαζυγίου (συναινετικό ή κατ’ αντιδικία) και από το είδος του γάμου  (θρησκευτικό ή πολιτικός), η απόφαση που αποφαίνεται επί της λύσης του γάμου είναι οριστική και συνεπώς δύναται να προσβληθεί με ένδικα μέσα. Όσο λοιπόν υπάρχει η δυνατότητα προσβολής της απόφασης με ένδικα μέσα, αυτή δεν αποκτά ισχύ δεδικασμένου και δε φέρει τις επιδιωκόμενες έννομες συνέπειες για τα μέρη, αλλά και για τους τρίτους, καθώς η απόφαση διαζυγίου ισχύει erga omnes.

Διαδικασία:

1) Προκειμένου να καταστεί αμετάκλητη η πρωτοβάθμια οριστική απόφαση που λύνει το γάμο, τα μέρη προβαίνουν (είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω των πληρεξουσίων δικηγόρων τους) σε δήλωση παραίτησης από τη δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (πρακτική που ακολουθείτο κατά κόρον στα συναινετικά διαζύγια). Παραίτησης από τα ένδικα μέσα νοείται μόνον μετά από την έκδοση της οριστικής απόφασης (599 ΚΠολΔ).

2) Στην περίπτωση που τα μέρη δεν προχωρήσουν σε δήλωση παραίτησης από τα ένδικα μέσα, η απόφαση καθίσταται αμετάκλητη είτε επειδή ασκήθηκαν και απορρίφθηκαν τα τακτικά και τα έκτακτα ένδικα μέσα είτε επειδή παρήλθαν άπρακτες οι προθεσμίες άσκησης τους. Οι προθεσμίες άσκησης των τακτικών και έκτακτων ενδίκων μέσων διαφοροποιούνται ανάλογα με το αν επιδόθηκε η απόφαση ή όχι. Πιο συγκεκριμένα:

α) αν επιδοθεί η απόφαση: Από την επίδοση της απόφασης ξεκινά η προθεσμία άσκησης  των τακτικών ένδικων μέσων, δηλαδή της έφεσης και της ανακοπής ερημοδικίας, σε περίπτωση που η απόφαση εκδόθηκε ερήμην. Η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας είναι δεκαπέντε μέρες (503 ΚΠολΔ), ενώ η προθεσμία της έφεσης είναι τριάντα μέρες (518 ΚΠολΔ). Με δεδομένο ότι προθεσμία ανακοπής ερημοδικίας και έφεσης συμπίπτουν, η απόφαση του πρωτοδικείου καθίσταται τελεσίδικη μετά την παρέλευση 30 ημερών από την επίδοση. Τα παραπάνω ισχύουν σε περίπτωση γνωστής διαμονής του διαδίκου στην Ελλάδα, ενώ σε περίπτωση άγνωστης διαμονής ή διαμονής στο εξωτερικό οι προθεσμίες τροποποιούνται αναλόγως.[1]

Αφού, λοιπόν, η απόφαση καταστεί τελεσίδικη, ξεκινά η προθεσμία άσκησης των έκτακτων ένδικων μέσων, δηλαδή της αναψηλάφησης και της αναίρεσης. Η προθεσμία της πρώτης είναι, ειδικά στις γαμικές διαφορές (άρθρο 598ΚΠολΔ) 6 μήνες από την επίδοση της απόφασης, ενώ της αναίρεσης 30 ημέρες από την επίδοση (εφόσον βέβαια πρόκειται για γνωστή διαμονή στην Ελλάδα – ΑΚ 564 παρ. 1). Οι προθεσμίες της αναψηλάφησης και της αναίρεσης συμπίπτουν.

Επομένως, η πρωτοβάθμια απόφαση καθίσταται αμετάκλητη εφόσον παρέλθει άπρακτη συνολική προθεσμία των 7 μηνών (30 ημέρες για την άσκηση έφεσης και ανακοπής ερημοδικίας και 6 μήνες για την αναψηλάφηση, στη διάρκεια των οποίων θα έχει παρέλθει και η προθεσμία των 30 ημερών της αναίρεσης).[2]

β) μη επίδοση της απόφασης: Σε περίπτωση μη επίδοσης της πρωτοβάθμιας οριστικής απόφασης, ξεκινά η λεγόμενη «καταχρηστική προθεσμία» άσκησης έφεσης, η οποία έχει ως αφετηρία την ημέρα δημοσίευσης της απόφασης. Η καταχρηστική προθεσμία της έφεσης είναι 2 έτη (ΑΚ 518 παρ. 2). [3] Με την παρέλευση της διετούς  προθεσμίας της έφεσης ξεκινά η διετής προθεσμία της αναίρεσης (ΑΚ 564 παρ. 3). Επομένως, στην περίπτωση μη επίδοσης της απόφασης, η απόφαση καθίσταται αμετάκλητη μετά την παρέλευση των τεσσάρων ετών.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:  Πριν την τροποποίηση του ΚΠολΔ  με το Ν.4335/2015 (δηλ. πριν από την 01.01.2016) οι καταχρηστική προθεσμία της έφεσης και της αναίρεσης ήταν 3ετής (για κάθε ένδικο μέσο), οπότε σε περίπτωση μη επίδοσης της απόφασης, η απόφαση καθίστατο αμετάκλητη μετά την παρέλευση συνολικώς 6 ετών από τη δημοσίευσή της.

Ελένη Παύλου

16.02.2018

[1] Η ανακοπή ερημοδικίας ασκείται εντός 60 ημερών από την τελευταία δημοσίευση κατά το άρθρο 135 παρ. 1 της περίληψης έκθεσης επίδοσης της επίδοσης της απόφασης, όταν πρόκειται για άγνωστη διαμονή ή διαμονή στο εξωτερικό (503 παρ. 2,3 ΚΠολΔ). Η έφεση ασκείται επίσης εντός 60 ημερών από την επίδοση της απόφασης σε περίπτωση άγνωστης διαμονής ή διαμονής στο εξωτερικό (518 ΚΠολΔ).

[2] Η προθεσμία των έκτακτων ενδίκων μέσων δεν ξεκινά πριν παρέλθει η προθεσμία άσκησης των τακτικών ένδικων μέσων. Βλ. Νίκα, Πολιτική Δικονομία III (ένδικα μέσα), Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2007, σελ 15, βλ. ΑΠ 709/2007 [ΝΟΜΟΣ], ΑΠ 153/2015 [ΝΟΜΟΣ]

[3] Ο ΚΠολΔ δεν προβλέπει καταχρηστική προθεσμία ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας με αφετηρία την έκδοση της ερήμην απόφασης.